
ΧΡΟΕΣ:Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ
Κυριακή , παγωμένο βράδυ, στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο κέντρο της πόλης μας. Στους τοίχους του βενετσιάνικου ναού, εικόνες καρφωμένες μας αποπροσανατολίζουν , μας απωθούν από την αίθουσα που κάποτε κοσμούσαν αντίγραφα μεγάλων μαστόρων της Κρητικής Σχολής. Συγκεντρωθήκαμε στη μέση του χώρου που είχε τοποθετηθεί το «ιστορικό» πιάνο , που κάποτε απέκτησε η πόλη μας με χίλια ζόρια.Οι μουσικοί και οι χορωδοί δεν ξεχώριζαν από τους ακροατές που άρχισαν να μαζεύονται. Η ομάδα «Χρόες» μας είναι γνωστή από καιρό και την συναυλία σε ποίηση Κ.Π.Καβάφη, την είχαμε ξαναπαρακολουθήσει το καλοκαίρι στο μικρό κηποθέατρο του «Χατζηδάκη» στα τείχη. Πέρασε το πρώτο μέρος για να συγκεντρωθούμε, ο «ερωτικός» αλεξανδρινός ποιητής «ΣΚΙΕΣ, σπουδή στις καβαφικές αγάπες», έδωσε τη θέση του στον πολιτικό, στον υπαρξιακό Καβάφη με το «ΠΟΛΙΣ ΕΝΔΟΝ».

…»Επέστρεφε και παίρνε με…»ο Καβάφης στο κέντρο της πόλης μας, όπως στα1913 στο πνευματικό κέντρο του Ηρακλείου, την «ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΤΟΑ»(περιοδικό) του Γιάννη Μουρέλου. 100 χρόνια μετά, να το ξέρουν οι χορωδοι κι ο μαέστρος, πως ο καθιερωμένος σήμερα ποιητής μας, που ήταν τότε αμφιλεγόμενος, έβρισκε πολλούς θαυμαστές στην Κρήτη που την τιμούσε με συνεργασίες του.
«Θα πάω σ΄άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί…»
Ο θεατρικός Καβάφης δεν είναι τόσο έκδηλα δραματικός, προσπαθεί να εξορκίσει τον στόμφο και την ένταση – να σκουπίσει τα δάκρυα.
»
«Που τόσα χρόνια πέρασα…»
Ο συνθέτης συγκρατεί τις φωνές, μα ο θεατρίνος (ποιητής) χειρονομεί μέσα στους ήχους ανήμπορος. Στην πόλη μας που χίλια χρόνια τώρα έχει το ίδιο κέντρο την ίδια πλατεία, ακούγεται:
«Εδώ/που τόσα χρόνια πέρασα/και ρήμαξα και χάλασα…»
Σαν εμβατήριο, με τον πόδα (τον μετρικό) σηκωμένο…
Η σολίστ θα ακολουθήσει με το φλάουτο, γλυκαίνει την μελωδία – όταν το πιάνο κρούσει δυνατά τις χορδές, τα άλογα

τρέχουν
-Παμ , πάμ…»δεν θάβρεις άλλες θάλασσες…»
Είναι δελφίνια αυτά που τρέχουν
ο ήχος πλαταίνει , το κύμα ψηλώνει και εκτείνεται …
«…τη ζωή σου ρήμαξες εδώ…»
Δυναμώνουν όλα για να κοπούν με μαχαίρι.
Η συνέχεια χανόταν, έμενα στην πόλη, σ αυτόν τον ανελέητο καβαφικό τόπο.
Οι μουσικοί είχαν βρει τον ποιητή στην πόλη του και τη δική μας.
Στο λιμάνι μας σκοτεινά πλοία πολυόροφα, φορτώνουν σταφύλια, κίτρα κι ανθρώπους. Δεν ταξιδεύουν ακόμα έχει πολλά μποφώρ. Εμείς θα φύγουμε την άνοιξη συλλογίζονται όλοι…
«σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη…»
Πολύ ανασφαλης αισιοδοξία, κρεσέντο…
«αποχαιρέτα την…»
Επιστροφή στην πραγματικότητα, χαμήλωμα ως το πάτωμα.
Φινάλε…
«Θάλασσα του Πρωιού»…απαλά τραγούδια χωρίς σύμφωνα, όλοι όρθιοι χειροκροτούν – οι «Χρόες» μας ζέσταναν τούτη την κρύα χειμωνιάτικη βραδιά

Θάταν παράλειψη να μην επαινέσουμε την Μαρία Κουσουλάκου, ήταν συγκρατημένη και εκφραστική, όσο χρειάζεται γiα να μην ξεπέσει ο στίχος και να χαμηλώσει το τραγούδι – μας άρεσε όπως και το φλάουτο της Λίας Μπαμπαλετάκη, που πρόσθεσε αίσθημα και γλυκύτητα, κυμάτιζε παράλληλα με τις φωνές των χορωδών, όταν δεν ταυτιζόταν μαζί τους.
Ο Γ. Ζεβελάκης μας πληροφόρησε ότι το περιοδικό ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΤΟΑ δημοσίευσε στα 1911 το ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» και ήταν πρώτη δημοσίευση (κατά τους μελετητές):
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!