Η ειδήσεις από την Αθήνα πολύ σπάνια είναι πια ευχάριστες. Όλο και κάτι άσχημο συμβαίνει κι επειδή είμαστε μακριά αργούμε να το μάθουμε. Υπήρχε μια αδιευκρίνιστη πληροφορία για τον Βασίλη Πλουμπίδη, μέχρι να ρωτήσουμε έφτασε επίσημη και κατηγορηματική και κατάμαυρη επιβεβαίωση. Και αρρώστια και βαριά και τελική καταδίκη. Επειδή το κλεινόν άστυ είναι μεγάλο , πολυάνθρωπο και αχανές, οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν χωρίς συνήθως να το μάθουμε, ακόμα και σήμερα με την ψηφιακή τεχνολογία δεν φτάνουν τα καθημερινά γεγονότα. Μα εδώ που μιλάμε κάθε μέρα με τους φίλους μας και τους γνωστούς μας, σπάει η απομόνωση, για όχι εύθυμα πάλι θέματα.

Τι κι αν έχουμε χρόνια να δούμε κάποιον φίλο, δεν φεύγει από το νου και την καρδιά μας. Και ο Βασίλης ο Πλουμπίδης, δεν και ήταν ένας ανώνυμος μέσα στο πλήθος (όχι ότι το πολυμετράμε αυτό). Ήταν φίλος μας , ενταγμένος κάποια εποχή και στους κρητικούς φοιτητές, αυτός ένας Πελοπονήσιος, ένας Αρκάς (από Αρκαδία δηλαδή) .
…
Από το πρώτο βλέμμα έβλεπες ότι τον βάραινε η καταγωγή του, η αριστερή μας τότε (από το Κέντρο) στροφή, τον έφερνε πιο κοντά μας, ο Πλουμπίδης είχε το στίγμα του αριστερισμού, του πατριωτισμού και του ήθους – ότι κι αν έλεγαν οι (καθυστερημένες) ηγεσίες, ο Νίκος Πλουμπίδης (αδελφός του πατέρα του), παραμένει αξεπέραστο πρότυπο αγωνιστή, μαχητή πατριώτη για όλους μας . Ας περνάνε στην πρώτη γραμμή άλλοι, ας επικρατούν σκοπιμότητες, ποτέ κανείς μας (ανεξάρτητα από την κομματική τοποθέτηση του) δεν αμφισβήτησε την πρώτη θέση στον ήρωα ενός κινήματος ( δεν έχει σημασία αν σήμερα αμφισβητείται το ΚΚΕ), που θέλησε να αλλάξει τον Κόσμο.

…
Ψηλός σπαθάτος, όμορφος, ο Βασίλης των σπουδαστικών χρόνων, σε κέρδιζε με την καθαρότητα της σκέψης του, την εξυπνάδα και το περίεργο χιούμορ του. Η φτώχεια τότε ήταν κοινή μας οικοδέσποινα, μα δεν μας ένοιαζε καθόλου, φτάνει να βρίσκαμε 2-3 τσιγάρα και κάποια ζωηρή εκδήλωση. Η Ελευθερία η Δημοκρατία, η Δικαιοσύνη , ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων και μας φλόγιζαν, τίποτα δεν μπορούσε να μας κάνει να φύγουμε από το δρόμο που (νομίζαμε, είμαστε σίγουροι ότι) οδηγούσε στο ιδανικό μέλλον.
Η ομάδα των γεωπόνων, ο Γιώργος, ο Βασίλης, ο Αλεξανδράτος , ο Φλέγκας, ο Γεωργομανώλης, ο Δουβίτσας, αλλά και δυο φοιτήτριες η Πόπη Τσεμπελίκου και η Μαργαρίτα , μας φαινόταν η πιο συνεκτική ομάδα της αριστερής νεολαίας, που έκανε θαύματα στην σχολή του Βοτανικού.
…

Κι ήρθε η επάρατος (Δικτατορία), που έγινε λες για να κτυπήσει τα σπουδαστικά νιάτα, έπληξε (ως ήταν φυσικό) πολύ καίρια τους φοιτητές της γεωπονίας. Ο Βασίλης διασώθηκε με βαθιά τραύματα κι άλλοι πληγώθηκαν ακόμα πιο πολύ. Ξανασυντηθήκαμε τότε, βρεθήκαμε δίπλα, στον αγώνα για επιβίωση και αλλαγή. Η ΦΥΤΟΦΑΡ ήταν μια προσπάθεια, ένα μαγαζάκι σε κεντρική οδό. Ο Γιώργος Ζ. και ο Β. Πλουμπίδης ομόρρυθμοι εταίροι – βοηθός συμπαραστάτης ο Βασίλης (;)Φαράκος, (αργότερα έμαθα ότι ήταν αδελφός του Γρηγόρη Φαράκου).
…

Ιδρώτας και αίμα για να φύγει η επαχθέστατη (και ανόητη) Χούντα και να βγει ένα κομμάτι ψωμί. Τακτικός επισκέπτης της οδού Αναξαγόρα (εκεί ήταν το μαγαζί) εγωνιούσα μαζί τους μέχρι το 1980, που φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της προόδου, ανάκαμψης και της απογείωσης της μικρής επιχειρησης.
Ο Βασίλης Πλουμπίδης, ακολούθησε ήσυχος πια τον δρόμο του, κι όπως όλοι – δεν ασχολήθηκε με την πολιτική της πρώτης βαθμίδας, δεν έγινε κομματικός παράγων(ινστρούκτορας), βουλευτής, επίσημος. Και κάποτε απομακρύνθηκε από το επάγγελμα (όπως όλοι ) χάθηκε σιγά σιγά από την πιάτσα , την αγορά, έγινε κι αυτός συνταξιούχος.
…

Μα οι μνήμες δεν τιθασσεύονται επειδή έγιναν πολλά κι επειδή και συσσωρεύθηκαν και τόσες φθορές, ούτε επειδη μας χώριζαν μεγάλες αποστάσεις, ούτε επειδή οι ανάγκες μας (κι οι ανταλλαγές) περιορίσθηκαν στα χάπια της πίεσης και της χοληστερίνης. Γυρίζουμε πίσω, με αυτοματισμό αντανακλαστικών του Παυλώφ (που οι θεωρίες του μεταναστευσαν στις ΗΠΑ) …
Τα χρόνια της μεγάλης διαμάχης (διάσπασης) βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά όταν όλοι είχαν περάσει απέναντι. Δεν ήξερα ότι εκτός από τον αδελφό του πατέρα του ( γνωστό στέλεχος του ΚΚΕ Ν.Πλουμπίδη) που πλήρωσε πανάκριβα την προσήλωσή του στο κόμμα του και την αξιορέπειά του, το πιο προσφιλές του πρόσωπο , η μάνα του, δέχθηκε την πιο απάνθρωπη ανελέητη εξοντωτική επίθεση της εμφυλιακής βαρβαρότητας – για τους ίδιους λόγους – όταν ο μικρός Βασίλης ήταν επτά χρόνων , τ αδέλφια του : ο Δημήτρης 13, ο Αλέκος 12, η Αγγελική 9 και ο Αλέκος νήπιο .

Όταν κατέληγα εύκολα σε μάλλον ιδεολογικές σκέψεις (κατευθύνσεις), ο Βασίλης είχε πολύ πιο σοβαρούς λόγους να τοποθετείται και συνέπιπταν αλλά είχαν αλλες αφετηρίες οι εκτιμήσεις μας. Ποτέ δεν ήταν πιεστικός ή αλαζωνικός ή επιτιμητικός – ακόμα κι όταν θα έπρεπε.
Όταν στα 1972 μέσα στο σκοτάδι και το ζόφο της εποχής, ξεκίνησαν το επάγγελμα με τον Γ.Ζ. έκανα την πρόσκληση των εγκαινίων του καταστήματος της κεντρικής οδού (Αναξαγόρα 16), σχεδίασα τον πάγκο, και τα γράμματα της νταμπέλας – που να βρεθούν χρήματα για επαγγελματία. Και αργότερα μολις έφυγαν οι στρατιωτικοί, σχεδίασα και το σπίτι του. Πάντα η φιλία ήταν δεμένη με ανιδιοτέλεια και αγάπη, ο γλυκύτατος φίλος, ακόμα κιόταν σκοτείνιαζε το βλέμμα του, είχε μόνο καλό λόγο να πει.

Κι ο νους γυρίζει ακόμα πιο πίσω…
Στις φοιτητικές συντροφιές του 1960-65, ο Σύλλογος Κρητών ήταν το κέντρο, λόγω θέσης του κτιρίου (γραφείων )αλλα κυρίως γιατί ήταν το μόνο ανοικτό δημοκρατικό ξέφωτο, στην καταχνιά της Αθήνας, που την μάστιζε η ακροδεξιά της ΕΚΟΦ και της Ασφάλειας. Όλοι οι σχεδόν οι σπουδαστέ ς(της επαρχίας κυρίως ) πέρασαν από εκεί, μα έμειναν λίγοι, ο Βασίλης ήταν από τους πιο τακτικούς, με τον Αλεξανδράτο, τον Φλέγκα. Αν και δεν έλειπαν οι φοιτήτριες, τα αγόρια έκλειναν τις στενές παρέες, ένας συντηρητισμός, ακριβώς αντιστρόφως ανάλογος με τις πολιτικές μας θέσεις, περιόριζε τη ζωή μας, στην συνδικαλιστική και πολιτική δράση και τις πολύ συνεκτικές ανδρικές παρέες. Το άλλο φύλο, γινόταν δεκτό ως ισότιμο μέλος στα θρανία και το σύλλογο και το κόμμα, αλλά όχι πέραν τούτων. Ίσως και γι αυτό οι φιλίες δέθηκαν με πολύ αίσθημα και βέβαια σφυρηλατήθηκαν με ατσάλι, στις βίαιες διαδηλώσεις και τις συγρουσεις με τα ΜΑΤ της εποχής (το μηχανοκίνητο του Μπιτούνη;).Ο Β.Π. ένας από μας, τόσο κοντά στους κρητικούς, που έλεγε χαριτολογώντας ότι έπρεπε και να…ψηφίζει στις «αρχαιρεσίες» του Συλλόγου Κρητών.

- Είναι παράξενο μα συνέβη, οι φοιτητές εκείνης της εποχής, αποτελούσαν μια τεράστια ομάδα, πολύ ομοιογενή και ισχυρή , ενωμένη και αδιάσπαστη. Γιαυτό μοιάζουν όλοι, άσχημοι κι όμορφοι, πλούσιοι και φτωχοί, εξυπνοι και αφελείς, δημοφιλείς και περιορισμένης απήχησης. Αν ξεχώριζαν λίγο και λίγοι, μέσα σ αυτούς διακρινόταν ο Βασίλης. Για τη σεμνότητα και την ευφυία του, για τα λίγα που ξέραμε για το παρελθόν του. Μα οι κρητικοί του είχαν περισσότερη εκτίμηση και αγάπη, τον θεωρούσαμε Κρητικό εξ επιλογής, πιο πολύ για το φιλότιμο την ανιδιοτέλεια και το ήθος του και τα αισθήματα που έτρεφε για τους κρητικούς . Γι αυτό έφερε πολλά δάκρυα στους κρητικούς φίλους του η είδηση. Θα τον θυμόμαστε .
Μια παρέα μαθητών στα Νέα Λιόσια, στα σκοτεινά χρόνια της χούντας, οφείλει, τα πρώτα, τα καθοριστικά της βήματα, στον Βασίλη. Υπήρξε φίλος, δάσκαλος, αρρωγός στις νεανικές μας προσπάθειες να σταθούμε όρθιοι. Μας δίδαξε ήθος με τη ζωή του, μας καλούσε να υπερασπιζόμαστε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να ελπίζουμε και να παλεύουμε για ένα «κόσμο πιο φωτεινό» (του άρεσε να τραγουδάει εκείνο το παλιό του Λεοντή που έλεγε:
«…κι αν θες ν’ αλλάξουμε ζωή, να πάμε σε μιαν άλλη,
έλα καλή μου, φόρεσε τ’ άσπρο μαντήλι σου πάλι
και τ’ αύριο πιο καλό απ’ το χθες για μας τους δυο.
……….. έχουμε οι δυο μας δύναμη να ξαναρχίσουμε πάλι
σε κόσμους άλλους κι ουρανούς, πιο φωτεινούς»)
Ο Βασίλης έφυγε όρθιος, όπως έζησε. Δεν τον πρόλαβα στις τελευταίες του στιγμές. Όμως τον βλέπω να μας αποχαιρετά στην πόρτα του σπιτιού του, χαμογελώντας, με κάποιους στίχους του Λειβαδίτη:
ΑΝΤΙΟ
Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα έχουν πεθάνει, στις ράγες θα φυτρώνουν μαργαρίτες από τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
πού είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό.
…………………………………………………..
……. Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μέσα στη νύχτα
και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν . Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.
Γι’ αυτό σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική…..»
Θα τον θυμόμαστε με τρυφερότητα, όπως γίνεται κάθε φορά που έρχεται στο νου ο χαμένος πατέρας…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Πετρούπολη, 01/11/2012
Ύστατος χαιρετισμός στον αγαπημένο φίλο, “δάσκαλο” και σύντροφο, Βασίλη Πλουμπίδη
(Από τον Νίκο Τριανταφύλλου)
Αγαπητέ μου Βασίλη. Αγαπητέ μας Βασίλη.
Βρεθήκαμε σήμερα εδώ, σε αυτήν την ιδιότυπη συνάθροιση, τα αγαπημένα σου πρόσωπα, η οικογένειά σου, οι συγγενείς σου, οι φίλοι σου, οι συνεργάτες σου, για να σου απευθύνουμε τον ύστατο χαιρετισμό.
Για μένα, πρέπει να ξέρεις πως δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσω για την προσωπικότητά σου, για τη ζωή σου, για την προσφορά σου στην οικογένεια, τον κοινωνικό περίγυρο , για την προσφορά σου στην εξέλιξη της κοινωνίας.
Είχα την τύχη, όταν ήρθα στην Αθήνα το 1964 σε ηλικία 12 χρονών, να κατοικήσω στο απέναντι από το σπίτι που εσύ και ο μπάρμπα Γιώργης, ο πατέρας σου, έμενες τότε.
Είχα την τύχη να είσαι από τους πρώτους ανθρώπους, που συνάντησα στην Αθηναϊκή μεγαλούπολη.
Θυμάμαι και σήμερα τα λόγια της μάνας μου όταν σε πρωτοείδε να περνάς απ’ τον δρόμο, όταν ακόμα δεν ξέραμε ποιος ήσουν και πως σε έλεγαν. «Απέναντι μένει ένα λεβεντόπαιδο»! και δεν εννοούσε μόνο ως προς την εμφάνιση, αλλά και ως προς τον χαρακτήρα. Και δεν έπεσε έξω, όπως αργότερα μου έλεγε με νόημα.
Πέρασαν τα χρόνια, η γειτονιά δέθηκε, ή μάλλον εγώ δέθηκα με αυτήν, βρεθήκαμε στην ίδια παρέα, γίναμε φίλοι και αυτό δεν άλλαξε μέχρι σήμερα.
Για να είμαι δίκαιος και ειλικρινής, οφείλω να αναγνωρίσω, πως η γνωριμία μου μαζί σου, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή μου και τολμώ να πω πως σημάδεψες και τη ζωή όλων αυτών που βρέθηκαν κοντά σου.
Για μας, τα Γυμνασιόπαιδα της περιόδου της δικτατορίας, ήσουν ο μεγάλος φίλος και ο φωτεινός φάρος, που φώτισε τους δρόμους που αργότερα θα διαβαίναμε. Και αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε ποτέ.
Οι μαρξιστές λέμε πως ο τρόπος ζωής καθορίζει και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Ο Βασίλης Πλουμπίδης χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ, έστω και στο ελάχιστο, κατάφερε να ζει σε πλήρη αρμονία με αυτά που πίστευε, με αυτά που οραματιζόταν.
Στις προσωπικές του σχέσεις δεν ήταν άνθρωπος της ρήξης και της σύγκρουσης. Γιατί ήταν άνθρωπος που κοίταζε πρώτα τις προτεραιότητες των άλλων και τελευταία τις δικές του. Είχε φτιάξει τον δικό του κόσμο, όπως αυτός τον οραματιζόταν και μέσα εκεί προσπαθούσε να χωρέσει όλους εμάς, με τις αδυναμίες μας, τους εγωισμούς μας, τις μικροπρέπειες μας. Προσπαθούσε να αναλύσει, να ερμηνεύσει και δικαιολογήσει και τις πιο περίεργες ακόμα συμπεριφορές μας, γιατί είχε την ανάγκη να τις καταστήσει λογικές, κατανοητές και αποδεκτές.
Ο Βασίλης Πλουμπίδης δήλωνε Κομμουνιστής. Και ήταν κομμουνιστής, γιατί όλη του η ζωή ήταν συνυφασμένη με τα ιδανικά της κοσμοθεωρίας του.
Ο Βασίλης Πλουμπίδης δήλωνε ΚουΚουΕ και ήταν ΚουΚουΕ μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ποτέ δεν υπήρξε οργανωμένο μέλος του.
Είχε την ικανότητα της ανάλυσης των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, όντας γνώστης των νόμων που τις διέπουν.
Ακόμα και τότε που τα συμπεράσματά του αποκλίνανε από τα γενικώς παραδεκτά στο «χώρο του, το χώρο μας», ακόμα και τότε δεν έχανε την αισιοδοξία του και τη βεβαιότητά του πως το μέλλον της ανθρωπότητας είναι μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η κοινωνία της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού.
Αγαπητέ μου φίλε.
Εμείς, η οικογένειά σου, οι συγγενείς και οι φίλοι σου. Εμείς τα τότε Γυμνασιόπαιδα, που μεγαλώσαμε εν τέλει, θα σε θυμόμαστε πάντα, με σεβασμό, με εκτίμηση και απέραντη ευγνωμοσύνη. Γιατί ήσουν, ο φίλος, ο δάσκαλος ο σύντροφος, ο φωτεινός φάρος που φώτισε το δρόμο μας.
Στη μνήμη μας, θα παραμείνεις αθάνατος
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Στη μνήμη Βασίλη Πλουμπίδη
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ 16-11-2012
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ
Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 χρόνων ο αγωνιστής, φίλος και σύντροφος ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ, γεωπόνος. Ο σ. Βασίλης γεννήθηκε στο χωριό Ράφτη της Αρκαδίας, κάπου ανάμεσα στο Δεκέμβρη 1940 και το Φλεβάρη 1941. Ηταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας της Ευρυδίκης (το γένος Μιχαλοπούλου) και του Γεωργίου Δημητρίου Πλουμπίδη, αδερφού του αείμνηστου Νίκου Πλουμπίδη. Οι κατατρεγμοί και οι πολιτικές διώξεις στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια επέφεραν πολλαπλά πλήγματα στην οικογένεια Πλουμπίδη, με αποκορύφωμα τη σύλληψη και την εξορία στην Ικαρία του πατέρα τους Γιώργου, ταμειακού υπαλλήλου, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ενώ στου Ράφτη, όπου ζούσαν, τα παιδιά έμαθαν, στις 26 Οκτώβρη 1948, για το θάνατό της μητέρας τους στη Δημητσάνα, όπου είχε αποσπασθεί και υπηρετούσε ως δασκάλα. Από του Ράφτη μετακινήθηκαν άρον άρον στη Βολάντζα, τη σημερινή Αλφειούσα, γενέτειρα της μητέρας τους. Από εκεί, δυο χρόνια μετά, μαζί με τον πατέρα τους, που γύρισε από την εξορία, τα παιδιά μετακόμισαν στα Λαγκάδια.
Ο Βασίλης μαθήτευσε στα σχολεία -Δημοτικό και Γυμνάσιο- της Γορτυνίας, μέχρι την τετάρτη Γυμνασίου. Τις δυο τελευταίες τάξεις τις πέρασε στην Αθήνα, στον απόηχο της εκτέλεσης του αδελφού του πατέρα του Νίκου Πλουμπίδη, στις 14 Αυγούστου 1954. Τελείωσε την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε, αρχικά, στον ΟΓΑ και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τα γεωργικά φάρμακα. Δραστηριοποιήθηκε συνδικαλιστικά και στη δεκαετία του 1980 διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Γεωπόνων Αττικής.
Η πολιτική του ένταξη στο ΚΚΕ υπήρξε ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του. Υπήρξε, πάντα, πιστός και θερμός υπερασπιστής των θέσεων του Κόμματος. Συνήθιζε να διαβεβαιώνει τους συνομιλητές του ότι «θα παραμείνει στις γραμμές του ΚΚΕ έστω κι αν έχει απομείνει ο τελευταίος».
Σύντροφε Βασίλη, καθώς δεν μπόρεσα να σε αποχαιρετίσω από κοντά, στην κηδεία σου, στη μνήμη σου και αντί για στεφάνι στο νωπό τάφο σου, προσφέρω στο Κόμμα μας, το ΚΚΕ, 50 ευρώ. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει. Εγώ και οι άλλοι συνάδελφοι γεωπόνοι, κοινοί μας φίλοι, θα σε θυμόμαστε πάντα.
Γιάννης Ζαγγανάς
Μου αρέσει!Μου αρέσει!