
Η μαύρη επέτειος της 21ης, μας έφερε στο ΑΝΤΙ στα πρώτα του τεύχη. Τότε που στη συντακτική επιτροπή του συμμετείχαν Ο Νίκος Γιανναδάκης, , ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Πέτρος Ευθυμίου κι ο Γιώργος Σεφερτζής. Το πρώτο αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία το Μάιο του 1975, περιλαμβάνει κείμενα των : Α.Αργυρίου, Κ.Μαυρουδή, Δ.Χριστοδούλου, θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα .

(…) Τελικά η ποίηση του δεν ήταν από δεύτερο χέρι. Πιθανώς γιατί όταν μερικοί από τους άλλους έβλεπαν ως επιβάτες τα (μεθυσμένα ή μη) καράβια, εκείνος τα αντιμετώπιζε από τη μεριά του πληρώματος. Στα φορτηγά κυρίως καράβια που δούλευε από τα 19 χρόνια (κι όχι στα εξωραϊσμένα από τους τουρίστες επιβατικά) η ζωή είναι ανάγκη, επάγγελμα και θαλασσοπνίξιμο.Και επειδή τα φορτηγά παραμένουν αρκετό διάστημα στα λιμάνια(για φόρτωμα κα ξεφόρτωμα)αναπτύσσονται σχέσεις(…)Επειδή είναι βραδυκίνητα και τα ταξίδια τους διαρκούν πολύ, η ζωή μέσα σε αυτά καταλήγει να έχει τη μορφή μιας ιδιοτυπης πολιτείας. Όλα αυτά αποτελούσαν (και από την πλευρά της ζωής)υλικό από πρώτο χέρι. Πίσω από τα περιγραφικά(…)αυτά ποιήματα, δηλωνόταν ένα ανθρώπινο πρόσωπο που ανέπνεε τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις των καταστρωμάτων και των λιμανιών. Ο εξομολογητικός τόνος είχε πραγματικά ερείσματα.(…) τα βαθύθερα κοιτάσματα ήταν γνήσια.(…)
Κώστας Μαυρουδής ποιητής
(…)Ο Ν.Καββαδίας στάθηκε ο έσχατος που στο πρόσωπό του, τόσο απόλυτα ταυτίστηκε η ζωή σε κάθε νήμα και κραδασμό του έργου του. Ο τελευταίος μιας σπάνιας οικογένειας που η προσφορά της δεν ήταν παρά η αμεσώτατη αντανάκλαση της θαυμαστής ζωής της. (…)
Ο ποιητής του «Μαραμπού» δεν είναι ο ενάρετος ταξιδευτής του βαγονιού Α’ θέσεως. Μα ούτε με τους Γάλλους «αμαρτωλούς» θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως αγγίζει, παρορώντας την ιδιόμορφη «διαφθορά» του Καββαδία, τη φερμένη κατ΄ευθείαν από μια ματιά αγαθή, παιδική κι ανεξίκακη.
(…)μέσα στον πολυσύλλαβο στίχο του, κομίζει έναν καρπό, σπάνιας ποιητικής αισθήσεως, δεμένης στη γοητεία του μακρινού και του εξωτικού. Η νοσταλγία του, η ρέμβη, η φανατσία-λεπτότατες απηχήσεις γοητευτικών χώρων-λικνίστηκαν σε διαστάσεις με ποιότητες μοναδικά μουσικές. Αυτός ο μεγάλο ράθυμος στίχος, μας έφερε συμφιλιωμένα την υποβολή και την αβρότητα, τη γοητεία και το ελεγείο, την αμεσότητα και το ονειρικό.Τη βαθιά αίσθηση του μυστικού και του φιλαπόδημου.(…)
(…) Αν ο ποιητής είναι πάντα ένα δίβουλο πρόσωπο, άτεγκτα προορισμένο να θρυματιστεί από το χρόνο, ίσως είναι κλήρος λυτρωτικός κλήρος της πραγματοποιημένης αναχώρησης και ποθεινό πρόσχημα της συνεχούς φυγής, που αξιώθηκε ο άνθρωπος Καββαδίας.
(…)Ο ποιητής μας εκόμισε τη μονδική ίσως , λυρική έκφραση της ναυτικής παράδοσης ή , τουλ΄άχιστον, τηε ψυχογραφίας του ναυτικού «από τα μέσα», με βεβαιωμένη αυθεντικότητα και ηλικρίνεια. Καιγια όσους θα φοβούνταν ότι η ψυχογραφία αυτή κινδυνεύει εδώ κι εκεί να είαι περισσότερο χρώμα παρά αίμα, το «πούσι»προλαβαίνει να υποβάλει τόνους βαθιάς βιωμένης πικρίας και ένα, φορές, τραγικό ανατρίχιασμα φθορά και θανάτου.(…)