
Από το πρώτο ταξίδι του Νικου Καββαδία στην Κρήτη φάνηκε η εξομολογητική του διάθεση, η ανάγκη να μιλήσει για ότι τον έκαιγε εκείνον τον καιρό. Η άμεση προσαρμογή του στη νέα παρέα ήταν αναμενόμενη, ανοικτός προσφερόμενος όπως ήταν, δεν δυσκολευόταν πουθενά. Και στο Ηράκλειο ερχόταν από δυο φίλους στενούς και συνοδευόταν από ένα κορίτσι, που θ’ αργήσουμε να μάθουμε τ ονομά του. Η ηλικία δεν φανηκε να δημιουργεί καμιά διαφορά, ήταν ένας ακαθόριστης ηλικίας άνθρωπος, μα όχι μεγάλος, δεν είχε καμιά σχέση με τον συνήλικο του πατέρα μου, που ήταν γερασμένος – παππούς πιά-όπως λένε σήμερα.
Ενας άντρας πολύπειρος, ταξιδεμένος, ευπρόσιτος, γλυκός, που μιλούσε χαμηλά, με ένα τρέμουλο στη φωνή του που κάποτε ακουγόταν συγκινητικά , σαν ήχος βιολοντσέλου σε χαμηλές νότες. Ο Γιάννης Αλεξανδράτος και ο Γιώργος Ζ. που μας τον έστειλαν δεν φανταζόταν ίσως πως θα έβρισκε εδώ, ιδανικές συνθήκες για την ολιγοώρη παραμονή του, δεν θα ήξεραν και τι ακριβώς του συνέβαινε.

Μετά τα πρώτα βήματα στο βενετσιάνικο λιμάνι του Ηρακλείου και την επίσκεψη στον Καζαντζάκη, το μεγάλο φίλο του στην ψηλή Ντάπια του Μαρτινέγκο, στη Μαρία το ταβερνάκι ναυτών και λιμενεργατών. Η ταβερνιάρισσα, από τις καλύτερες εικόνες της μνήμης του Μαραμπού, τον υποδέχθηκε όπως ταίριαζε στον ποιητή , λες και ήξερε από στίχους και βιβλία. Μετά τα πρώτα ρακάκια, την μικρή ιστορία με τον Καζαντζάκη

-τον επισκεπτόταν στην Αντίπ, ο κρητικός συγγραφέας εκτιμούσε κι αγαπούσε τον Καββαδία, του ζητούσε να του φέρνει καινούρια ποιήματα του. Σε κάποιο ταξιδι ο Μαραμπού του έδωσε ένα φύλλο με στίχους του. Ο Καζαντζάκης όμως είχε μνήμη ελέφαντα, αφού το κοίταξε μια στιγμή τον επιτίμησε: «αυτό είναι δημοσιευμένο» και τον τιμώρησε… δεν του χάρισε κάποιο βιβλίο του εκείνη τη φορά.-
Ήρθε η ώρα της πιο προσωπικής συζήτησης, όπως γίνεται πάντα στις νεανικές συντροφιές, οινοπνεύματα κι αισθήματα και στίχοι και στην Κρήτη μαντινάδες. Μα αυτήν τη φορά υπήρχε ένας αληθινός ποιητής, που ήθελε να μιλήσει σαν κοινός θνητός, σαν εργάτης της θάλασσας, να πει τους καημούς του, να ονομάσει και πρόσωπα και πράγματα. Και η μικρή του φίλη, με το θεϊκό όνομα, προστέθηκε στην συντροφιά μας και θα μείνει έως το τελευταίο του ταξίδι. Ήταν ένας έρωτας παθιασμένος, ζωντανός, αληθινός που τον ζηλεύαμε. Νοιώθαμε μεγάλο σεβασμό και συμπάθεια στο κορίτσι του ποιητή – ήταν η φίλη των πιο προσωπικών του στιγμών, είδε τις άγνωστες πλευρές του, μας άρεσε μας συγκινούσε την αγαπούσαμε. Κι επιβεβαίωνε τις ιστορίες του Καββαδία, δεν ήταν πια χαμένες στην αχλύ του παραμυθιού, ήταν πραγματικές, χωρίς την παραμικρή αμφιβολλία. Ζήσαμε αυτό το μεγάλο ρομάντζο, με όλες τις σημαντικές πλευρές του, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια – φίλοι συμπαραστάτες, αλληλέγγυοι στην κάθε δυσκολία, στις αναπόφευκτες αντιδράσεις. Και κάθε τι πολύ προσωπικό έσβηνε από τη μνήμη μας, όπως ξεχνάμε τις ερωτικές ιστορίες των προσώπων που συνδέονται μαζί μας- δεν αφορούν άλλους, ακόμα και το όνομα της κοπέλας, το μάθαμε από δημοσιέυματα των επιστολών της και όχι από την αφιέρωση στο FATA MORGANA.

Ζωγραφιά 20 χρονου σπουδαστή, για το FATA MORGANA στην δεκαετία του 1990
_____________________________________
Ο Καββαδίας, αισθανόταν πάλι την εύνοια της τύχης, αυτός ο συνηθισμένος στις κόντρες του καιρού, ένοιωσε την αλλαγή, όπως κάποτε αθώος εικοσάχρονος, κατάλαβε όταν η Μοίρα του έδειχνε μιαν απροσδόκητη διέξοδο και την ακολούθησε χωρίς σκέψεις περιττές και συζητήσεις. Και τώρα μπήκε στην περιπέτεια χωρίς δισταγμούς και σταθμίσεις, μα δεν ήταν θαλασσινό ταξίδι αλλά διαδρομή σε άγνωστες στεριές, σε βουνά και ποτάμια. Έγινε αυτό που φοβόταν και λαχταρούσε μια ζωή, όταν τριγύριζε τον κόσμο, μα δεν έμπαινε σ΄ορισμένες περιοχές, που (νόμιζε ότι) ήταν βατές γιά όλους τους άλλους .

Και η έμπνευση είναι τώρα δυνατή, προκαλούσε θύελες και στίχους που δεν άντεχαν τις παραδοσιακές φόρμες, το ποίημα Fata Morgana, χωρίς καμιάν ανάλυση, δείχνει τη δραματική πλευρά των μεγάλων αισθημάτων , την απελπισία και την ματαιότητα του έρωτα, το ανέφικτο μιας μόνιμης και σταθερής ιδανικής σχέσης. Μα ο κουρασμένος ναύτης, που δεν έβρισκε στη θάλασσα και τα λιμάνια ανάπαυση και η φαντασία και τ΄όνειρο τον έκαναν να συγκρούεται με την πραγματικότητα που έμοιαζε σιδερένιο καράβι, ήξερε πως η Μοίρα του έστειλε το τελευταίο σωσίβιο στην τρικυμία, δεν είχε σημασία αν ξεπερνούσε τα όρια, αν καθιστούσε μεταφυσική την κάθε του παρόρμηση κι η ποίηση του εγκατέλειπε την ρελιστικό της περιεχόμενο.
Το «ΤΡΑΒΕΡΣΟ» πρόσθεσε την τρίτη εικόνα στο έργο του, σύνθετη, πολυποίκιλη, υπερβατική, δημιουργεί μαζί με το «ΜΑΡΑΜΠΟΥ» και το » ΠΟΥΣΙ» το τρίπτυχο του Καββαδία, που θα τον ταξιδεύει σ΄όλους τους καιρούς