ΕΛΛΗΝΙΚΗ (ΜΕΛΟ) ΤΑΙΝΙΑ 1963
Αφιερωμένο στον άτυχο φίλο ΧΧ
Ώμο βρήκε για να κλάψει, χέρι για να κρατηθεί
και προσμένει της αγάπης, το φιλί να ζεσταθεί
Να φυσήξει των ερώτων ο ζεστός Νοτιάς να φέρει
μες τη μέση του χειμώνα τ΄όμορφο το καλοκαίρι
Κι όταν πάψει η στεναχώρια και μονάχη της σταθεί
η καρδιά της να κτυπήσει κι άλλην αγκαλιά να βρει
……..
Όλα θα ναι ξεχασμένα το καράβι ποντισμένο
στο βυθό κάποιος πνιγμένος με το πρόσωπο πρισμένο
Τα δυο μάτια του γεμάτα φύκια και μικρά κοχύλια
πεισμωμένος λες δαγκώνει τα γαλάζια του τα χείλια
Δεν αισθάνεται – στα βράχια η καρδιά και το μυαλό του
δεν τον νοιάζει που περνάνε ψάρια από το μάγουλό του
…
Περασμένα ξεχασμένα μοναχός του στο ταξίδι
ο καθένας μας θα πάρει ότι η Μοίρα του του δίδει
Ποιος να πήγαινε μαζί του πως να τον ακολουθούσε
μόνος του στων αισθημάτων το δικό του κόσμο ζούσε
Δεν εγνώριζε συμφέρον – λογική τι να την κάνει
έλεγε και προσπαθούσε την καρδιά πρώτη να βάνει
Στα ταξίδια αναζητούσε της λαχτάρας του την άκρη
στο γαλάζιο του πελάγου στων ωκεανών τα μάκρη
…
Κι ήρθαν μέρες δίχως ήλιο και μεγάλες καταιγίδες
και το θολωμένο κύμα έσβησε καλές ελπίδες
Η λαχτάρα το μεράκι πνίγηκαν σε κάποιες ξέρες
τώρα στο βυθό κοιμάται δεν μετρά νύχτες και μέρες
Αναπαύεται, τα φύκια στρώνουν μαλακό το στρώμα
κατακόκκινα κοράλλια του στολίζουμε το σώμα
Κι απ τη θάλασσα η ψυχή του σ΄ουρανούς ψηλά πετάει
το γαλάζιο λες πως πάντα λαχταρά και κυνηγάει
Την Αγάπη έχει κοντά του άγγελο και φύλακά του
και στον κόσμο των πνευμάτων, είναι εκεί κοντά του
…
Κι όταν Κείνη τον ξεχνάει και φιλί κάποιου ζητάει
ενώ δεν τον συλλογιέται, αυτός πάλι λαχταράει
Ούτε της θαλάσσης κύμα ούτε φύκια και κοχύλια
θα τον κάνουν να ξεχάσει τα δυο κόκκινά της χείλια