Έφυγε ένας ακόμα φίλος των νεανικών χρόνων, ο Γιάννης Σαββάκης, την Τετάρτη 17η Οκτωβρίου πήρε τη βάρκα για να περάσει τον Αχέροντα ποταμό , πλήρωσε τον “οβολόν” του , όπως συνηθίζεται στον σκοτεινόν κωπηλάτη για τον κάτω κόσμο.
Δεν φτάνουν πια χαρούμενες ειδήσεις, στο απεχθές πολιτικό τοπίο και τον ζόφο της εποχής, περισσεύει σκοτάδι και θειάφι και ενεδρεύει ο θάνατος.
Όχι πως είναι νωρίς, για όσους πέρασαν την 7η δεκαετία της ζωής, μα όσο είναι δύσκολο να αποδεχθούμε τα πολιτικά γεγονότα άλλο τόσο (και πιο πολύ) είναι να πεισθούμε για την εξάντληση ενός χρόνου που έμοιαζε ατέλειωτος.

Ο Γιάννης νέος για την εποχή μας ακόμα, ζωηρός και δημιουργικός, δυνατός και ευαίσθητος θα σκεφτόταν νέες απασχολήσεις. Μετά τα δέντρα και τα φυτά (του επαγγέλματος και των οικογενειακων κτημάτων)τον ενδιέφεραν χίλια πράγματα. Κάποτε ζωγράφισε με επιτυχία πίνακες που εξέπληξαν αυτούς που γνωρίζουν την τέχνη των χρωμάτων. Μετά , όταν αισθάνθηκε να τον πνίγουν σκέψεις και ιδέες σχεδίασε μιας άλλης κατεύθυνσης πόνημα : ένα βιβλίο. Ενώ στη ζωγραφική μπορούσα κάπως, λόγω σπουδών και επαγγέλματος, να εκτιμήσω τις επιδόσεις του (και να ζηλέψω και λίγο) στις θεωρητικές αναλύσεις ήμουν μακριά από κάθε αποτίμηση. Όταν τον είδα να καταπιάνεται με θέματα πολύ πιο κοντά στις προσωπικές μου προτιμήσεις παραξενεύτηκα και (γιατί όχι) αμφέβαλα, καλά θα μπορέσει αυτός ο γεωπόνος να σχεδιάσει την πόλη μας (σκέφτηκα); Είδα κάπου κρεμασμένο το μεγάλο σχέδιο του Χάνδακα, ασπρόμαυρο με σημειώσεις, σαν γκραβούρα παλιάς εποχής και διάβασα κάτω κάτω τ’ όνομά του. Έμοιαζε εργασία ενός μελετητή που ξέρει να σκιτσάρει και ενός σχεδιαστή που γνωρίζει την ιστορία των μνημείων του τόπου μας. Του ζήτησα ένα αντίγραφο και βέβαια του έδωσα θερμά συγχαρτήρια για την δουλειά του. Αν και είμαστε από παιδιά σ αυτήν την πόλη (και σε φιλικές – συνδεδεμένες στενά οικογένειες) παρά τις επαφές, βρεθήκαμε πολύ κοντά μόνο στα φοιτητικά χρόνια. Τότε ο άνεμος της εξέγερσης παρέσυρε του πάντες και οι δημοκρατικοί αγώνες, έδιναν ευκαιρίες για μεγάλες παρέες και ακόμα σημαντικότερες συνάξεις και συγκλονιστικές (μερικές φορές) εμπειρίες. Στα αργόσυρτα βήματα της επαρχιακής μας ζωής στην πόλη μας μετά, ποιος να δει κανέναν και τι να κάνει. Μόνο τυχαία γινόταν μια γνωστοποίηση και ακόμα σπανιότερα μπορούσε να φτάσει μια πληροφορία, που δεν αφορούσε σε κοινωνικά γεγονότα (γάμους, γεννήσεις, κλπ).

Έτσι κάποτε (τελευταία) σε μια στιγμιαία συνάντηση, είδα να κρατάει ένα μεγάλο ρολό – νόμιζα ότι ήταν πολεοδομικό σχέδιο. Έκανα λάθος, ήταν μεγαλύτερης “κλίμακας” ήταν ένας χάρτης της Κρήτης. Όταν τον άνοιξε η έκπληξη ήταν πολύ ευχάριστη. Ο σχεδιαστής ίσως είχε ωριμάσει, χρησιμοποιούσε χρώματα και έδινε πανοραμικές όψεις, ζωντάνευε το νησί μας και πρόσθετε άπειρες εικόνες και πληροφορίες. Χρησιμοποίησε ότι απλούστερο, ξυλομπογιές και μελάνι και πρόσθεσε (αυτήν τη φορά) και γνώσεις για την σημερινή εποχή. Τώρα έδινε (έδειχνε) όλη την γκάμα των γνώσεων του και των ικανοτήτων του. Έδειξα στον ειδικότερο Σπ. Ζεβ. που ίσως θα μπορούσε να δει εφαρμογή αυτού του επίπονου σχεδίου. Θα το μελετούσε και σίγουρα θα βρει κάποια χρήσιμη εφαρμογή.
Δεν προλάβαμε να κάνουμε την αναγκαία συζήτηση, ο Γιάννης βιάστηκε, δεν υπήρχε άλλος χρόνος.
Όταν βρισκόμαστε στην στροφή του δρόμου καταλαβαίνουμε τι δεν προλάβαμε, μα δεν είναι ποτέ αργά. Ότι έγινε δεν θα χαθεί, ούτε μια ανάσα ούτε μια σκέψη ούτε ένα ανεφάρμοστο σχέδιο, συλλογιζόμουν…
Ο Γιάννης Σαββάκης ήταν έντονη ύπαρξη, δεν τον χωρούσε ο φτενός τόπος μας. Μεγαλόσωμος και επιβλητικός, έψαξε μέχρι το τέλος, δεν έμεινε στην στενή άνυδρη γη μας, με σταυρωμένα χέρια. Ήξερε και έσκαψε να βρει, κάτω απ΄τ αμπέλια των προγόνων του. Σαν Homo universalis, όπως θα λεγε κάποιος δάσκαλός μας, από την επιστήμη της γης στη ζωγραφική, από εκεί στην αρχιτεκτονική και το σχέδιο και τον στοχασμό.
Δεν θα τον φοβίσει ο Αχέροντας ποταμός κι ο επίφοβος Κωκυτός (ήταν παρηγορητική η σκέψη)- ξέρει καλά πως, όσοι περνούν από εκεί ξεχνούν, κάθε τι που πληγώνει.
Τάσος Λειβαδίτης:»Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ…»
Μου αρέσει!Μου αρέσει!