
Συνάντηση ευτυχισμένης στιγμής, είναι 11 πια, η νύχτα έχει μαζέψει τους ανέμους που σάρωσαν την Παλιά μας Πόλη. Στο καφενεδάκι του Μάνου Φ. (ΤΟ ΘΗΡΙΟ)καρφωμένο (με σανίδες) στην άκρη της γωνίας της οδού ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ σε δυο τετραγωνικά- κι ο παλιός και ο πιο δυσεύρετος φίλος Χ.Χ.. Λένε πως η φιλία είναι σαν το παλιό κρασί, μα ο άνθρωπος που πρόβαλε ξαφνικά από το παρελθόν, ήταν ένα διαμάντι που χάθηκε σαν άνοιξε η γης (όπως κάποτε που έγιναν σεισμοί και καταποντισμοί) – πως βρέθηκε τώρα;

Η τύχη; Η πρόνοια και η χάρη, που ξεπερνάει τα στενά όρια της πίστης κι ακουμπά ευεργετικά κάθε ανθρώπινο πλάσμα; Η σύμπτωση , η θεωρία των παιγνιδιών , η μαθηματική λογική -όλα φαινόταν αδιάφορα, καθώς παρατηρούσα το πρόσωπο του αγαπημένου παμπάλαιου φίλου – στρογγυλό, με μαλλιά και γένια ασημένια, θύμιζε το φεγγάρι που μεγάλωνε πίσω από τους όγκους των ψηλών κτιρίων – τα λόγια έτρεξαν και στριμωχνόταν. Η συζήτηση με ανώμαλες επιφάνειες, που να προλάβουμε όσα πέρασαν; Πως να φανεί πως (παρα)χαράκτηκε η εικόνα μας, πως να γνωρίστουμε ξανά, μετά από τόσες επεμβάσεις στη μνήμη τη λογική και το αίσθημά μας;

Απειρία ένοιωθα, γιατί ίσως οι εμπειρίες έστρωσαν πολλά φύκια στη θάλασσά μας, για να καλύψουν τις αναζητήσεις της » λογικης»και της καρδιάς της ανάγκες.
Κι οι λέξεις άρχισαν να βιάζονται, γινόταν ξυράφια για να κόψουν και να χωρίσουν – ο κοινός παρονομαστής μας δεν έβρισκε αριθμούς μα σύμβολα ακατανόητα.Λίγο οινόπνευμα βοηθούσε μα και δυσκόλευε καθως άνοιγε την έκφραση σε πιο απόλυτες διατυπώσεις. Άνθρωποι αγαπημένοι συλλογιζόμουν και χανόμαστε στον εαυτό μας – πως να βρεθούμε που ο χρόνος μας έχει εξαντληθεί και το ξέρουμε καλά, πως να αποφύγουμε τα κύμματα και τους σκοπέλους που η καρδιά είναι ανταριασμένη κα το πέλαγο επικίνδυνο.
Με λίγο αψύ τυρί και στιφή ελιά που έφερε η ευγενική Ιρέμ, μια κούπα κρασί, η διάθεση ισορρόπησε έπαψε να ζυγίζεται ξεξιά και αριστερά, η γλύκα της επαφής επέστρεφε, ενώ η κλεψύδρα στέγνωνε με μια βιαστική καληνύχτα – σαν χάδι και σαν σφίξιμο.
-Αντίο φίλε.
20.7.2013
