Επεστράτευσα όλες μου τις πρακτικές γνώσεις, για μια αστραπιαία δράση και πρώτη η βενζίνα που χει μείνει στάζοντας σε μια λεκάνη, πρέπει ν ‘αδειάσει.
‘Σίφων» σκέφτηκα:πήρα ένα λάστυχο, κι άρχισα να ρουφώ, έκτοτε μπορώ να σας εγγυηθώ, πως η βενζίνα, είναι πιο νόστιμη από το ουίσκυ, ελάχιστα μόνο βαρύτερη(8)
Δυο βαριές πέτρες που σήκωσα σα «Μασίστας «(9) βαλμένες κάτω από τις πισινές ρόδες, κάνανε τις ξάπλες μου κάτω απ ‘ τ ‘ αυτοκίνητο, πιο άνετες. έσφιγγα τα δόντια τέντωνα τα χέρια, μα που να ξεκουνήσουν οι βίδες στα λουριά του δοχείου.
Απόκαμα απογοητευμένος. Κείνη την ώρα έφτασε ο Φανταουτσονικολής, ο γανωτής, χοντρός σα βαρέλι και φαλακρός, σαν οικονομικός απολογισμός του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών, κουνούσε μια τσάντα, τα «συμπράγκαλα»(10)του επιδεικτικά.
Άρχισε να το μελετά, σαν πρόβλημα Τριγωνομετρίας, «πρέπει να βγει το δοχείο, γιατί μπορεί να πάρει φωτιά» κ.α.
Κοίταζα, μια το δοχείο που δεν έβγαινε,και μια την κοιλιά του, που ήταν αδύνατον να χωρέσει, κάτω από το Φίατ και μ’ έπιανε αποπληξία.
Πάνω στην ώρα έφτασε, ο πετέρας του εργάτη, που χε συνοδέψει τις γυναίκες στο σπίτι. Λεβεντοκρητίκαρος, με βράκες κι αστραφτερά στιβάνια , μάτια αστραπές και χέρι τεράστιο που με συγκλόνησε, να μου κτυπά ενθαρυντικά τον ώμο, λεοντας: »
-΄Ηντα φοβάσαι μωρέ ντελικανή, ο καπετάν Μιχάλης , θα τα καταστέσει όλα.»
-Ναι μα που’ ντονε δα μπάρμπα τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, είπα
-«Ντα δε θωρείς την κολόνα που στέκει ομπρός σου, μωρέ κοπέλι, εγώ μαι.Έχω φράξει εγώ τρύπες στα νιάτα μου, που δεν τσ’ έχουνε όλα τα κόσκινα του χωριού.30 χρόνια είμαι βαρεντζής και σάζω τα βαρέλια.»
Μου ‘ ρθε να του πω, «μας δουλεύεις ρε μπάρμπα» όμως μια και είχα εξαντλήσει ότι ήξερα και δεν ήξερα για Έντισον και εφευρέσεις, αφέθηκα στη βοήθεια του Καπετάν Μιχάλη.Παρατηρούσα με δυσπιστία , τις προσπάθειες του, να κάνει την τρύπα στρογγυλή μ ‘ένα κατσαβίδι, ύστερα φώναξε:
-Πήγαινε μωρή Πινελιώ, να μου φέρεις ένα παλιοτσόκαρο, από τση Μαυρομιχάλενα.
– Μα γιάντα δα τηνε παρατσουκλιάζεις τη γυναίκα σου έτσι δα Καπετάνιε;
-Σάλευγε(11) και σώπα, δευτέρωσε άγρια ο Καπετάνιος.
Να μεγαλώνει και να στρογγυλεύει την τρύπα, να ζητά τσόκαρο. Όλα αυτά τα ακατανόητα πράματα που μου θύμιζαν έργο του Ιονέσκο, μ’ αφήκαν άναυδο.
Ο Καπετάνιος έκοψε ένα μακρύ λεπτό πετσί, από το τσόκαρο, το μαλάκωσε με νερό και λάδι, το στρούφιξε , και το’ βαλε στην τρύπα του δοχείου. Ύστερα ζήτησε ένα καλάμι.Ένα κοπέλι έτρεξε στην απέναντι καλύβα , στης Μαυραντώνενας, διάλεξε το πιο χοντρό και το’σειρε, μα το καλάμι φαίνεται ήτανε, βασικό, γιατί μόλις έλλειψε, η καλύβα σωριάστηκε, σαν ξύλα του Γιούδα (12)-Ε ανάθεμά σε κουζουλοκόπελο, σκασμένο, τσίρηξε η Μαυραντώνενα και πήρε το κοπέλι ξοπίσω, με τσοι τσούρλους(13)
Οι ντελικανήδες προβάλανε τότε στην καλύβα του ντουκιανιού και κάνανε «χάζι».

Μα σαν έμαθε η Μαυραντώνενα τη χρήση του καλαμιού, σώπασε, είπε «δεν τη νοιάζει» αυτή, «ότι θέλομε , στην κεφαλή τση απάνω» κλπ
Ο Καπετάν Μιχάλης, έκοβε τώρα με το τσαπράζι, λεπτές καλαμένιες σφήνες και τις κάρφωνε , στις δίπλες του πετσιού,στην τρύπα του ρεζερβουάρ. Άρχισε έτσι να γίνεται το πετσί και οι σφήνες ένα στέριο σώμα, συνεχώς ογκούμενο, που συμπίεζε δυνατά ,τα τοιχώματα της τρύπας.Έτσι αφού μπήκαν αναρίθμητες λεπτές σφήνες, το εξέχον μέρος κόπηκε σύριζα και γεμίσαμε δοκιμαστικά το δοχείο με νερό.
-Ανέ αναδακρυώσει μπρε κοπέλι, να μου κόψεις την κεφαλή,είπε ο Καπετάνιος, σου το ‘γγυούμε για 6 μήνες.Ευχαριστημένος για τη νίκη της κρητικής τεχνικής, πήγα στο σπίτι του Καπετάνιου.
Η Γαρεφαλιώ καθισμένη ξάπλα με τα πιτσιρίκια έτοιμα να ξυπνήσουν, μόλις βράσει η ‘όρ(νι)θα».
Η «αξαδέρφη»,να μην μπορεί να βγάλει απ το μυαλό της την ατυχία και από το στόμα της τις χοιρινές μπριτζόλες. Ακριβώς δίπλα της, στην άλλη μεριά του τζακιού, να κρέμεται ένας χοίρος δυο μέτρα και τα αδηφάγα χέρια των μουσαφίρηδων, να κόβουν ότι μπορούν και να το πετούν στα κάρβουνα. Σε λίγο έτοιμη κι η όρ(νι)θα και το ψητό και τα λουκάνικα,αναφέρω τα πιάτα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία, γιατί υπήρχαν ακόμη,αμύγδαλα, σταφίδες ρακί!Ανεβοκατέβαιναν τα χέρια,σμίγουν τα πειρούνια στα νόστιμα χοιρινά πισινά.
-Φάε μπρέ και συ Κρουστάλη
-Όη εγώ χορταίνω να σας σε θωρώ
Κουράζεται η γυναίκα να μας σε θωρεί, ξεβιδώνονται οι μασέλες μας, μα το μυαλό μα ςδουλεύει ακόμη, το δικό μου πάρτυ και της ξαφέλφης απ’ότι καταλαβαίνω, από τις δειλές γροθιές τςη στα πορτοκάλια
-Ωρα να πηγαίνουμε, είπα!
-Ε στάσου, και τα πορτακάλια; είπε ο καπετάνιος.
Λαμπύρισαν τα μάτια της ξαδέλφης
-Ναι , ναι τα ξεχάσαμε, είπε.
Η επιδρομή μας στον πορτοκαλεώνα, ήταν έτσι επική και άγρια, που έδωσε τη ευκαιρία στις πορτοκαλιές να καταλάβουν,επί τέλους , την ραδιοφωνική διαφήμιση » Προς Θεού οι Ούνοι – οι Ούνοι κρυφτείτε ! »
Ας είναι καλά η «ευημερία» των αγροτικών πληθυσμών…
Μετά από έρευνα, εντοπίσθηκε ο συγγραφέας, που κρύβεται κάτω από το ψευδώνυμο Αλσάνης, είναι ο κ. Κώστας Ασλάνης – γνωστός για την πολιτική του δράση.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!