Μετά το θάνατο της μάνας μου, σκάλιζα κάτι μικροπράγματα που είχε αφήσει μέσα σε μια κούτα. Κι εκεί, ανάμεσα σε κουβαρίστρες, βελόνες και κλωστές, ανακάλυψα καλώδια, ηλεκτρικές συνδέσεις και φυτίλια. Λίγο αργότερα, έβρισκα στην κουζίνα μασούρια δυναμίτη και πυροκροτητές. Δεν υπήρχε αμφιβολία, η μάνα μου έβαζε βόμβες… είχα μάνα τρομοκράτη !
Έφτιαξα κι εγώ μια βόμβα. Ήταν μικροσκοπική. Κρεμόταν από δέκα πόντους φυτίλι στην άκρη του δείκτη του αριστερού μου χεριού. Και βάλθηκα να περιφέρομαι στην πόλη, αναζητώντας κατάλληλο στόχο. Με έπιασαν και με καταδίκασαν σε θάνατο. Τους έλεγα πως η βόμβα είναι ψεύτικη, ζητούσα να μ’ αφήσουν να τους δείξω πως αυτό το πραματάκι δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εκραγεί. Δεν με πίστεψαν και μ’ έκλεισαν στο σπίτι μου να περιμένω τη στιγμή της εκτέλεσης.
Η καταδίκη δεν με φόβιζε. Δεν με ένοιαζε που θα με σκότωναν. Επαναστατούσα όμως γιατί με έπνιγε η αδικία. Ήξερα πως η βόμβα δεν μπορούσε να εκραγεί. Εν πάση περιπτώσει, περίμενα, περίμενα, αλλά κανείς δεν ερχόταν να με πάρει για εκτέλεση. Στο τέλος πήρα εγώ την πρωτοβουλία. Επισκέφθηκα ένα φίλο μου – δεν θυμάμαι ποιον – και του ζήτησα να με συνοδεύσει στον τόπο των εκτελέσεων – δια πνιγμού – κάτω στην παραλία.
Προχωρούσαμε αργά και μας ακολουθούσε μεγάλο πλήθος που μ’ έβριζε και με καταριόταν. Στο δρόμο σκεφτόμουν πως θα πέθαινα άδικα των αδίκων, κι αποφάσισα να προσπαθήσω ν’ αποδράσω. Μόλις λοιπόν πλησιάσαμε στην ακτή, μια απόκρημνη ακτή, όλο βράχια, βούτηξα από ψηλά σαν πρωταθλητής των καταδύσεων, και κανόνισα να πέσω ανάμεσα σε δυο πανύψηλα και μυτερά βράχια και να χαθώ στα κύματα. Κολύμπησα κάμποση ώρα υποβρυχίως και αναδύθηκα

Ο θάνατος του μεγάλη απώλεια. Ακόμη και για όσους τον ηξεραν λίγο, αλλά τον συμπαθούσαν πολυ. Οπως εγώ και κάποιοι άλλοι που βρεθήκαμε , συμπτωματικά στον σύντομο δρόμο του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Για καλύτερη ενημέρωση, μπορεί να δει κανείς το σχόλιο της Monika Kam στο κείμενο του Σ.Καμάρη «Το φακελάκι», που υπάρχει στο αφιέρωμα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!