Στέλιος Καστρινακης: Η ΠΑΡΕΑ ΤΩΝ ΦΥΓΑΔΩΝ ΚΑΙ ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Το τέλος του 2010 το σημάδεψε (στην πόλη μας, ένα κέντρο της λεγόμενης περιμέτρου) το βιβλίο του Στέλιου Καστρινάκη, «Η ΠΑΡΕΑ ΤΩΝ ΦΥΓΑΔΩΝ ΚΑΙ ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ». Έφτασε στα χέρια μας στις 10 Δεκεμβρίου ζεστό, σαν φρέσκο ψωμί – όπως θα΄λεγε ο ρομαντικός φίλος μου Μ.Φ., ποιητική αδεία. Με τον συγγραφέα γνωριζόμαστε αλλά όχι καλά, η μικρομέγαλη πόλη μας δημιουργεί προϋποθέσεις επαφής σ ένα πρώτο επίπεδο σε μεγάλη κλίμακα, το σχολείο, το επάγγελμα, η πολιτική και κοινωνική ζωή, συνδέουν μα σε πολύ χαλαρή σχέση. Έτσι ξέρω τον Σ.Κ. από πολλά πολλά χρόνια, από τα φοιτητικά έδρανα, στα οποία βρεθήκαμε μαζί αλλά σε άλλα ιδρύματα και σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις και σπουδές. Επειδή ήταν αρκετά μεγαλύτερος, η σχέση ήταν μονόπλευρη στην αρχή, οι μικροί γνωρίζουν τους πρεσβύτερους, αργότερα κάποιο ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος μας έφερε κοντά, ως επαγγελματίες διαφορετικών τελείως ειδικοτήτων που έπρεπε να συμπράξουν, γίναμε σχεδόν φίλοι. Η έκφραση δεν είναι σωστή, όμως κάπως έτσι είναι γιατί, ενώ δεν βλεπόμαστε τακτικά δεν υπήρξαμε ποτέ ομοτράπεζοι, αρχίσαμε από κάποια στιγμή και μετά, όταν συναντιόμαστε (γινόταν περιστασιακά) να ανταλλάσσουμε ιδέες σκέψεις και πληροφορίες, σε θέματα ανεξάρτητα των ειδικών επιστημονικών μας γνώσεων, δηλαδή πέραν του επαγγέλματος, οι τέχνες φάνηκε να συγκινούν αμφοτέρους – και να προσφέρουν ανεξάντλητο πεδίο αναλύσεων και τοποθετήσεων.
Από τα νεανικά χρόνια πρόσεχα τον συγγραφέα, που παρουσίαζε μιαν ασυνήθιστη ιδιαιτερότητα, ενώ προερχόταν από πολύ πλούσια οικογένεια (δεν ήξερα κι άλλον με παρόμοια καταγωγή) ήταν απλός και προσηνής. Και κύλησαν τα χρόνια ωρίμασε ο καιρός…
Όταν “ενέβασε” μια θεατρική παράσταση με τους συναδέλφους του(δικηγόρους), τόλμησε μάλιστα Τσέχωφ, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ο γόνος των πιο εύπορων στρωμάτων της πόλης μας δοκίμαζε μια τέχνη που άρεσε μεν στους αστούς, που απεχθάνονταν όμως κάθε σχέση προσωπική ή συμμετοχή σε θιάσους και παραστάσεις. Η επιτυχία του ήταν αναμφίβολη, μα δεν είχε συνέχεια, γιατί εντάχθηκε σε άλλο σχήμα του συλλόγου του και έγινε απλός ηθοποιός, εξαίρετος καρατερίστας – πάλι δρέποντας δάφνες .
Το βιβλίο είναι ίσως η τρίτη δημιουργική του προσπάθεια σε έναν πιο διακεκριμένο χώρο, στην λογοτεχνία. Τα αποτελέσματα και πάλι είναι πέραν κάθε προεκτίμησης και προσδοκίας. Η νουβέλα του κερδίζει τον απαιτητικό αναγνώστη και τα διηγήματα του διαβάζονται ευχάριστα. Είναι φυσικό αφού δεν ασχολούμαστε με την κριτική συστηματικά ούτε διαθέτουμε γνώσεις πολλές και προσόντα, να μην μπορούμε να προχωρήσουμε σε αναλύσεις τοποθετήσεις και εκτιμήσεις για την αξία του έργου.

Όμως από την πλευρά του ενδιαφερόμενου αναγνώστη που αποφεύγει τα κακόγουστα κείμενα και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να τον αναγκάσει να διαβάσει κάτι που δεν του αρέσει, μπορούμε να συστήσουμε το βιβλίο στους φίλους του ΑΛΚΜΑΝΑ.
Ο συγγραφέας, αν και κοντά σ αυτό που θα λέγαμε “ρεαλιστική” γραφή (ας είναι αρκετά αυθαίρετος ο όρος, ποιος ρεαλισμός;) έχει γενικές ιδέες που είναι κοντά στο φανταστικό και την ποίηση.
Πρωτοτυπία στην γενική ιδέα, ομαλή διήγηση, απαλή γραφή χωρίς ακρότητες(μας ενόχλησαν μόνο ένα δυο λέξεις του προφορικού λόγου, που προτίμησε για να ζωντανέψει κάποιους διαλόγους). Αν το θέατρο προσφέρει τέρψη πνευματική και διασκέδαση όχι πάντοτε και όχι αναγκαστικά υψηλού επιπέδου, η λογοτεχνία περιορίζεται στην αληθινή πνευματική χαρά και απόλαυση, σε επίπεδο που δεν εφάπτεται του εδάφους.
Ο γνωστός δικηγόρος, που πριν λίγα χρόνια υπήρξε και πρόεδρος της ένωσης των δικηγόρων – δοκίμασε έναν νέο εκφραστικό τρόπο για να μιλήσει σ΄ένα ευρύτερο κοινό, για να μεταφέρει εμπειρία και γνώση, χωρίς την επιστημονική βοήθεια και την νομική εμβρίθεια. Χρησιμοποίησε τον λογοτεχνικό λόγο, ένα αμφίβολο δηλαδή και δύσκολο πολυμεταχειρισμένο καλλιτεχνικό μέσον, έχοντας πλήρη γνώση (και συνείδηση)των κινδύνων της προσπάθειας και τα κατάφερε τελικά και να αρθρώσει έναν “ανθισμένο” λόγο και να μας συγκινήσει.