ΜΕΡΟΣ Β΄
Γιάννης Σακελλαράκης, Από το Ανάκτορο Ζάκρου στο μεγάλο συγκρότημα της Ζωμίνθου
Το καλοκαίρι του 1963 τέλειωνε χωρίς καμιά σταγόνα βροχής κι άρχιζε η ανασκαφή στην ακτή της Ζάκρου (τρίτη χρονιά) που θα κρατούσε ένα μήνα περίπου – χρηματοδότες ένας Αμερικάνος ( Leo Pomerance) και το πάντα φειδωλό ελληνικό Δημόσιο και υπεύθυνος ο εγνωσμένης αξίας αρχαιολόγος και πρώην έφορος του Μουσείου Ηρακλείου Νικόλαος Πλάτων (έγινε καθηγητής μετά Πανεπιστημίου κλπ).
Εργάτες τεχνίτες επιστήμονες και ο αρχηγός της αποστολής, σε μιαν απολύτως ιεραρχημένη σειρά, εγκαταστάθηκαν στην απόμακρη περιοχή, που δεν διέθετε παρά ένα κτίσμα και καφενεδάκι. Κατασκευάσθηκαν παραπήγματα, “τσιγγάνικου” τύπου, με πολύ πρόχειρα υλικά, για τις ανάγκες νυχτερινής ανάπαυσης, τη μέρα ήταν αδύνατο να παραμείνει κανείς σ αυτά τα κουτιά που έμοιαζαν με απαραπήγματα εξορίστων. Εν τούτοις δεν υπήρξαν παράπονα από τους εργαζόμενους, ούτε και από το ζεύγος των νεονύμφων (Σακελλαράκηδων) αν και ο διευθυντής της αποστολής είχε βρει ένα πιο αξιοπρεπές κατάλυμα, για τον ίδιο και την οικογένεια του ( την γυναίκα του και το νήπιο τέκνο του), που διέθετε και χώρο για φιλοξενουμένους.

Τίποτα υλικό δεν μετρούσε εκείνην την εποχή, που ο πιο μεγάλος ο Γιάννης Σ. πλησίαζε τα 30 χρόνια του και οι πιο πολλοί στα 20 περίπου , βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάθε ρεαλιστική εκτίμηση του βίου μας-και νομίζαμε ότι είχαμε βρει το κλειδί που θα έλυνε όλα τα προβλήματα, ότι δεν θ΄αργούσε να ανοίξει ο δρόμος της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας, για όλους.
Και όταν έφταναν οι πολιτικές ειδήσεις(με το σταγονόμετρο), αντιδρούσαμε ομαδικά και ανεξαρτήτως τοποθέτησης-κι όταν συνελήφθη ο Στρατηγός Μήτσου, τραγουδούσαμε ευχαριστημένοι “Τέσσερις στρατηγοί κινούν και πάν…”ο Σακελλαράκης , επιφανειακά συντηρητικός (από παράδοση) και αληθινά δημοκρατικός (από επιλογή), δεν δυσκολευόταν να συνοδεύει την αυτοσχέδια χορωδία, στο πασίγνωστο τραγούδι του αγαπημένου του Μάνου Χατζηδάκι.

Κι όταν έκλεισε το εργοτάξιο της ανασκαφής, αφού το επισκέφτηκαν διασημότητες της δημοσιογραφίας και της τέχνης (Χρίστος Λαμπράκης κλπ), το νεαρό ζεύγος εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, και δεν άργησε να βρεθεί στο κέντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της επαρχιακής πόλης.
Κι επειδή ξεχείλιζαν από νιάτα και ομορφιά, γοήτευσαν τους κατοίκους και άνοιξαν όλες οι παρέες για να τους υποδεχθούν. Από τις αριστερές φοιτητικές ομάδες (που ήταν της μόδας τότε) στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών, από τους εύπορους εμπορομεσίτες και τους ξενοδόχους στους τεχνίτες και τους εργαζόμενους του Μουσείου Ηρακλείου.
Υπήρχαν και γκρίνιες και μεμψιμοιρίες και η γνωστή κακεντρέχεια και ζήλια που έψαχναν ελαττώματα και κουσούρια ματαίως.

Επιμελητής του Μουσείου Ηρακλείου ο Γιάννης Σακελλαράκης με Έφορο τον σοφότατο Στέλιο Αλεξίου, ενδιαφέροντες και οι δυο και τελείως ασύμβατοι χαρακτήρες, δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν στα γραφεία και εστάλη ο υφιστάμενος στις Αρχάνες να ερευνήσει υπάρχουσες τρέχουσες υπηρεσιακές υποχρεώσεις.
Και μόλις πάτησε την περιοχή ο νέος Επιμελητής, όπου άγγιξε πρόβαλαν σημαντικές αρχαιότητες και στοιχεία.
Στην καρδιά του παραδοσιακού ιστού του οικισμού των Αρχανών, κάτω από πολύ σημαντικά νεότερα σπίτια – μνημεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αποκαλύφθηκαν τα ίχνη Μινωϊκών κτισμάτων ανακτορικού τύπου. Ο νεαρός ανασκαφέας επιβεβαίωνε την υπόθεση του Έβανς για ύπαρξη “θερινών ανακτόρων” στην περιοχή αυτή και δεν θ’ αργήσει να ανακαλύψει ολόκληρο το Μινωϊκό Νεκροταφείο στο Φουρνί και βέβαια την περίφημη ανθρωποθυσία στην Ανεμοσπηλιά.
Η ευρεία δημοσιότητα των ανακαλύψεων και η επιστημονική (και όχι μόνο) αξία των πολύτιμων ευρημάτων , θα καταστήσει επώνυμο τον νέο αρχαιολόγο, που δεν θ’ αργήσει να γίνει διάσημος στον τομέα του.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό, όπου βρέθηκε αποκάλυψε (όπως λέει ο Πικάσο : εγώ δεν ψάχνω, βρίσκω) απίθανα πράγματα και συνδέθηκε με τον τόπο και του ανθρώπους. Συνέπεσε και συγκρούσθηκε, άνοιξε δρόμους, με μύριες δυσκολίες. Τα κατάφερε με μεγάλη υπομονή και άπειρους κόπους να επέμβει ουσιαστικά και καίρια για να σωθούν πολύτιμα αντικείμενα και απομεινάρια του παρελθόντος, να προστατευθούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα και ο χώρος και να συνδεθούν με την σύγχρονη ζωή μας, να “αξιοποιηθούν” όπως θα’λεγαν οι τεχνοκράτες με τρόπο που να σέβεται τις αξίες που αντιπροσωπεύουν.

Από τις Αρχάνες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα αντιμετωπίσει την πιο σκληρή “επιστημονική¨πραγματικότητα, τον κατεστημένο νεποτισμό και την ακαδημαϊκή αθλιότητα. Θα επιστρέψει στη Κρήτη και θα ανεβεί στα βουνά αυτήν τη φορά. Στο Ιδαίον, που είχε ανασκαφεί πολλά χρόνια πριν, θα ψάξει στα υπολείμματα των άλλων. Και όπως συνήθως αυτός βρίσκει πολλά, ότι δεν είδαν οι άλλοι.

Τα Ανώγεια θα τον αγκαλιάσουν, πιο θερμά από τους “αστούς” καμπίτες Αρχανιώτες, ταιριάζει ίσως πιο πολύ στον χαρακτήρα και το ήθος τους. Και πριν τελειώσει με το Μέγα Σπήλαιο θα σκοντάψει στη μέση του δρόμου Ανώγεια- Νίδα, εκεί που υπάρχει νερό (πηγή) και αναγκαστική στάση.
Και δω στο απίθανο βραχώδες “πουθενά”, θα ανασκάψει ένα κτίριο τεράστιων διαστάσεων, στη Ζώμυνθο, έτσι ονομάζεται το μέρος.
Τέρμα και αφετηρία, η Ζώμυνθος. Έχει κατέβει από το ιερό σπήλιο, έχει αποκαθαρθεί από κάθε άγος, μα δεν προτίθεται να πάει πάλι στα χαμηλά μέρη, στα θερινά Μινωϊκά Ανάκτορα και στις τρυφηλές παρέες και τις καλλιτεχνικές απασχολήσεις.
Η Ζώμινθος απέκτησε σημασία και δεν άργησε να δεχθεί «αξιοποιήσεις», έτσι έγινε το εκκλησάκι του Λουδοβίκου-ανεκτή κατασκευή , αλλά και το σκοπευτήριο-απολύτως απαράδεκτη-που του προκάλεσε οργισμένη αντίδραση.
___________________________________________________
Εδώ στο βουνό, βρίσκει ότι έχει ανάγκη αυτόν τον καιρό, ησυχία, άνεμο και περηφάνια. Χώρο για τις σκέψεις του για να σχεδιάσει το μέλλον, γιατί με τόσα που πέρασε, ξέρει πια τι θα πρέπει να συμβεί.
Θα λείπει, μα δεν θα σταματήσει τίποτα, όλα θα πάνε όπως προγραμματίζει, η ζωή θα συνεχίζεται, με ανασκαφές στα βήματά του με ανακαλύψεις σημαντικές, που θα κάνουν τον κόσμο να μένει έκπληκτος.
Ο Μινωϊκός πολιτισμός, έχει ακόμα πολλά να δείξει…