
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ : Η ΔΩΡΕΑ
Από τα παιδικά μου χρόνια είχα μιαν καθαρή ιδέα για τη θείτσα μου Μαρία Σ. που ζούσε μακριά, σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη. Όταν έφτασε ένα επείγον μήνυμά της, παραξενεύτηκα , είχαμε πάρα πολλά χρόνια όχι να συναντηθούμε, μα χωρίς την παραμικρή επαφή-ούτε γράμμα ούτε τηλέφωνο. Ανταποκρίθηκα αμέσως στην πρόσκληση της, δυο ώρες με το Ρενώ έτρεχα και σκεφτόμουν τα χρόνια εκείνα, η παιδική μου ηλικία δεν ήταν ούτε όμορφη ούτε συγκινητική…
Η θείτσα μου ήταν το πιο κοντινό μου πρόσωπο τότε. Δεν είχαμε πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας και μοιάζαμε στη φάτσα πολύ (έτσι έλεγαν όλοι) – ήταν η μικρότερη αδερφή της μάνας μου και έζησε μαζί μας έξι εφτά χρόνια όταν τέλειωσε το Δημοτικό, γιατί δεν είχε γυμνάσιο στη περιοχή της, είχε γίνει σαν μεγάλη δική μας αδερφή. Με τρία άτακτα αγόρια η μάνα μου, κατέφευγε στην Μαρία Σ. για να συνεννοηθεί ή να πει μια κουβέντα, η “Θείτσα” χωρίς να διεκδικεί είχε κατακτήσει ένα μέρος της αγάπης της μαμάς, προκαλώντας κάποια ζήλια στα αγόρια που άρχισαν να την βλέπουν ως παρείσακτη. Ο πιο μεγάλος που ήθελε να είναι και κυρίαρχος της καρδιάς των γονιών ως πρωτότοκος, αντιδρούσε μάλλον υπερβολικά, με αδεξιότητα και αμηχανία , προσπαθώντας να την βγάλει έξω από το γήπεδό του (ήταν φανατικός Ομιλίτης και όλα τα καταλάβαινε σαν ποδόσφαιρο).

Επέμενε αν και ήταν 5 χρόνια μικρότερος της να του μιλά στον πληθυντικό, έψαχνε να βρει αφορμές για κάποια παρατήρηση, που μπορούσε να προκαλέσει μικρο καυγά . Μα ποτέ δεν έφτανε τίποτα στα άκρα, η Μαρία αφόπλιζε εύκολα τους πάντες με την άψογη συμπεριφορά της και το αγαθό χαμόγελό της.
Μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα και οργισμένες μέρες, η οικογένειά μας διέλυσε, η Μαρία Σ παντρεύτηκε κάτω από πολύ πιεστικές καταστάσεις, ένα γεροντοπαλίκαρο και ξενιτεύτηκε, στη άκρη της γης- έτσι μου φάνηκε το απόμερο κεφαλοχώρι που εγκαταστάθηκε, 150 χιλιόμετρα μακριά μας. Έζησε μια ήσυχη μετρημένη ζωή με τον ηλικιωμένο της σύζυγο, δεν τεκνοποίησε, ίσως γιατί υπήρξε μια ανωμαλία γυναικολογική, που δεν πολυπροσπάθησε να αντιμετωπίσει ,ίσως όμως επειδή φαινόταν πιο μεγάλος από ότι ήταν ο σύντροφος της, δεν ένοιωθε ότι ένα παιδί ήταν απαραίτητο. Απλός λιτός βίος, με προσοχή και οικονομία που έφτανε καμιά φορά την τσιγκουνιά.

Όμως δεν ήταν πληκτική η ζωή της, γιατί η κύρια απασχόληση του συζύγου ήταν ο κινηματογράφος και περιστασιακά το Θέατρο. Το κατάστημα, δηλαδή αποθήκη που διέθετε και χρησιμοποιούσε σαν μπακάλικο, επειδή ήταν το πιο μεγάλο της περιοχής, το διάλεγαν όλοι οι πλανόδιοι “κινηματογραφιστές” που κατά καιρούς επισκεπτόταν το κεφαλοχώρι και βέβαια και οι θίασοι, επίσημοι ή μπουλούκια, που πότε πότε περνούσαν. Ο μπακάλης σύζυγος, δεν άργησε να αναλάβει ο ίδιος με την βοήθεια της Μαρίας Σ. την προβολή ταινιών και τη φιλοξενία των θεατρίνων. Αργότερα μετά το 65, έκλεισε σχεδόν το κατάστημα των τροφίμων και επεξέτεινε τις κινηματογραφικές προβολές στα χωριά γύρω, όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος. Η Μαρία διασκέδαζε με τον κινηματογράφο και περισσότερο με το Θέατρο. Το ενδιαφέρον της μεγάλωνε με τον καιρό, η επαφή της με καλλιτέχνες ήταν ευχάριστη, ένοιωθε όταν ήταν κοντά σε διασημότητες (όχι μεγάλες βέβαια) κάποια ικανοποίηση, η περιορισμένη, “φτωχή’ ζωή της, έβρισκε ίσως ένα περιορισμένο νόημα. Πιο πολύ καταλάβαινε την ταλαιπωρία των άσημων ηθοποιών, έκανε συγκρίσεις και ησύχαζε.

Όταν έφτασα στο σπίτι της, με υποδέχθηκε εγκάρδια στην πόρτα, χωρίς αγκαλιές και φιλιά και με οδήγησε στο πιο κοντινό καφενείο-χάλασε η κουζίνα μου δικαιολογήθηκε. Με καφέ βαρύ μέτριο, η διάθεση βελτιώθηκε, η θείτσα μου ήταν ανοικτή και καλοδιάθετη σαν ανοιξιάτικος ουρανός (ήταν και Μάης).
Διηγήθηκε σύντομα το βίο της, ο σύζυγος είχε εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο πριν έξι μήνες, η ίδια συγκέντρωσε τις οικονομίες πενήντα χρόνων και των δυο τους και επιθυμούσε-αφού δεν είχε παιδιά-να τις διαθέσει για ένα ίδρυμα. Επειδή η απασχόληση τους με τον κινηματογράφο και το θέατρο, τόσον καιρό, τους είχε οδηγήσει σε διαβάσματα και σχέδια και συγκέντρωση πολύτιμων υλικών, αποφάσισαν όταν ήταν και εν ζωή ο σύντροφος, να προσθέσουν μια πτέρυγα στο κτίριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της πρωτεύουσας του νομού, για να στεγασθούν όλα τα θεατρικά και κινηματογραφικά βιβλία και περιοδικά κλπ υλικά, που με τόσους κόπους και δαπάνες είχαν συγκεντρώσει στις αποθήκες. Επειδή ήμουν επαγγελματίας αρχιτέκτων, ήξερα ότι η απόφαση δεν ήταν τόσο εύκολη στην εφαρμογή, όσο νόμιζε η θείτσα μου. Δεν αρκεί στο ελληνικό κράτος, να θέλεις να δώσεις, πρέπει να βρεις και τον τρόπο, να ξεπεράσεις ακανθώδεις γραφειοκρατικές δυσκολίες. Της εξήγησα, ότι πρέπει να παραχωρήσει τα βιβλία αλλά και να δωρήσει και τα χρήματα, στο Δήμο. Αδύνατον να πεισθεί για τα χρήματα, δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη σε βουλευτές αλλά και δημάρχους. Μετά από συζητήσεις και επίπονες διαπραγματεύσεις, ο Δήμαρχος δέχθηκε να γίνουν τα σχέδια από μένα και να παραχωρηθούν στην υπηρεσία του, μετά από τους ελέγχους και εγκρίσεις των επιτροπών κάθε είδους (αρχιτεκτονικής, περιβαλλοντολογικής, πολεοδομικής κλπ) φτάσαμε, στην κατασκευή. Εδώ ήταν ανυπέρβλητα τα εμπόδια των νόμων και των προφητών.

Η καθυστέρηση πλησίαζε τα δυο χρόνια και η θείτσα μου είχε εξαντληθεί, ήταν αδύνατον να καταλάβει πως δεν μπορούσε να δώσει τις εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και τα άπειρα βιβλία της στο Δήμο. Όταν βρέθηκε τελικά ο τρόπος της ιδιωτικής δόμησης, η αρρώστια πλησίαζε την λιτοδίαιτη και απλή κυρία, που σ΄όλη της τη ζωή δεν γνώρισε διασκεδάσεις και γλέντια και σπατάλες και ακρότητες. Σε 18 μήνες το έργο είχε παραδοθεί, τα βιβλία είχαν μπει στις προθήκες, αναμενόταν τα εγκαίνια, μα η Μαρία Σ δεν νοιαζόταν για τίποτα πια. Ήταν ήρεμη και ήσυχη, ένα σχέδιο ζωής είχε πραγματοποιηθεί, η ταμπέλα “Πτέρυγα Βιβλιοθήκης Δημητρίου και Μαρίας Σ.” ήταν τοποθετημένη. Ξεχαστήκαμε για λίγο, πέρασαν δυο βδομάδες, όταν ένα επείγον τηλεφώνημα με έφερε στο Κέντρο υγείας της Κωμοπόλεως της. Ήταν ένα βήμα πριν από το διαβητικό κώμα, σχεδόν αναίσθητη. Η πιο βάρβαρη αρρώστια είχε εδώ και μήνες εισβάλει, χωρίς να το καταλάβει.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ : Η ΔΙΑΘΗΚΗ
Οι ιατρικές αρχικές γνωματεύσεις ήταν απογοητευτικές, αυτή η εξαιρετικά προσεκτική και λιτοδίαιτη γυναίκα, που δεν έκανε ποτέ καμιά κατάχρηση, είχε χτυπηθεί βάναυσα από την επάρατη νόσο. Όταν συνήλθε την μετέφερα στο σπίτι της, δεν πρόσεξα τίποτα, στο χώρο που δεν είχα μπει ποτέ. Ακολούθησε την γνωστή διαδικασία, μεταφορά στο κεντρικό Περιφερειακό Νοσοκομείο, στην πόλη που ζω, εξετάσεις των εξετάσεων και επιβεβαιώσεις των αρχικών εκτιμήσεων. Αν και είχε 5 αδέλφια και πολλά ανίψια, μόνο ένας νεαρός γιος του αδερφού του συζύγου της, ήταν κοντά της, στο κεφαλοχώρι που διέμενε. Στην πόλη ανέλαβα την φροντίδα της, χωρίς καμιά σκέψη. Η κατασκευή του έργου, μας είχε ξαναφέρει κοντά, η εμπιστοσύνη που μου είχε δείξει με συγκινούσε, έβλεπα να καταρρέει κάτω από την βάρβαρη προσβολή, η λύπη άρχισε να γίνεται ανεξέλεγκτη, μα έπρεπε να κάνω κουράγιο.

Στις τερατώδεις εξετάσεις, στα τραπέζια του τρόμου, κατάφερνα να είμαι δίπλα της και να της κρατάω το χέρι. Όλοι νόμιζαν λόγω και την ομοιότητας των χαρακτηριστικών , ότι είμαι γιος της. Ήταν μια ευγενική ύπαρξη που είχε ανάγκη – η τύχη μας είχε φέρει ξανά κοντά, ήταν η μόνη που κρατούσε ζωντανή τη μνήμη της μάνας μου, είχε ατέλειωτες διηγήσεις γι αυτήν την δυνατή και δραστήρια γυναίκα, που ήταν και η πιο επιστήθια φίλη της, κόρη και αδερφή της. Όταν ολοκληρώθηκαν οι επώδυνες εξετάσεις, άρχισαν οι απαίσιες θεραπείες, φάρμακα που κρατούσαν βδομάδες και συγκλόνιζαν τον οργανισμό της.
Όταν τέλειωσε η πρώτη φάση, την έστειλαν σπίτι της, για λίγον καιρό – θα έπρεπε να ξαναγυρίσει για την συνέχεια σε λίγο. Την μετέφερα , μπορούσε να περπατά ακόμα, με ένα μπαστουνάκι, οι πόνοι στα πόδια της όμως είχαν όμως ενταθεί. Ανθεκτική, χωρίς περιέργεια για την αρρώστια της, στο χώρο της ήταν καλύτερα – έβλεπε γνωστούς και συγγενείς, ένοιωθε το τέλος να πλησιάζει, χωρίς παράπονο – είχε ολοκληρώσει το βίο της , είχε πραγματοποιήσει το μεγάλο της όνειρο.

Όσο η Μαρία Σ. ήταν κάτω από την Δαμόκλεια σπάθη, δεν πρόσεχα τίποτα στο σπίτι της, που δεν είχα μπει ποτέ πριν την αρρώστια της. Όταν έφτασε το δεύτερο στάδιο, χρησιμοποιούσε πια Π, η κίνηση της ήταν δύσκολη και επώδυνη. Την έφερα στην πρωτεύουσα της περιφέρειας, ξανά φάρμακα τρομερά και αντιδράσεις του καταρρέοντος οργανισμού της. Πάλι όταν ολοκληρώθηκε αυτή η φάση, γύρισε στο χωριό της. Μα αυτήν τη φορά, δεν μπορούσε να σηκωθεί πια. Οι πόνοι ήσαν δυνατοί, τα αναλγητικά δεν τους έπιαναν εύκολα. Μα και τώρα ούτε ρωτούσε ούτε παραπονιόταν. Επειδή χρειαζόταν βοήθεια, η αυτοεξυπηρέτηση είχε τελειώσει, βρήκα μια Ρωσίδα, νέα και καλοδιάθετη και την έστειλα να βοηθήσει. Τίποτα, μου την γύρισε πίσω με το σημείωμα : “αυτή είναι Κυρία, δεν μπορεί να προσέχει εμένα”(εννοούσε μια απλή,ταπεινή, γυναίκα του λαού). Είχε φτάσει η τρίτη θεραπεία, μα αρνήθηκε κατηγορηματικά αφού πέταξε τα χάπια. Αρκετά δεν ξανάρχομαι. Πήγα να την μεταπείσω, μάταιος κόπος. Όταν έφευγα μου ενεχείρισε χειρόγραφο, αυτή είναι η επιθυμία μου είπε – δες το στο δρόμο.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ
Μετά από τρεις μέρες με ειδοποίησαν για την κηδεία της θείτσας μου, στην κωμόπολη που έζησε. Μετά τις τελετές, που συμμετείχε και ο Δήμος, άνοιξα την Διαθήκη και κατάλαβα ότι ήμουν κληρονόμος του σπιτιού της, την λοιπή όχι ασήμαντη περιουσία της την άφησε στον αγαπημένο της ανιψιό (από τον άντρα της ).
Όταν πέρασαν οι μέρες, επισκέφτηκα το κλειστό σπίτι της, μου φάνηκε πως μπήκα πρώτη φορά. Όσο ήταν υγιής δεν είχα διαβεί την πόρτα, πάντα με μια πρόφαση, με οδηγούσε έξω από αυτό, υπέθετα ότι δεν ήθελε να δω την ακαταστασία, ήταν μόνη και δεν έπαιρνε (δεν δεχόταν) με κανένα τρόπο βοηθό. Όταν ήταν άρρωστη δεν πρόσεχα ούτε το χώρο ούτε την τάξη και τα έπιπλα. Μα όταν έτριξε η εξώπορτα και μπήκα, σαν να ήταν πρώτη φορά, ένα πολύ παράξενο θέαμα ανοιγόταν μπροστά μου. Από το χολ μέχρι την τραπεζαρία και τα υπνοδωμάτια, ξετυλιγόταν εικόνες ενός παράξενου θιάσου, σαν να είχαν ακινητοποιηθεί, σαν να είχαν παγώσει όλα, από μια κακή μάγισσα.

Μάσκες από το αρχαίο θέατρο αλλά και φιγούρες από την Κομμέντια ντελ άρτε, Σαιξπηρικές μορφές και παιδικά παραμύθια, ο Ερωτόκριτος και Κοντορεβυθούλης.
Ήξερα ότι λάτρευε το θέατρο και αγαπούσε τους ηθοποιούς, που όχι σπάνια περνούσαν από την περιοχή της, μα δεν ήξερα ότι ήταν συλλέκτης ούτε ότι μπορούσε η ίδια να κατασκευάζει μάσκες και κούκλες. Έμεινα ατέλειωτες ώρες μελετώντας κάθε τι, μπορούσα να ξεχωρίσω τα δικά της ερασιτεχνικά έργα από τους γνωστούς σκηνογράφους και κατασκευαστές. Δεν ήταν ένα μουσείο ομοιωμάτων, ήταν μια σπουδαία καλλιτεχνική συλλογή, έλειπαν μόνο τα νήματα που θα κινούσαν τις κούκλες και ο καλλιτέχνης που θα έπαιζε. Αποφάσισα να διατηρήσω το σπίτι όπως ακριβώς το βρήκα και πέρασα το πρώτο βράδυ μόνος ξεφυλλίζοντας προγράμματα.

Ο ύπνος ήταν ήσυχος, βρέθηκα σε παλιές καταστάσεις και «είδα» ένα εξαίσιο έργο, με σκηνοθεσία του Ευαγγελάτου τον Κατσούρμπο. Μα γίνεται αναρωτήθηκα, μπορεί το θεατρικό ντεκόρ να καθορίσει τα όνειρά μου; Με έζωναν χίλια φίδια. Σιγά σιγά όλα έβρισκαν το δρόμο τους, τα θεατρικά έργα συνεχιζόταν μα όχι επίμονα, υπήρχαν διακοπές.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ : ΤΟ FINALE
Τα καλοκαίρια προγραμμάτιζα τις (μικρές) διακοπές μου στην Κωμόπολη της θείτσας μου, το παράξενο σπίτι της είχε γίνει ιδανικός τόπος ανάπαυσης και αναψυχής για μένα. Απέφευγα συγγενείς και φίλους, ήθελα να ξεχαστώ τελείως μόνος-να ξεφύγω από την πίεση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής της Πρωτεύουσας (τον νομού). Τον τρίτο χρόνο όμως, με αναστάτωσε ένα απροσδόκητο γεγονός. Ήταν ένα όνειρο θεατρικό που όμως ξεχώρισε τελείως από ότι είχα δει μέχρι τότε. Ένα έργο του Σαίξπηρ, άγνωστο σε μένα που είμαι φανατικός μελετητής του μεγάλου άγγλου ποιητή και δραματουργού. Είχε βρεθεί σε ένα σεντούκι του μοναστηριού των …. μεταφρασμένο στα Ιταλικά, και αναφερόταν στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Κατάλαβα μέσα στον ύπνο μου ότι έβλεπα ένα απολύτως άγνωστο αριστούργημα του πιο μεγάλου θεατρικού συγγραφέα των νέων χρόνων, σημείωσα τον τίτλο » Ο Ηρακλής μετά την λαίλαπα», μόλις ξύπνησα άνοιξα τον υπολογιστή και ότι βιβλίο σαιξπηρικό είχα, έψαχνα με μανία να βρώ άν υπήρχε αυτό το έργο ή τίποτε σχετικό. Τίποτα απολύτως, ένα νέο έργο τέλειο σε μορφή σε επεξεργασία και θεατρικότητα, είχε παρασταθεί μπροστά μου, η βεβαιότητά μου γινόταν ακλόνητη. Άρχισα να ψάχνω χαρτιά για να γράψω τουλάχιστον την υπόθεση του έργου. Όταν βρήκα χαρτί και μολύβι, η μνήμη άρχισε να τα σβήνει βιαστικά όλα – Έμεινε μόνο όο τίτλος και πάλι με κάποια αμφιβολία : η λαίλαπα ή ο τυφώνας;

Μια επίμονη σκεψη είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και το τριβίλιζε. Αν είχε δίκιο ο σοφότατος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων που πίστευε στον πνευματισμό και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι κάποτε μπόρεσαν να κατεβάσουν το πνεύμα του Βέρντι και να υπαγορεύσει μιαν άγνωστη όπερα, θαταν αδύνατον να ρθει στ΄ονειρό μου το πνεύμα του Σαίξπηρ και να παρουσιάσει ένα άγνωστο αριστούργημα; Όσο το σκεφτόμουν τόσο αισθανόμουν περίεργα, σαν να έφταιγα για την αδύνατη μνήμη μου, σαν να είχα διαπράξει αδίκημα και βαρύ μάλιστα. Η ιδέα δεν άργησε να γίνει έμμονη, το κέφι μου είχε εξαφανιστεί και διάθεση καμιά και για τίποτα. Έφυγα κυνηγημένος από τον τόπο των διακοπών, ήλπιζα ότι θα τα ξεχάσω όλα στην πόλη μου και την καθημερινή δουλειά.
Δεν συνέβη -κάθε άλλο, σαν να με κυνηγούσε το «έγκλημα» που είχα κάνει και οι Ερινύες δεν χωράτευαν. Κατέληξα σε χαπάκια που εξαφανίζουν κάθε όνειρο και στον κλινικό ψυχολόγο κ.Κ.Κ. Στο σπίτι της Μαρίας Σ. δεν πήγα ξανά.
ν.
Τα κείμενα του οποιουδήποτε είναι ο καθρέπτης του εαυτού του. Θέλει δεν θέλει αναδεικνύονται στοιχεία του χαρακτήρα του, παρά την επίμονη προσωπική τάση σου να παραμείνεις απόμακρος και κρυψίνους. Αυτό το χαρακτηριστικό σου υπάρχει είτε το παραδέχεσαι είτε όχι. Ντρέπεσαι λίγο για την ευαισθησία σου, Βασίλη. Κακώς!
Η «θείτσα» σου δεν σε επέλεξε για τα εξωτερικά σου χαρακτηριστικά και την κληρονομική σου ομοιότητα. Περισσότερο εκτίμησε στοιχεία του χαρακτήρα σου; Δεν έγινες τυχαία αρχιτέκτονας, ήταν κάτι που σου ταίριαζε κι αναδείκνυε εσωτερικά σου στοιχεία. Αυτό η «θείτσα» το έπιασε, εσύ δεν το συνειδητοποίησες ίσως.
Η περιγραφή των εξελίξεων συγκεντρώνει την προσοχή αυτού που διαβάζει το κείμενο. Τι άνθρωπος ήταν αυτή η «θείτσα»! Μια ζωή αφιερωμένη σ’ ένα σκοπό. Η δουλειά του μυρμηγκιού μερικών ανθρώπων έσωσαν πολύτιμα πράγματα. Οι διάφορες συλλογές και πολλά από τ’ αποκτήματα των μουσείων οφείλουν τη σωτηρία τους στην ευαισθησία τέτοιων ανθρώπων. Περιγράφεις πολύ καλά την ανθρώπινη τάση για την υστεροφημία του αγαπημένου ανθρώπου του, όπως και τον αφόρητο τρόπο με τον οποίο το απρόσωπο και διεφθαρμένο τρόπο σκότωσε τη μεγάλη παράδοση των Εθνικών Ευεργετών. Έμαθα τη μεγάλη σου αγάπη για τον Σαίξπηρ, αλλά το κλείσιμο μου αφήνει ένα κενό. Μια εκκρεμότητα που ζητάει την απάντηση της. Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι που με αγάπη σου χάρισε η «θείτσα». Εκεί θα υπάρχει και η λύτρωση που εναγώνια ζητάς. Η ευαισθησία είναι καλό στοιχείο στο χαρακτήρα του ανθρώπου, αλλά κι εδώ ισχύει το μόνιμο και διαρκές. Η μεγαλύτερη δόση την μετατρέπει σε ελάττωμα
(Έκανα και χθες μια απόπειρα να σου στείλω κάτι. Αν το πήρες αγνόησε την περίπου επανάληψή του)
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Συμφωνω πάνω κάτω με τον αγαπημένο μου Λευτέρη. Με κουράζει η μη αναγραφή των τοπονυμίων. Ισα ισα που μ αρέσει να στέλνω τη φαντασία μου να ψάξει σε συγκεκριμένα μέρη. Σ ευχαριστώ πολύ.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!