Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΘΩΜΑ ΦΑΝΟΥΡΑΚΗ
Το «έτος Καββαδία» τελειώνει με ένα ακόμα αφιέρωμα, από την «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» (27.11.2010) με πολλές σελίδες, μα όχι πολύ σημαντικά νέα στοιχεία για τον ποιητή των «ανοιχτών οριζόντων. Πιο πολύ πρόσθεσε στις γνώσεις μας η έκδοση της αλληλογραφίας του με τον Μ.Καραγάτση, που φώτισε την προσωπική ζωή του Μαραμπού αλλά και έδειξε τις συνδέσεις του στο χώρο της λογοτεχνίας και τις σχέσεις του με σημαντικούς συναδέλφους του.
Μα όταν τον σκεφτόμαστε γυρίζουμε πίσω, στην κρίσιμη χρονιά του 1974, όταν ο Καββαδίας με το “Aquarius” ακολουθούσε το σταθερό εβδομαδιαίο δρομολόγιο ΠΕΙΡΑΙΑΣ – ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ και έμενε πολλές ώρες (3μ.μ. – 8 μ.μ.) στο Ηράκλειο, ένα από τα τουριστικά μέρη του προγράμματος του κρουαζιερόπλοιου.
Η άνοιξη του 1974 ήταν παράξενη, σαν ν’ άλλαζε ο καιρός κι ο πολύπαθος τόπος μας σαν να ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο. Δεν καταλαβαίναμε πολύ, μα νοιώθαμε λίγο καλύτερα, η παρουσία του Καββαδία τα περίφημα Σάββατα μας έδινε κουράγιο και κέφι – γιατί δεν μας ενοχλούσε κανείς – ούτε ενδιαφέρθηκε -για την παρουσία του αριστερού λογοτέχνη, και ο Μαραμπού ήταν απλός , αυθόρμητος, φιλικός και εγκάρδιος και έκανε την νεανική παρέα μας να πετάει στα σύννεφα με ιστορίες παράδοξες και αισθαντικούς στίχους.

Συνήθως μαζευόμαστε μπροστά από το Λιμεναρχείο αρκετοί, μα εκείνη τη μέρα , θα ταν Ιούνιος πια,- ποιος ξέρει για ποιο λόγο – βρέθηκα μόνος με τον ποιητή του «Μαραμπού και Πούσι». Είχα φροντίσει, να υπάρχει κάποιο μεταφορικό μέσο, το λιμάνι δεν ήταν τόσο κοντά με το κέντρο της παλιάς πόλης, η ανηφόρα της στροφής προς την 25η Αυγούστου θα κούραζε τον μεσήλικα Καββαδία, που του περίσσευαν κάποια κιλά. Μα δεν είχα κάνει καλή εκτίμηση, δεν είχα διαλέξει μα το μόνο που μπόρεσα να βρω, ήταν ένα “Σολεξάκι” δηλαδή μικρό λιλιπούτειο μηχανάκι, σαν μικρογραφία βέσπας. Όμως η διαδρομή προς την Πλατεία των Λιονταριών τροποποιήθηκε, αποφασίσαμε μετά από μια στάση στη “Μαρία”το ταβερνείο του λιμανιού, να επισκεφτούμε τον ζωγράφο Θωμά Φανουράκη, αρκετά χιλιόμετρα μακριά στην γέφυρα του “Μπεντεβή”
Η Μαρία μας υποδέχθηκε εγκάρδια, χωρίς να γνωρίζει τον ποιητή, από την παράξενη χαμηλή φωνή τη σπίθα στα μάτια, την γοργόνα που ήταν στιγματισμένη στο μπράτσο του – φαινόταν ναυτικός και διανοούμενος (διαβασμένος έλεγε) . Ο ποιητής ένοιωσε κι αυτός την ιδιαιτερότητα της Μαρίας, απολάμβανε την περιποίηση της, στο φτωχικό μαγαζί των εργατών- ένα ποτό στο τραπέζι που δεν είχε τραπεζομάντηλο, και μια μαριδούλα ξεροψημένη.

Εγκαταλείψαμε το μαγαζάκι πριν τις 5, ο ζωγράφος είχε ειδοποιηθεί και μας περίμενε. Με το ασήμαντο μηχανάκι, που έμοιαζε παιδικό, δυο ενήλικοι άνδρες ξεκίνησαν για την διαδρομή του Αη Γιάννη. Έτριζαν οι άξονες των τροχών, έκατσε -σχεδόν ακούμπησε στο έδαφος το “σολεξάκι”, μα ξεκίνησε την απερίσκεπτη πορεία του.
Ο Θωμάς Φανουράκης υποδέχθηκε τον ποιητή με μεγάλη θέρμη, που δεν ήταν συνηθισμένη σ΄αυτόν τον στεγνό, συγκρατημένο άνδρα. Ο Καββαδίας δεν ήξερε το έργο του ζωγράφου, μα γρήγορα κατάλαβε ότι άξιζε η τέχνη του. Ο ζωγράφος είχε υπ όψη του τον ποιητή, από τον καιρό που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας, Μίλησαν ώρα πολλή, είχαν κοινούς γνωστούς και φίλους στον καλλιτεχνικό χώρο, η αλληλοεκτίμηση ήταν φανερή. Παρατηρούσα τους δυο καλλιτέχνες που δεν είχαν πολλά κοινά. Ηλικιακή διαφορά 5 χρόνων, χαμηλό ύψος – αδύνατος ο ένας γεμάτος ο άλλος . Ανοικτός ο ποιητής κλειστός ο ζωγράφος. Καλόκαρδος ο πρώτος στριμμένος ο δεύτερος.

Κοσμογυρισμένος ο Καββαδίας, ριζωμένος στην Κρήτη ο Θωμάς. Θερμός οπαδός των γυναικών ο Μαραμπού, αντιφεμινιστής αμετανόητος ο Φανουράκης. Εν τούτοις έμοιαζαν σαν παλιοί φίλοι, που είχαν χρόνια να συναντηθούν. Ένοιωθα παρείσακτος, σαν να ενοχλούσα τις συζητήσεις, τις προσωπικές αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα. Μετά από ώρα άρχισαν να περιεργάζονται τους πίνακες, να σχολιάζουν λεπτομέρειες. Ο Καββαδίας έμεινε πολύ σε ένα πορτρέτο, νομίζω της μάνας του Στυλιανού Αλεξίου- εξεθείαζε την επιτυχία του ζωγράφου, σ αυτό το έργο. Μου φάνηκε υπερβολικός, αμάν, δεν ήταν και κάτι τόσο πολύ εξαιρετικό.

Περίμενα κάποια κίνηση ευγένειας του Φανουράκη, το έργο ήταν μικρού μεγέθους και περιορισμένης αξίας, θα μπορούσε να το προσφέρει στον καθόλου εύπορο ποιητή. Δεν το σκέφτηκε καν, κάποιος μου είπε αργότερα, μα αυτός ποτέ δεν δώρησε ούτε σχέδιο με μολύβι,σε κανέναν. Φύγαμε όταν ήρθε η ώρα , το καράβι έφευγε 8 μ.μ. ακριβώς-το μηχανάκι έκανε τη δουλειά του, χωρίς πρόβλημα.
Μετά από μέρες επισκέφτηκα το ατελιέ ξανά και ζήτησα από το Θωμά να τιμολογήσει το έργο που άρεσε στον ποιητή – μου είπε 20.000 δρχ, ακριβά για τότε, μα δέχθηκα. παρακάλεσα να το κρατήσει λίγον καιρό μέχρι να συγκεντρώσω το ποσόν, μου άφησε δυο τρεις μήνες περιθώριο.
Όταν μάζεψα τα χρήματα , ζήτησα από τον ζωγράφο το έργο – μα το πούλησα , είπε, σε τριπλάσια τιμή, στον Λεωνίδα (ήταν ο ανεψιός του)
Οι σχέσεις με τον ζωγράφο, είχαν δεχθεί ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Ωραία και ενδιαφέρουσα αφήγηση Βασίλη! Εδώ στην Αθήνα τον συναντήσαμε για τελευταία φορά λίγο αργότερα, όταν έφυγε από αυτό το καράβι……
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Σε συζητήσεις μου με τον Θωμά σχετικά με την ποίηση του Ν. Καββαδία αυτό που είχα αποκομίσει ήταν ότι ο Θωμάς δεν την εκτιμούσε, μάλλον υπερεκτιμημένο θεωρούσε τον ποιητή. Σε αντίθεση με τον Σεφέρη.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!