Στον Καββαδία η θάλασσα, αν και συνεχώς παρούσα,δεν είναι ούτε μια φορά το σκηνικό όπου μέσα, ας πούμε, από τη μανία των στοιχείων της φύσης, προβάλλεται η εικόνα του δυνατού, που αντιπαλεύει και νικά ακόμη κι όταν ηττάται. Δεν τον συγκινεί η δύναμη, τον απωθεί η αποφορά της εξουσίας που αναδίδει. Είναι υπερασπιστικός της αδυναμίας και συμπονετικός των ανίσχυρων – που βρήκαν το δίκιο τους στην ποιησή του.
Πιστεύει μόνο στη δύναμη της εξομολόγησης.Εξομολογείται- δεν απολογείται. Θα πρέπει να ξεχώριζε τους ανθρώπους από το αν ήταν ικανοί ή όχι να αντιληφθούν αυτή τη διάκριση. Όπως και να τους λογάριαζε για φίλους- και έκανε πολλούς φίλους στη ζωή του ο Καββαδίας- απ΄ότι ήταν ικανοί να εκτιμήσουν τα καράτια του χιούμορ του. «¨Ηταν φίλος μου ο Σεφέρης, μα δεν ξέρω αν ήμουν και γω δικός του», έλεγε γράφει ο Μήτσος Κασόλας στην «ΑΥΓΗ» της 16.2.1975- και θυμόταν κάποτε στη Βηρυτό είχε περάσει το νομπελίστα «από ένα δρόμο πήχτρα στις ελληνικές σημαίες» κι όταν ο Σεφέρης αποθαύμασε που είδε τόση Ελλάδα, του αποκάλυψε πως ήταν η γειτονιά με τα «ελληνικά» κακόφημα σπίτια.»Θύμωσε» ο Σεφέρης.» Κύριε, μου λέει, » ή εσείς θα κατεβείτε απ΄το αμάξι ή εγω «. «Κατέβηκα εγώ.»
Δεν ήταν φαρσέρ, μάλλον ανταπέδιδε στη ζωή τις φάρσες της, πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα: μια φορά μου είπε, ένας μπάρμπας μου είχε πολλά λεφτά: «μια δεκάρα να βάζεις την ημέρα στην άκρη». Έβαζα κι εγώ μια δεκάρα.Πέρασαν χρόνια, του δειξα κάτι τσουβάλια. «Τι είναι αυτά;» – Οι δεκάρες του λέω, μπάρμπα.Θύμωσε ο Γιαννουλάτος ο κακομοίρης.
(…)
(Από το αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ 26.2.1999)
…μα έχουν να πουνε οι συντρόφοι
πως ότι κι αν εδούλεψα στα ξένα
-δεν ξέρω ίσως έχουν δίκιο οι ανθρώποι-
στα καμπαρέ επήγανε και στην ταβέρνα…..
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
Μου αρέσει!Μου αρέσει!