Στις 3 τ’ απόγεμα ,παραμονή Χριστούγεννα,το φιατάκι παραγεμισμένο σαν αυριανή γαλοπούλα , στέκει μπροστά στο σπίτι.
Στο βολάν η «αξαδέρφη» με πανταλόνι, έτσι τέλεια τεντωμένο και φουσκωμένο σαν «αφορδακού κοιλιά» πο ναι μαι θλιβερή μαρτυρία,για την αποτυχία της δίαιτας της. Στο πλάϊ της δυο χαριτωμένα μαυριδερά κοπέλια,όλο στριγκλιά και μύξα. Πίσω η αθάνατη εργαθιά, με τις ευρωπαϊκές επιδράσεις:ύφος κακομοίρικο κοσμοπολίτικο μαζί,παρδαλό πουκάμισο,γυαλιά ηλίου, που προφυλάσσουν τα μάτια από τη σημερινή ασταμάτητη βροχή!-τρανζίστορ «αν μπρα» (1)σκούζει για την ματανάστευση και την πατρίδα,με μια σπαραξικάρδια Καζαντζηδικομποζουκοπενιά . Στο στόμα τσίχλα και στον ώμο μια φωτογραφική μηχανή,θ ‘ αποθανατίσει τη γραφικότητα του χωραφιού, που τα ίδια ροζιασμένα χέρια, έχουν γνωρίσει,άλλοτε λιγότερο η περισσότερο ποιητικά!
Δίπλα η σύζυγος! Έρε ύφος και κ…(2)!Ένα χοντρό βραχιόλι σα «μπροστολαίμι'(3)στο χέρι κι ένα τόπι βελούδο γερμανικό τσαλακωμένο, να πασχίζει να περιζώσει τις πλούσιες αρχιτεκτονικλες της αναλογίες – που μια και η γυναίκα ανήκει στο λαό κι όχι στην αριστοκρατία, τολμώ χωρίς να αμαρτήσω να τις αποκαλέσω όγκο.
Στριμώξτε ακόμη εμένα και τη Γαρεφαλιώ , στις χαραμέδες που απομένουν στο φουκαριάρικο φιατάκι,πάρτε ένα σαρδελοανοικτήρι, στρίψτε το και κλείστε έτσι τις πόρτες του αυτοκινήτου,για να έχετε μαι γνήσια εντύπωση της άνεσης και της αλμυρής χαράς,που βασιλεύει , μέσα σ’ενα σαρδελοκούτι.
Τ ‘αυτοκίνητο μούγκρισε δυο τρεις φορές, τσίνισε(3) καπνούς κι αναστενάζοντας κατηφόρισε στου Λιανά(4).Στο Μεϊντάνι,ένας παχύς αυτοκρατορικός χωροφύλακας,καλοθρεμμένος σαν χριστουγεννιάτικο γουρουνόπουλο-με το συμπάθιο-έβγαλε τα χαρτιά του,έτοιμος να μας προσθέσει, στο συναξάρι των αμαρτωλών της Τροχαίας. Παρ ‘ όλα τα χαμόγελα της παρέας και τη γοητεία των 90 κιλών της οδηγού, γνήσιος δημοκράτης ο χωροφύλακας, φαινόταν να παραμένει ανένδοτος.Μα πριν προλάβει να πει μια λέξη του πέταξα το δόλωμα-
-Ξέρετε πάμε να φέρομε πορτοκάλια ένα καφάσι, θα ναι δώρο μας στην Τροχαία , θα ναι το δώρο μας στην τροχαία,που να το πάμε;
Λοξοκοίταξε , ξεροκατάπιε ,ο χωροφύλακας και θες τα πορτοκάλια κι «Χρονιάρα μέρα» απ’ τη μια,θες οι εκπτώσεις στην ευσεινηδησία του οργάνου της τάξης,απ ‘ την άλλη,πέτυχαν το ποθούμενο,κοινώς «στραβά μάτια», για να περάσομε.
Μετά από έρευνα, εντοπίσθηκε ο συγγραφέας, που κρύβεται κάτω από το ψευδώνυμο Αλσάνης, είναι ο κ. Κώστας Ασλάνης – γνωστός για την πολιτική του δράση.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!