(κείμενο αφιερωμένο στον Κώστα Δ.Νταντινάκη)

Φίλος δεν έθεσε έτσι το ερώτημα, αλλά όχι και πολύ διαφορετικά. Γιατί δεν σας αρέσει ο ποιητής της Θεσσαλονίκης που τα τελευταία χρόνια έγινε πολύ αγαπητός στους Νεοέλληνες; Αφού πεζολογικός είναι κι ο Καβάφης και ρεαλιστικός με κάποιο τρόπο και με αισθηματικές προτιμήσεις αντίστοιχες, θα σβήσουμε κι αυτόν και όλους τους ποιητές με παρόμοια στοιχεία; Όχι προς Θεού, δεν διανοηθήκαμε κάτι τέτοιο, μόνο προσωπικές εκτιμήσεις εκφράζουμε καμιά φορά, επειδή δεν έχουμε διάθεση να συμφωνούμε με τις τηλεοράσεις και την τρέχουσα δημοσιογραφία, που ενώ δεν σέβονται αρκετά τους καλλιτέχνες δεν δυσκολεύονται να τους χρησιμοποιούν, όπως όλες τις βεντέτες της δημοσιότητας, που αναδεικνύουν και μεγαλώνουν και τις τρώνε μετά με την ησυχία τους. Ο Χριστιανόπουλος χρόνια πολλά στο χώρο της λογοτεχνίας, μόλις έφτασε στα ψηλά ρετιρέ της ηλικίας, ανακαλύφθηκε από τα ΜΜΕ και παρουσιάσθηκε ως ο σημαντικός ποιητής, προβλήθηκε και εξωθήθηκε σε δηλώσεις και τοποθετήσεις και (αυτο)αναλύσεις του έργου του. Τον τιμούμε και το σεβόμαστε απεριόριστα, ως εργάτη μιας τέχνης υποτιμημένης και λοιδωρούμενης, μας αρέσει κι ας μας απωθούν συχνά κάποιοι στίχοι του :

«που να φανταζόταν
πως ο μικρός γιος του
θα΄βγαινε φλώρος»
Και η θεματογραφία του ορισμένες φορές, δεν φταίει βέβαια η ιδιαιτερότητα καθόλου μα η πεζότητα και ο «ρεαλισμός», ο έρωτας δεν είναι ανάπηρος για να χρειάζεται δεκανίκια και τεχνικές, δεν αρκούν πάντα οι περιγραφές των πεζοδρομίων : μπορεί να είναι, για να θυμηθούμε άλλον ποιητή που δεν έκρυψε τις ειδικές προτιμήσεις του : «μια μουσική ορατή/ κι απτή και στέρεη…(Αρης Δικταίος: «Το ταξίδι στα ΚΥΘΗΡΑ»)
Μα η ποίηση θέλει «σώμα» όπως ο Έρωτας γι αυτό θα παρουσιάσουμε δυο ποιήματα, ένα του Ντίνου Χριστιανόπουλο κι ένα άλλο του άσημου στιχουργού του Μ.Φούμη – ας κρίνουν οι αναγνώστες πιο τους αρέσει περισσότερο, αφού ξεχάσουν τα ονόματα – η Πρωτομαγιά σήμερα προσφέρεται για αναγνώσεις που δεν είναι πολύ πεζές. Δύσκολα θα πιστέψει κι ο πιο καλοπροαίρετος, ότι ο πρώτος είναι πεζολογικός και ρεαλιστής και ο άλλος υπερεαλιστής.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΕ ΧΑΛΑΣΕ
Χρόνια πολλά τριγύριζα
μονάχος κάθε βράδυ
και τώρα που σε γνώρισα
είμαι σωστό ριμάδι
Χρόνια διψούσα γι άνθρωπο
και λαχταρούσα χάδι
μα τώρα πια συνήθισα
μ΄αρέσει το σκοτάδι
Η μοναξιά με χάλασε
κι είναι η καρδιά μου άδεια (*)
πως να μην νιώθω άβολα
στα τρυφερά σου χάδια;

ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΦΟΥΜΗΣ
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Θα με ξεχάσεις θα το δεις
όταν περάσει χρόνος
θ΄αναρωτιέσαι ποιος περνά
κοντά σου τόσο μόνος
(Όταν καμιά φορά βρεθώ
κοντά στη γειτονιά σου
ανέγνωρος κι αμίλητος
στα μέρη τα δικά σου)
Δεν είναι αυτός π΄αγάπησες
που φίλησες στο στόμα;
Σκυμμένος μέσα στη σιωπή
στη στάχτη και το χώμα
σαν ίσκιος θα σου φαίνομαι
κι αν μ΄αγαπάς ακόμα
Με πεζολογικά στοιχεία οι στίχοι και αρτιότητα- πέραν μιας χασμωδίας (*) που σημειώσαμε (καρδιά μου-άδεια) ξεχωρίζουν οι κατευθύνσεις μα παραμένει καθαρό το αισθηματικό στοιχείο, γιατί το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, ίσως καταστρέφουν αυτό που συνήθως λέμε «ρεαλισμό»-έχουμε την γνώμη ότι στην τέχνη πιστές αντιγραφές δεν υπάρχουν γενικότερα. Από την Αναγέννηση και μετά, ακόμα κι η ζωγραφική δεν αντέγραφε , συνέθετε. Ο Γκρέκο λέγεται ότι είπε όταν τον ρώτησαν γιατί στην απεικόνιση του Τολέδο δεν έβαλε στη σωστή θέση το ποτάμι:»όποιος θέλει την ακριβή θέση ας κοιτάξει το χάρτη της πόλης». Πόσο μάλλον στον γραπτό λόγο.
Και στην ποίηση του Χριστιανόπουλου, η αφαίρεση που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμά της, μειώνει (εξαφανίζει πολλές φορές) τις λεπτομέρειες μα όχι την καθαρότητα στις εικόνες του, άλλοτε πλησιάζει τον υπερρεαλισμό με την τολμηρότητα των μεταφορών του, τότε τον διαβάζουμε και μας συγκινεί.
«άνθος αμάραντο το αίμα…»
(…)
“Φύτεψε τα μάτια σου”
(…)
“Της αγιοτάτης Μητροπόλεως
Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως”
(…)
“δόξα να έχει η μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι”
«Σας αρέσει ο Χριστιανόπουλος;» αισθανόμαστε κάπως προσβεβλημένοι, παρά την απεριόριστη καλή διάθεση του φίλου που έθεσε την ερώτηση. Είναι γιατί δεν μπορούμε να εκφραστούμε όπως αισθανόμαστε, είναι επειδή μας κυριεύει λύπη, όταν κακοποιούνται καλλιτέχνες που αγαπάμε, είναι που όταν καταποντίζονται οι τέχνες, δεν βρίσκουν σανίδα οι ποιητές, βουλιάζει κι ο τόπος.

Διαβάζουμε ξανακοιτάμε γυρίζουμε στην ποίηση, που δεν είναι μόνο “ένας τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας”
μα και ένας μαγικός καθρέφτης, που προσφέρει εικόνες κι αισθήματα που έχουμε ανάγκη, που μας παρηγορεί και μας δίνει κουράγιο. Διαλέγουμε στην κάθε ώρα αυτό που θέλουμε, που μας χρειάζεται ή που μας αρέσει, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις.
Κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, είναι στη βιβλιοθήκη μας, πάντα νεανικός, ειλικρινής και προσφερόμενος με τους ρεμπέτες του ντουνιά του, τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης και κάποιους στίχους του που μας ταιριάζουν ή που απεχθανόμαστε.
“Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους” έγραψε κάποτε ο άλλος Θεσσαλονικιός που μας συγκινεί (Μανόλης Αναγνωστάκης) και στην ποίηση αυτήν “την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου”(κατά τον ίδιον) κάθε τι υπάρχει χωρίς όρους και συνταγές και μόνο για να μας μιλήσει όταν θέλουμε κι όταν ζητάμε καταφύγιο.
Σας αρέσει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος; επανέρχεται το επίμονο ερώτημα – ναι βέβαια τον αγαπάμε – ακόμα κι όταν μας εξοργίζει κάποιος στίχος του.
Από τα καλύτερα κείμενα του Βασίλη στη σελίδα του Alkman. Προσεγμένο, ευγενικό και με τεκμηριωμένη θέση. Ο Ντ. Χριστιανόπουλος στα φοιτητικά μας χρόνια ήταν ένας από τους ελάσσονες ποιητές της Θεσσαλονικιώτικης Σχολής, της παρέας της «Διαγωνίου», και ποτέ δεν έφτασε στο ύψος της Ζωής Καρέλλη, του Τάκη Βαρβιτσιώτη, του Γιώργου Θέμελη, του Μανόλη Αναγνωστάκη κ.α. Ποίηση επιφανειακή,σκοτεινή, ψυχοφθόρα, βιωματική και νοσηρή πέρα από τις χασμωδίες και τα γραμματολογικά μέτρα που τελικά δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Απορεί κανείς πως έχει τόση «πέραση» κυρίως στους νέους, αλλά και σε πάρα πολλούς παλαιούς της ποιήσεως, όπως π.χ. στο Μάνο Χατζηδάκη που τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με τα «Τραγούδια της αμαρτίας» του Χριστιανόπουλου. Κάποια απάντηση σ’ αυτό βρήκα κάποτε ακούγοντας τον Χριστιανόπουλο στη Θεσσαλονίκη να τραγουδεί Τσιτσάνη και στα διαλείμματα ν’ απαγγέλλει στίχους του και να διηγείται τη ζωή του. Ήταν απόλαυση στα προφορικά. Τότε κατάλαβα γιατί μου αρέσει πιο πολύ να τον ακούω παρά να τον διαβάζω. Ο τρόπος (με τη μουσική έννοια), το ύφος, η παραστατικότητα, η πρωτοτυπία στον τονισμό των λέξεων που σε κάνουν να νομίζεις πως κάτι σπουδαίο θέλει να πει, οι «γουρουνισμοί» του -όπως λέει- που σε ξαφνιάζουν, και γενικά ένα είδος γλυκιάς απελπισίας που σου μεταδίδει,αποδεικνύουν εκείνο που πολλάκις υποστηρίζω, ότι δηλαδή η Ποίηση τώρα πια ενώθηκε μέσα από ποικίλους και αναπάντεχους τρόπους με τις παραστατικές τέχνες και ιδιαίτατα με το ζωντανό Θέατρο, και κατάφερε να απελευθερωθεί από την τυπωμένη σελίδα και να μεταβεί ξανά στο αρχέτυπό της, στην Φωνή και το Σώμα του υποκειμένου: του ποιητή, αναγνώστη, ηθοποιού ή performer.Ας`μην ξεχνούμε ότι από μόνο του το Θέατρο που περιέχει το δράμα (Δράμα=δράμα+κωμωδία) είναι μια αυθύπαρκτη μορφή Ποίησης και περιέχει όλες τις μορφές Τέχνης. Κοντολογίς ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι ποιητής όταν τον ακούς και πεζολόγος όταν τον διαβάζεις.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Και τα δυο κείμενα είναι ενδιαφέροντα..Πως γίνεται όμως το σχόλιο να προηγείται ημερολογιακά της αρχικής ανάρτησης και μάλιστα να επ αφορμή αυτής;;;;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Ο γνωστός Δαίμων…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!