
Το μολύβι βαραίνει στα δάκτυλά μου, πως να πω αυτήν την ιστορία; Ο φίλος μου ήταν περίεργος, sui generis τον χαρακτήριζαν πολλοί- δεν θα θελε άραγε; Αν βρισκόταν εδώ, χωρίς αμφιβολία θα γινόταν Τούρκος, αλλά είναι τόσο απόμακρος πια. Δεν θα τον ένοιαζε αν παρέλειπα το αληθινό του όνομα νομίζω – δεν πίστευε σε υπερβάσεις και η αιωνιότητα ήταν γι αυτόν, μια πομφόλυγα, που σκάει στον αγέρα.
Ας πάμε λοιπόν στο κρεβάτι του, που μετρούσε τις ώρες όπως κάποτε σ΄εκείνα τ αξέχαστα χρόνια (του στρατού) τις μέρες. Λένε πως οι φιλίες στις δύσκολες περιόδους της ζωής είναι αιώνιες, δεν είναι ψέματα. Μετον Βασίλη Κ. γνωριστήκαμε στο 711 τάγμα Μηχανικού, και για 45 χρόνια και βάλε είμαστε αχώριστοι. Φταίει και η εντοπιότητα, η επαγγελματική συνάφεια και άλλα πολλά. Όμως είμαστε συνεταίροι 45 έτη, μοιράσαμε στα δυο το ψωμι μας, ποτέ δεν έγινε μια παρεξήγηση ή καυγάς δεν ακούστηκε πικρή κουβέντα. Κι ας ήταν δύσκολοι (όπως πάντα) οι καιροί για ανθρώπους χωρίς περιουσία ή κάποια εισοδήματα. Όταν η καταραμένη αρρώστια τον κτύπησε ανελέητα, δεν παραπονέθηκε, δεν είπε «γιατί συνέβη σε μένα» την αντιμετώπισε σαν μια κακοτυχία, έπαιζε και λίγο προπό και αγόραζε και που και που επιλεκτικά λίγες μετοχές – με ότι περίσσευμα είχε – ήξερε δηλαδή από τζόγο και τύχη, και βέβαια και στις γιορτές η πόκα, ήταν ε΄να αναπόφευκτο και αγαπημένο παιγνίδι, που δεν απέδιδε κάποιας σημασίας κέρδη -αλλά δοκίμαζε την κακοτυχία του καθενός. Η βάρβαρη επέλαση του κακοήθους όγκου, ούτε φάνηκε πουθενά ούτε την κατάλαβε. Όταν έφτασε στα διαγνωστικά κέντρα, ήταν αργά. Ούτε η χημεία ούτε οι ακτινοβολίες ήταν χρήσιμες, ήταν αυτήν τη φορά τυχερός (έτσι θα σκέφτηκε). Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, την ανήκεστη βλάβη . Ζήτησε να τον αφήσουν ήσυχο όλοι, στο κρεβάτι μιας επαρχιακής κλινικής, ενός οίκου ευγηρίας δηλαδή. Τα παιδιά του ζούσαν σε άλλες πόλεις, τον είδαν και απήλθαν, η σύζυγος χωρίς ιδιαίτερη επιμονή αποδέχθηκε την επιθυμία του, να έρχεται μια φορά κάθε Δευτέρα (νομίζω ότι αυτός προγραμμάτιζε τι θα γίνει).Οι φίλοι, είχε αρκετούς, σεβάστηκαν απολύτως την θέλησή του, παρακολουθούσαμε, βρίσκαμε τρόπους, πολύ στενά και καθημερινά την κατάστασή του. Επειδή ήμουν ο στενότερος άνθρωπός του (έτσι εκτιμούσα, γιατί δεν υπήρχαν αισθηματολογίες ούτε στοιχεία που να το αποδεικνύουν) επισκεπτόμουν την κλινική του πολύ πρωί το πρωί και πάντα το βράδυ πριν τελειώσουν οι επισκέψεις, για να με ενημερώσουν οι γιατροί και οι νοσοκόμες. Όταν την Παρασκευή 23.5.2…. μου τηλεφώνησε,κακόβαλα. Όταν τον είδα καθισμένο στο κρεβάτι του, «πήγε η καρδιά στον τόπο της» , όπως λένε. Ήταν, φαινόταν, καλά και τα μάτια του έδειχναν κάπως εύθυμη διάθεση. Μετά τις απαραίτητες(ακόμα και γι αυτόν) διαχύσεις, κάθισα δίπλα του. Άρχισε να μιλάει σιγά και καθαρά:

Σε φώναξα, γιατί νομίζω ότι τελειώνει ο χρόνος . Έμεινα μόνος πολύ, σκέφτηκα κατ΄ ανάγκην – δεν έκανα απολογισμούς ούτε καταγραφές του παρελθόντος. Συλλογίστηκα ότι μ΄ αρέσει, “ταξίδεψα” σε μέρη που δεν θα πήγαινα ποτέ. Πέρασα αρκετά καλά κατάμονος, γιατί είχε φύγει πια κάθε υποχρέωση κάθε ανάγκη των άλλων (παιδιών σκυλιών συζύγων ). Και όλες οι δικές μου ανάγκες είχαν απολύτως συρρικνωθεί. Ελάχιστη τροφή, σταγόνες υγρών και το απαραίτητο οξυγόνο. Ένοιωθα πως εξόδευα λίγο, δεν σπαταλούσα πια πόρους της οικουμένης, οικολογική αντιμετώπιση – πρώτη φορά τόσο αποδοτική. Μα κάποια στιγμή μια ιδέα πολύ σημαντική κόλλησε το μυαλό μου. Και κάθε άλλη σκέψη υποχώρησε κάθε εικόνα θάμπωσε, κάθε ανάμνηση έγινε ασήμαντη λεπτομέρεια. Μια υπόθεση κλεισμένη χρόνια βαθιά μέσα μου, άνοιξε. Μα γίνεται να γυρίζει ο χρόνος πίσω; Δεν υπάρχει παραγραφή; Η μνήμη που όλα τα σβήνει γιατί εδώ έδειξε αβελτηρία; Μια συγκινητική ύπαρξη που πριν από 44 χρόνια είχε μπει στη ζωή μου, ξαναρχόταν- το ίδιο συμπαθητική, ερωτική και ακαταμάχητη. Απερίγραπτα προσφερόμενη, καθόλου υπολογιστική, τελείως ανιδιοτελής, αγνότατη και αθώα και τέλεια. Τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν την ακρίβεια της φωτογραφίας, μα της ζωγραφικής των ιμπεσιονιστών του 19ου αιώνα, πορτραίτο αισθητικής και καθόλου αγοραίας αξίας. Μα κάθε στιγμή που πέρασε ζωντάνευε, ενώ όλες οι άλλες τυπικά καθοριστικότερες έχουν εξαφανισθεί. Όλα άλλαξαν πέρσι το καλοκαίρι…σταμάτησε αποκαμωμένος.
Του πρόσφερα λίγο νερό, τον άφησα να συνέλθει πριν ρωτήσω: τι έγινε λοιπόν πέρσι;

Πέρασε ώρα, αφού συνήλθε, απάντησε αρκετά ζωηρά.
-Με ξέρεις αρκετά, δεν είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων και του παρελθόντος, ποτέ δεν κόλλησα σε υποθέσεις χθεσινές , ακόμα και στην πολιτική, που περάσαμε και μαζί πολλές αλλαγές και πολύ τραυματικές εμπειρίες. Έχω μια αίσθηση της τρέχουσας πραγματικότητας, που είναι η μόνη που επηρεάζει τις σκέψεις και τις πράξεις μου. Εν τούτοις κάποιες περιστάσεις μας γυρίζουν πίσω, κι αυτό συνέβη όταν πριν ένα χρόνο, επισκέφθηκα την Βορειοελλαδίτικη πόλη …., λόγω ενός συνεδρίου επιστημονικού, της ειδικότητάς μου. Ήταν η τρίτη (και σημαδιακή)φορά, που βρισκόμουν σ αυτόν τον απόμερο (για μένα) τόπο. Τις δυο φορές πριν χρόνια, ήμουν πολύ νεώτερος και πιο ζωηρά ενδιαφερόμενος για συζητήσεις και «επιστημονικά»συμπεράσματα. Σαν τακτικός και καλός μαθητής άκουγα και κρατούσα σημειώσεις. Όμως τώρα, δεν είχα ούτε αφέλεια, ούτε περιέργεια και μεγάλο ενδιαφέρον. Γρήγορα άρχισα να πλήττω, μπορούσα να προβλέψω με ακρίβεια τι θα έλεγε ο κάθε ομιλητής, τις σχοινοτενείς (ασήμαντες) ανακοινώσεις και τα απολύτως αφερέγγυα συμπεράσματα. Έτσι ενώ τις στις άλλες επισκέψεις μου αναζήτησα και δεν βρήκα τον παλιόφιλο του στρατού Λάκη Σ. τώρα δεν αρκέστηκα στον τηλεφωνικό κατάλογο και το δικηγορικό σύλλογο. Στο ξενοδοχείο είχα όλον το χρόνο να κάνω πιο συστηματική έρευνα. Έψαξα και στην Αθήνα, εκεί είναι πιο σταθερά τα πρόσωπα και οι καταστάσεις. Κι έμαθα μετά από πολύ χρόνο και χρήμα(υπεραστικά τηλέφωνα). Πρώτον, ο «Λάκης» δεν ήταν από τα Νίκος, Μιχάλης, Αποστόλης Μανόλης, όπως τελείως φυσικά είχα υποθέσει, αλλά από το Αλέξανδρος(!). Και δεν ήταν δικηγόρος αφού δεν τέλειωσε ποτέ την σχολή του, αλλά εκτελωνιστής. Τον βρήκα από τον ΟΤΕ αμέσως και συναντηθήκαμε το βράδυ στο σπίτι του. Ήταν ίδιος κι απαράλλακτος,παρά τα γκρίζα και λίγα μαλλιά και τα κουρασμένα μάτια. Εύσωμος , πληθωρικός, ανοικτός και ευπροσήγορος, ένα είδος διανοούμενου με στοιχεία Ζορμπά. Μιλήσαμε ώρες, ότι τότε δεν είχε λεχθεί τώρα δεν που δεν είχε σημασία, μπορούσε να εκτεθεί χωρίς πρόβλημα. Είχε κάνει έναν γάμο και παιδιά μα δεν άντεξε την πολλή συνάφεια, μόνος του αισθανόταν καλύτερα. Το ευρύχωρο διαμέρισμά του έδειχνε άνθρωπο τακτικό και μεγάλης αισθητικής καλλιέργειας και υψηλού γούστου. Διέγραψε( εξέθεσε) τη ζωή του με δυο λόγια. Ήταν τέκνο δυο φοιτητών της Αρχιτεκτονικής στα χρόνια της Κατοχής. Δεν νομιμοποιήθηκε με γάμο, λόγω των αγεφύρωτων αντιθέσεων των οικογενειών των γονιών του – που ήταν σε αντίθτες παρατάξεις. Το έστειλαν στην Αθήνα το μωρό, να το μεγαλώσουν στενοί συγγενείς. Ανώνυμο το βρέφος, το φώναζαν Λάκη, έφτασε στο Δημοτικό με το όνομα των ”αναδόχων”, μα όταν έπρεπε να πάει στο Γυμνάσιο, χρειαζόταν πιστοποιητικό πια γέννησης και στοιχεία γονέων και όνομα και επίθετο. Αναγκάστηκαν οι φυσικοί γονείς να πάνε στην Αθήνα και να κάνουν θρησκευτικό γάμο, να βαφτίσουν το τέκνο τους και να διαζευχθούν αμέσως. Το παιδί έμεινε στους προσωρινούς “γονείς” κι όταν εκτραχύνθηκαν τα πράγματα και συνελήφθησαν και εξορίσθηκαν και οι δυο, ο μικρός με το νέο όνομα Αλέξανδρος Σ., κατέληξε στη φυσική μάνα του στην επαρχιακή πόλη, κι έμεινε πια μαζί της σαν ανηψάκι της. Με εντυπωσίασε η διήγησή του, που εξηγούσε και κάπως τον αυθόρμητο θυελλώδη χαρακτήρα του, την απόλυτη προσήλωση σε ιδέες και πολιτικά κόμματα, την δυσκολία συγκατοίκησης. Την επομένη σε ένα ουζερί εξαιρετικό, συζητήσαμε για πολλά, δεν διαφωνούσαμε όπως παλιά, σε τίποτα. Δεν υπολόγιζε το ζάχαρο και την ευαίσθητη καρδιά του, απολαύσαμε τους νοστιμότερους ( και χειρότερους για την υγεία μας) μεζέδες και τα βαρύτερα (εκλεκτότερα) ούζα της περιοχής. Όταν αποχαιρετηθήκαμε για τελευταία φορά, μου είπε χωρίς καμιάν επιφύλαξη: «Θέλω (πρέπει)να σου ζητήσω συγνώμη». Απομακρυνθήκαμε γρήγορα, οι λέξεις έμειναν στον αγέρα : «Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη»…

Στο αεροπλάνο, ζωντάνευαν παλιές ιστορίες, γύριζα ήθελα δεν ήθελα, 44 χρόνια πίσω. Στρατιώτης στα δίσεκτα χρόνια, ο πιο κακοχυμένος της Βόρειας Ελλάδας, τριγύριζα σαν φάντασμά χωρια και στρατόπαιδα. Χαρακτηρισμένος Γ΄ κατηγορίας (1)μα καθόλου κακόκεφος, με όλα τα προβλήματα (κι ένα αχυροστρωμα)στην πλάτη μου έψαχνα κάποια γωνιά ν΄ αράξω. Όταν πέρασα από την επαρχιακή μεγαλούπολη του Λάκη Σ., χάζευα στην αγορά όταν τον είδα δίπλα μου. Δεν γνωριζόμαστε, εγώ τον ήξερα σαν αγορητή σε πανελλήνιες φοιτιτικές συνελεύσεις. Του άγγιξα τον ώμο, : «είσαι ο Λάκης …;» Γύρισε και με παρατήρησε, ποιος είσαι;
» μα ο Τάδε» έχουμε έναν κοινό φίλο τον Τάκη Δ..
Τα μάτια του τρεμόπαιξαν, με κοιταξε με συμπάθεια, κατάλαβε , ένας χρωματισμένος(2) ακόμα φαντάρος, ήθελε βοήθεια.
Γίναμε αυτομάτως φίλοι, γιατί αυτός ήταν που πρόσφερε αφειδώλευτη αγάπη και συμπάθεια. Με φιλοξένησε σπίτι του, με τάισε με κοίμησε με έντυσε με έβγαλε στην αγορά. Μια ηλικιωμένη κυρία στο σαλόνι του , μας ετοίμαζε Λουκούλια γεύματα, εκεί είδα πρώτη φορά το πιάτο που έμοιαζε πιατέλα, που σε χόρταινε πριν δοκιμάσεις. Όταν συνδέθηκα στενά με την Σούλα Σ. – πως Έγινε αυτό στις δύσκολες συνθήκες, άγνωστο – απομακρυνθηκα από το σπίτι του, ‘ομως του έδωσα την διεύθυνση, μήπως παραστεί ανάγκη να με ειδοποιήσει για κάτι έκτακτο. Η Σούλα ήταν το θαύμα για τον κακοτερένιο στρατιώτη της Βόρειας Ελλάδας, μια κοπέλα καλλιεργημένη και αισθαντική, συγκινήθηκε από το αναρχοαυτόνομο σκαθάρι, με τις στραβές αρβύλες και το μεγάλο σαν τηγάνι μπερέ. Υπήρξε έρωτας; δεν το σκεφτόμουν, ανώριμος για αισθηματικές σχέσεις, μπήκα χωρίς (ως συνήθως) να σκεφτώ. Μα δεν κράτησα αποστάσεις κι επιφυλάξεις, ούτε σχεδίασa το μέλλον(αυτό δεν θα το επιχειρούσα και ποτέ στη ζωή μου). Δυο ;aνθρωποι που συναντήθηκαn σε μιαν άκρη της γης,χωρίς κοινούς φίλους ή συγγενείς ή γνωστούς έστω-που ποτέ δεν είχαν κανέναν δίπλα τους (μόνο ο Λάκης ήξερε τη διεύθυνση) αγαπήθηκαν, ενώθηκαν, έζησαν σαν ιδανικό ζευγάρι. Κι ανακάλυψαν δρόμους των αισθημάτων και του σώματος, μακριά από τους τύπους τις συνήθειες, την κοινωνική πρακτική, την γνώμη των άλλων – τους συγγενεις και τους φίλους. Στους καιρούς των Δεινοσαύρων, στους οργισμένους χρόνους- όταν το μέλλον ήταν κατάμαυρο και κανείς δεν μιλούσε για το αύριο, δυο ανθρώπινα πλάσματα, συναντήθηκαν, βρήκαν επαφή, συνάφεια, ενότητα κι όταν προχώρησαν ταυτίσθηκαν- πέτυχαν ότι σε ομαλές συνθήκες μοιάζει ακατόρθωτο.
Ήμουν στρατιώτης δεν καταλάβαινα, ένοιωθα μόνο. Κι όταν εφτασε το πλήρωμα του χρόνου, όταν η θητεία του τέλειωσε, εγκατέλειψα χωρίς κουβέντα, χωρίς γράμμα, τη Σουλα Σ..
Ήξερα ότι δεν μπορώ να γλυτώσω, από τη μέγγενη του καθεστώτος, ότι κι εγώ θα πλήρωνα το μερίδιο μου στο λογαριασμό της βίας. Και έγινε ότι περίμενα (κι έτρεμα) και δεν άργησα να ξεχάσω τη Σούλα και τη σχέση μου. Νόμιζα, γιατί δεν κατανοούσα και πολλά, ότι οι εξωτερικές πιέσεις και ταλαιπωρίες, εξισώνονται με τις εσωτερικές, ότι η ιστορική αναγκαιότητα καθορίζει τα πάντα. Τυφλός, θ’ αργήσω ν’ ανοιξω τα μάτια. Έζησα μακριά, (ξανα)ερωτεύτηκα και παντρεύτηκα – αλήθεια χωρίς να πολυσκεφτώ – κι όταν μεεπισκέφτηκε η Σούλα Σ. την αντιμετώπισα σαν άγνωστη, σαν ξένη. Συγκράτησα όμως μια της κουβέντα,» ο φίλος σου ο Λάκης, δεν ήταν εν τάξει, δεν φέρθηκε καλά». Δεν ρώτησα δεν ζήτησα διευκρίνιση- έπρεπε να τελειώνω «μ αυτήν».
Η κουβέντα του φίλου μου, επιβεβαίωνε τις – σκεπασμένες-υποψίες, είχε παρενοχλήσει τη φίλη μου Σουλα Σ.-κι εγώ δεν την είχα προστατεύσει.

Οι ενοχές, δεν έχουν χρόνο παραγραφής, οι Ερινύες -αυτές οι απαίσιες χθόνιες θεότητες της νύχτας και του σκότους-ξυπνούν εύκολα, όταν χρειάζεται και πως να τις διώξεις. Ο στρατιωτης άρχισε σιγά σιγά να συνειδητοποιεί το σφάλμα του, το κρίμα του βάραινε καθε μέρα και πιο πολύ. Κι όταν η αρρώστια με πρόσβαλε βάναυσα, είχα αρχίσει να ψάχνω για να βρω την παλιά μου φίλη, μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Λες και η Σούλα Σ. δεν υπήρξε ποτέ σ αυτήν τη χώρα.
Σταμάτησε ζήτησε να διακόψουμε γα λίγο…
-Ας αναβάλλουμε για αύριο είπα σιγά.
-Όχι ας τελειώσουμε σήμερα επείγει απάντησε ξεπνεμένος.
Θυμόμουν…
«Οι Ερινύες έρχονται
την πιο ακατάλληλη ώρα»
σκεφτόμουν
«Ακουμπούν προσεκτικά
κόβουν μικρές ταινίες το μυαλό
ξεχωρίζουν τα νεύρα…»
Όταν συνήλθε ζήτησε λίγο καφέ και συνέχισε.
-Ζήτησα πληροφορίες από όλους τους συλλόγους υπαλλήλων τη χώρας, ήξερα ότι δούλευε σε κάποια Τράπεζα, έψαξα τους τηλεφωνικούς καταλόγους κάθε πόλης τίποτα. Η Σούλα Σ, που λογικά θα πρέπει να ταν Χρυσούλα Σ. πουθενά, άνοιξε λες η γη . Όμως τώρα, που ο χρόνος μου παριορίζεται σκεφτηκα να αφήσω τις ντροπές (σεμνοτυφίες;) και να σου ζητήσω βοήθεια-ας είναι τόσο προσωπικό και λεπτο θέμα. Ίσως δεν έκανα σωστή αναζήτηση, κάποιος άλλος αντικειμενικότερος θα είχε κάποιο αποτέλεσμα.
-Μείνε ήσυχος, θα προσπαθήσω κι εγώ, απάντησα και είδα πως ηρέμησε κι έκλεισε τά μάτια ύπνος βάραινε τα βλέφαρά του.
…
Σε τρεις μέρες είχα πετύχει στις εκτιμήσεις μου και υπήρξαν θεαματικά αποτελέσματα, της έστειλα γράμμα και στοιχεία. Το τηλέφωνό μου όταν ήχησε στις 2 το μεσημέρι, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή : «τον κ. Κ. παρακαλώ, είμαι η Σούλα Σ….»
-Δεν είμαι ο Κ. μα ένας στενότατος φίλος του, δυστυχώς είναι στο κρεβάτι και δύσκολο να του μιλήσετε αυτήν τη στιγμή…
-Θα σας πάρω αργότερα, αφού τον ενημερώσω.
Η φωνή της έδειχνε κάποια θέρμη, αισθαντικότητα και ενδιαφέρον. Έμοιαζε και πολύ με την εκφωνήτρια μιας εκπομπής των παλιών χρόνων, που παρουσίαζε τις «μελωδίες της νύχτας». Μετά από κάποιες τυπικές εκφράσεις κλείσαμε την επαφή.
…
Επισκέφτηκα αμέσως τον βαρύτατα ασθενούντα φίλο. Ήταν μια σκιά πια , με δυσκολία μπορούσε να αρθρώσει δυο λέξεις.
Βρήκα της Σούλα σου, τη Χρυσούλα σου του είπα σχεδόν χαρούμενα. Μόνο που δεν γιορτάζει τα Χριστούγεννα μα το Πάσχα, είναι Αναστασία, ίσως της πάει και καλύτερα αυτό το όνομα.
– Πως δεν πέρασε καθόλου από το νου μου, μονολόγησε.
-Έλα είναι φυσικό, οι γυναίκες έχουν υποκοριστικά που δεν φανταζόμαστε.
Ακολούθησε σιωπή για ώρα.
Τον ένοιωθα, αδύναμο, τρεμάμενο, να προσπαθεί να συγκροτήσει τη σκέψη του. Δεν έβλεπε καθαρά πια, δεν μπορούσε να σηκωθεί, μόνο ο νους του δούλευε ακόμα, σε πείσμα της γενικής κατάπτωσης του οργανισμού του.
– Θέλω άλλη μια χάρη, τελευταία επιθυμία πές. Να την καλέσεις να ρθει (αν θέλει βέβαια) να με δει. Καννόνισε τα εισιτηρια, να μην επιβαρυνθεί.
– Θα το κάνω ευχαρίστως, θα κάνει κι ένα ταξίδι στην περιζήτητη τουριστική περιοχή μας , απάντησα
Πριν περάσει ένα εικοσιτετράωρο η Σούλα Σ, ήταν στο αεροδρόμιο της Αθήνας και εγώ την ανέμενα , μα η σταση εργασίας των ελεγκτων της εναέριας κυκλοφορίας, καθυστερούσε για ώρες τη πτήση.
Ο άρρωστος ήταν τελείως εξαντλημένος, κρατούσε δυνάμεις να προλάβει να δει την παλιά φίλη του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Οι συνδικαλιστές δεν πολυκαταλαβαίνουν τις ανθρώπινες αναγκες των άλλων, τα αιτήματα τους προωθούν τι να κάνουμε. Έστιψα το νου μου, έπρεπε να βρω λύση, πριν είναι πολύ αργά. Αποφάσισα μια (μικρή)απάτη. Αφού ο φίλος μου δεν καλόβλεπε,και ήταν πια σχεδόν εκτός του κόσμου τούτου, δεν θα καταλάβαινε μια πλαστοπροσωπία. Ζήτησα από τη κοινή φίλη μας και συναδελφό μου Αρετή Β. να αντικαταστήσει την μακρινή επισκέπτρια. Να γινει η Σούλα Σ. για λίγο.
…
Μπήκα στο δωμάτιο του κατάκειτου φίλου μου.
– Η Σούλα ήρθε του είπα αργά.
Άνοιξε τα κουρασμένα βλέφαρα
-Ποιά; η Σουλα; έφτασε;
…
Ο ασθενής, στριφογύριζε στο κρεβάτι του, ήταν ανήσυχος, δεν μπορούσε να πει λέξη.
Περνούσε η ώρα, ένοιωθα αμηχανία, η κυρία περίμενε στο χώλλ, τι να κάνω;
…
Όταν σταμάτησε η ένταση που ένοιωθε ακουστηκε να λέει:
– Παρακάλεσέ την να μην έλθει και δώσε της αυτό, είμαι πια μακριά – δικαιολόγησέ με.
‘Εβαλε στο χέρι μου ένα τετράγωνο χαρτάκι.
Έμεινα ενεός, δεν περίμενα τέτοια κατάληξη.
Μα δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα…
Ο στενότος φίλος μου είχε γύρει το κεφάλι, στο πλάι, δεν ήταν πια εδώ
…
Η Αρετή Β. μόλις έμαθε το γεγονός, έσκυψε στο μαντήλι της σιωπηλή. Άρχισα τα τηλέφωνα στους συγγενείς πολύ ψύχραιμα, για να αρχίσουν οι απαραίτητες διαδικασίες…
…
Μετά από δέκα ώρες πάνω κάτω, υποδεχόμουν τη Σούλα Σ. στο αεροδρόμιο- την αναγνώρισα χωρίς προσπάθεια, όταν είδε τα δάκρυα που ετρεχαν, έπεσε στην αγκαλιά μου. Αργότερα στο μπαρ με λίγο καφε συνήλθα, της έδωσα το σημείωμα, δεν το είχα διαβάσει και προσπάθησα να της εξηγήσω:
-Εκείνη την εποχή της είπα, ντρεπόμαστε για τα αισθήματά μας, έπρεπε να πεθάνουμε για να τρέξει κάποιο δάκρυ. Τώρα γίναμε πιο ανθρώπινοι, τα παλιά στεγνωμένα κρατημένα δάκρυα, βρέχουν εύκολα το ριτυδωμένο μας πρόσωπο. Ξέρω τι σου γραφει ο συγκρατημένος φίλος μου, μην τον παρεξηγήσεις, δεν είναι πια εδω, μα σε κάλεσε γιατί ήταν σίγουρος πως θα καταλάβαινες πως, ότι πολυτιμο μας έτυχε, δεν κρίθηκε από τις περιστάσεις ούτε από τις συνθήκες, μα από την ευαισθησία και τη σπάταλη καρδιά μας…
…
Η Σούλα Σ. πήρε την επόμενη πτήση – δεν ήρθε στην πόλη μας, δεν ζήτησε πληροφορίες, σύντροφος μιας αξέχαστης εποχής ήξερε να κρατήσει πολύ ψηλά την αξιοπρέπειά μας και να φυλάξει τα αισθήματα που δεν τα έφθειρε η συνήθεια κι ο χρόνος.
Στο αεροπλάνο, ψηλά θα έψαχνε μέσα στα σύννεφα, το πρόσωπο του φίλου μας και θα ξαναδιάβαζε το σημείωμα του που είχε μια μόνο λέξη : ΣΥΓΝΩΜΗ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1= πολιτικός χαρακτηρισμός της εποχής
2=Πολιτικά τοποθετημένος, εκτεθειμένος
Συγκλονιστική ιστορία, ευχαριστώ που την μοιράστηκες…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Αν οι περισσοτεροι απο μας ειχαν τετοιες ευαισθησιες και ευγενεια ψυχής ο κοσμος μας θα ηταν καλυτερος
Μου αρέσει!Μου αρέσει!