…
Τον είχα δει ξαφνικά την Πέμπτη, τον περασμένο μήνα, στις 17 Φεβρουαρίου τοθ 2011, στο Μοναστηράκι, δύο ή τρεις βδομάδες πριν από το ραντεβού του με τον βαρκάρη. Περίμενε το πράσινο στη διασταύρωση Ερμού και Αθηνάς, γύρω στη μία το μεσημέρι. Έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο του ταξί, του φώναξα με όλη μου τη δύναμη: ΜΑΝΟΛΗ, ΜΑΝΟΛΗ. Γύρισε προς το μέρος μου, σήκωσα ψηλά το χέρι μου για να με δει, του ξαναφώναξα: ΜΑΝΟΛΗ, ΜΑΝΟΛΗ. Είπα στον ταξιτζή να σταματήσει, μέχρι να βρει, όμως, κάποια άκρη, η απόσταση μεγάλωσε, τα είκοσι-τριάντα μέτρα, έγιναν ογδόντα, εκατό. Γύρισα πίσω, εκεί που τον είχα δει μερικά λεπτά πριν, να ξεχωρίζεις με το μαύρο καπέλο του ραβίνου. Είχε πολύ κόσμο την ώρα εκείνη το Μοναστήρι. Σε αναζήτησα σε όλη την πλατεία, κοίταξα προς τα κάτω στην οδό Ερμού. Είχε γίνει άφαντος. Ήθελα να μιλήσουμε για λίγο. Όπως πάντα, κάτι θα βρίσκαμε να πούμε… Ίσως, τούτη τη φορά, να του έλεγα πως κι εγώ τα αγάπησα τα τραγούδια του. Ύστερα έμαθα ότι έφυγε, έτσι όπως ήλθες, μόνος.

Έφυγε ως άτακτος, άτακτος όντας μια ζωή. Εικόνες μου έρχονται στο μυαλό, καταιγιστικά. Εξήντα χρόνια πίσω, στο 8ο Δημοτικό Σχολείο, εκεί στα Δερμιτζίδικα, μαζί για πρώτη φορά, συμμαθητές στην πρώτη κι ύστερα σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Άτακτοι μαθητές, ακόμη και όταν οι συμπαθέστατοι δάσκαλοί μας –μου έρχονται αίφνης στο μυαλό η γεμάτη καλοσύνη δεσποινίς Ρεβυθάκη, η δασκάλα μας της τετάρτης και ο υπομονετικός κύριος Κυριακάκης, της έκτης– προσπαθούσαν να μας ημερέψουν. Όχι, αυτά που ήθελαν να μας βάλουν στο κεφάλι δεν ήταν αυτά που εμείς θέλαμε να μάθουμε. Δεν εξηγούσαν τίποτα απ’ όσα βλέπαμε, δεν απαντούσαν σε κανένα από τα ερωτήματά μας.
Μείναμε άτακτοι. Το ξέραμε από τότε. Μήπως δεν ήταν αυτός που το 1957, στη μικρή μας παρέα των άτακτων της έκτης, τη μέρα εκείνη που ο δάσκαλος μάς είπε πως μάθημα δεν θα γινόταν, έπρεπε να γυρίσουμε γρήγορα στα σπίτια μας, κόσμος θα έβγαινε στους δρόμους, μπορεί να χυνόταν αίμα. Οι Άγγλοι είχαν κρεμάσει στην Κύπρο τον Παληκαρίδη, μαθητή γυμνασίου. Κι εμείς, μαθητές Δημοτικού, διαλέξαμε να γίνουμε ένα με το πλήθος, το εξαγριωμένο πλήθος… Και να δούμε, με άγρια χαρά, το βρετανικό προξενείο να καίγεται…

Πόσες φορές, αλήθεια, δεν βρεθήκαμε στα Καμίνια, στο γήπεδο του ΟΦΗ: «Θα με βάλεις κι εμένα μέσα θείο;». Και, συχνά, κάποιος φίλαθλος θα βρισκόταν να μας πάρει από το χέρι σαν να ήμασταν παιδί του ή ανίψι του – αλλιώς θα σκαρφαλώναμε τον τοίχο από το αρμένικο νεκροταφείο για να δούμε τον Βάβουλα, τον Καρασάβα, τον Στρατάκη, τον Παπουτσάκη, τον Ηλιού, τον Καψάλη, τον Μακατούνη… Η οικογένεια του ΟΦΗ δεν σε ξέχασε: τούτη την Κυριακή, πριν τον αγώνα, οι ομιλίτες θα τηρήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη σου…

Μου έρχονται στο μυαλό εικόνες από τα χρόνια που πέρασαν, αλλά δεν χάθηκαν… Εκεί στο «Διόνυσο»(3), Δεκέμβρης του ’67, χούντα, χειμώνας, με τον «χωριάτη» να μας βάζει κονιάκ, εγώ να λέω πως είμαστε πια σε πόλεμο, κι εσύ να επιμένεις πως δεν υπάρχει μόνον ένας δρόμος, να λες πως η σόμπα-κουκουνάρι που μας ζέσταινε ήταν το φεγγάρι που είχε έρθει να μας κάνει παρέα …
Ήθελε να φύγει. Έξω πίστευε πως θα ήταν πιο χρήσιμος. Λίγο μετά τον έβλεπα ξανά στο σπίτι του Νίκου και της Ρέας(1), στο Παγκράτι. Έφευγε για την Αγγλία, όπου οι Μοίρες τού είχαν κλείσει ραντεβού με τον Τρότσκι, τη Λούξεμπουργκ, την Βανέσα Ρεντγκρέιβ… Κι εκεί, πάλι κοινοί μας φίλοι σε περίμεναν: ο Μπάμπης, ο Μανόλης, λαμπράκηδες που είχαν σκορπίσει στα πέρατα της Ευρώπης…
Ύστερα πίσω ξανά στην Ελλάδα, αναζητώντας απαντήσεις μέσα από δρόμους που έτεμναν κάθετα υπαρκτούς και ανύπαρκτους κόσμους, στο σπίτι του Κωστή(2), στη Δαφνομήλη, κι ύστερα στο Ηράκλειο, στα Λιοντάρια, συζητήσεις απίστευτες, όλα στο τραπέζι, επανάσταση, έρωτας, ισότητα, κοινοκτημοσύνη, ανατολικές θρησκείες, μεταφυσική, δάσκαλοι έκτου και εβδόμου βαθμού, που μπορούν να φεύγουν από το σώμα τους, να πηγαίνουν όπου θέλουν, κι ύστερα να γυρνούν πάλι πίσω, όποτε θέλουν… Και με διαβεβαίωνε πως δεν υπήρχε κίνδυνος, παρά την τόση πολυκοσμία, να μπει κανείς, επιστρέφοντας, σε άλλο σώμα…
Μακάρι να είχε δίκιο . Και τώρα να μετεωρίζεται πάνω από το Θιβέτ, και να σχίζει σαν αητός τους ουρανούς της Ινδίας, κι ύστερα να πετάει πάνω από τη γη των Ιουδαίων. Και να δίνει στο τέλος μια βουτιές πίσω στους αιώνες για να βρίσκεται ανάμεσα στα αδέλφια του τους Μινωίτες…
Μα κι αν ακόμη έκανε λάθος, πάλι δεν πειράζει. Ξέρω πολλούς ζωντανούς που είναι πιο πεθαμένοι κι από τους πεθαμένους. Ξέρω και πεθαμένους που είναι πιο ζωντανοί κι από τους ζωντανούς.
(1) σπίτι Νικου Γιανναδάκη- Ρέας Γαλανάκη (παντρεμένοι τότε)
(2) Μάλλον Κώστας Καρυωτάκης
(3) περίφημο μπάρ (κλαμπ τότε)με τον Γάλλο Ζακ και το Μάριο (Ιωαννίδη) στη θέση περίπου του σημερινού ΤΑΚΕ FIVE
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι εικόνες είναι από το αρχείο του Ρουσέτου Παναγιωτάκη, τον ευχαριστουμε.