
Τον έψαχνα καιρό, στα περιοδικά και τις εφημερίδες και τον εντόπισα τελικά στο διαδίκτυο, στο site «Με τον τρόπο του Μάνου Λουκάκη»- έστειλα σχόλια και μηνύματα- μα δεν ήταν αυτός. Δεν βιαζόμουν , παίζουμε στην παράταση και νομίζουμε πως έχουμε ακόμα πολύ χρόνο. Την Τρίτη το πρωί μόλις άνοιξα τον Μac (υπολογιστή) η είδηση από το ΙΝΤΡΕΝΕΤ κτύπησε παράφωνα, σαν κακόγουστο αστείο,» έφυγε ο Μάνος Λουκάκης» δεν άντεξε. Όπως κατασταλάζει το χώμα στο θολό νερό μετα από νεροποντή, ξεκαθάρισε η πληροφορία, αργά-αργά κατάλαβα. Είχα παρακολουθήσει την πορεία του, ήξερα πως ειχε βρει έναν δρόμο να ταιριάζει στα βήματά του, χαιρόμουν όταν εύρισκα κάποιο βιβλίο του. Μα δεν τα είχα πάρει όλα, πάντα αύριο, δε χάθηκε ο καιρός. Μα είχε φύγει, η κλεψύδρα στέγνωσε, κι ακόμα συλλογιζόμουν-τα ακατανόητα που γίνονται, έπρεπε να προλάβω , στον Αγιο Νικόλαο που ήταν και δική μου πατρίδα.

Το πρώτο που έπρεπε όμως ήταν βιβλία του που μου λείπουν, πως γίνεται να μην τα έχω; Ευτυχώς συμπλήρωσα τις συλλογές του όλες- η πρώτη μόνο ήταν χαμένη στις ατέλειωτες διπλές σειρές της βιβλιοθήκης, «Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας» θα το ανακάλυπτα αργότερα. Μια μαύρη αράχνη έδενε τις κλωστές της βαθιά, ο Μάνος ακουγόταν να μιλά σιγανά, οι στίχοι του από πολλές μεριές σχεδίαζαν εικόνες – χρώματα κοβαλτίου ηλεκτρικές συνδέσεις και φως και κινήσεις αργών λίθων και γωνίες σκληρών θαυμάτων.

Διάβαζα με μανία, σημείωνα σειρές, τον άφηνα να με μαγεύει – ο γητευτής δεν νοιαζόταν, πόσο τον κατανοούν, δεν κάνει εκπτώσεις δεν χαμηλώνει τον πήχη. Ο Μπρετόν έλεγε να μην εκχυδαϊζουμε την τέχνη, η υπέρβαση δεν μπορεί να ζυγιάζεται για να μας δώσουν πιο πολλά, σκεφτόμουν, «με τον τρόπο του Μάνου Λουκάκη» ίσως όπως έγραφε το Blog- δεν ήταν εκεί μα υπήρχε ένας νέος φίλος, που καταλάβαινε.
Όταν συμπλήρωσα το κείμενο, προσπάθησα να το μεταφέρω στο Alkman.gr- απέτυχα, ο Δαίμονας του «τυπογραφείου» δεν άλλαξε ας χάθηκε το μελάνι κι ο τσίγκος-εξαφάνισε την εργασία πολλών ωρών.
Η νύχτα είχε προχωρήσει, η απογοήτευση υποχώρησε, αύριο θα (ξανα)συνεχιστεί η διήγηση…

Τετάρτη πρωϊ, συγκεντρώσεις εργατικές (υπαλληλικές) και ο Μάνος Λουκάκης σύντροφος σε μια βόλτα στα στενά του Ηρακλείου. Ο ποιητής είναι ξένος στην πόλη του, είχε πει κάποιος – να χε δίκιο; Η μνήμη ανασχημάτιζε στίχους από τον Βιτσέντσο Κορνάρο:
«Κι ήφερνε ξόμπλια απόμακρα, πράματα περασμένα
και κατά πως τα σάζασι τα’λεγεν έναν ένα »
ο Μάνος χαμογελούσε έπρεπε να διαλέγω εγώ, ότι θ’ άρεσε ότι θα ταίριαζε στη διαδρομή μας.
(1.α)
«Τζαμαρίες προς τη θέα της θάλασσας προς την άκρη
των δρόμων της πόλης μου μα
Στους διαδρόμους οι πάγκοι ωχροί κι οι καρέκλες
σπασμένες ακέφαλες δίχως
(…)
Στρατονόμοι στις γωνίες σκούπιζαν τ΄άρβυλα
τ΄άναυδο χώμα. Η Παναγία
Η Μυρτιδιώτσσα με το κλαρί του κατιφέ στ’ αυτί
ανέκφραστη στον καναπέ της σκάλας
(…)
Μονολόγησε» ΤΟΣΟ ΕΠΙΜΟΝΑ ΤΟΣΟ ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΛΥΠΗΜΕΝΑ»(1)
Και βέβαια να προσπερνάς
Τις περιστάσεις
Μα η μορφή ενός που χάθηκε
Θα σε αφήνει πάντα πίσω της,
Καθώς αφήνει πίσω της τον ποιητή
Η συνείδησή του,
Μόνο άλλωστε στον ύπνο μας
Οι ωκεανοί χαρτογραφήθηκαν σωστά.
…
«Φεύγαμε . Κι έβρεχε
κι έτρεμαν οι επιγραφές. Αντιφέγγιζαν
Στο λάκκο απέναντι απ΄το μπάρ.»
Πως φάνηκε ο παλιός Ηρακλειώτης λόγιος( Μενέλαος Παρλαμάς), που βρέθηκε ; Από τους στίχους του Μάνου Λουκάκη:
Τον ποταμό μου εξιστόρησαν προχθές
«Πλέουν οι λέξεις πλέουν»έλεγαν
«κι ύστερα ησυχάζουνε στις όχθες με τραγούδια»
Η φωνή του Παρλαμά τόνιζε :Είναι ευχάριστες οι λυρικές εκπλήξεις-παρένθεση μέσα στην πεζολογία του σύγχρονου Μεγάλου Κάστρου»»
Τα στενά διασώζουν λεπτομέρειες, σαν να πάγωσε ο χρόνος – οι πόρτες τα κεραμίδια, η στέψη των καμπαναριών των εκκλησιών, τα περιστέρια των δρόμων και τα ψίχουλα.
Καλά μα τι γυρεύει εδώ, στην απόμερη γωνιά μας ο Έζρα Πάουντ; «Θαλεγες πως ήταν ο αγέρας μες στην καμινάδα»(2) συμβούλεψε ο Μάνος Λουκάκης : » ο καιρός είναι σκοτεινός , το πέλαγο μολυβένιο, ας πάμε στο Βενετσιάνικο λιμάνι».Στρίψαμε προς την εμπορική ζώνη .
«Οι εφτά μπαλτάδες
Τα σπίτια τους μοναχοί τους τα κάνανε αποθήκες,
Ναυτικά τετράδια θερισμένα μαζί με λάθη,
Αυλές να παιδεύουν τα ζάλα της σούστας
Μέσα στην έγνοια τωνπαιδιών
Και της σιωπής του ξένου.»(3)

Ήξερα πως δεν θα μείνει πολύ, δεν γύρισα να κοιτάξω. Εφυγε όπως παλιά, δίχως αποχαιρετισμό-μα τότε οι δρόμοι μας ήταν γεμάτοι περιστέρια και ψευδαισθήσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:(1α), (1), (3) στίχοι του ποιητή Μάνου Λουκάκη-(2) στίχος του Έζρα Πάουντ (από το canto LXXXIII) μεταφρασμένος (Α.Ζέρβας , «Ασματα της Πίζας) από την προμετωπίδα της συλλογής «Σαν τη Μαρία το πρωϊ»
Τρίτη, Τετάρτη 10&11 Μαϊου 2011 Ηράκλειο/επανάληψη 24.3.2012
«Σε τούτη εδώ την πόλη δεν συναντάς τους ποιητές», είχα γράψει παλιότερα. Το συμπληρώνω σήμερα: «Το παρήγορο είναι ότι συναντάς τους φίλους τους»…
Καλή σας μέρα!
ΥΓ. Αναρτώ το κείμενό σας στο blog μου. Φαντάζομαι να έχω την άδειά σας.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!