- ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ

Όταν έφτασε η ώρα, ανέβηκες στο πλοίο, αφού κανόνισες τις εκκρεμότητες, χωρίς να κουνήσεις μαντήλι. Χωρίς λόγια, δίχως φωνές και περιττές κινήσεις
– καλό σου ταξίδι.
Αν και προετοιμασμένοι, δεν μπορέσαμε να μείνουμε ψύχραιμοι, δεν γινόταν, όταν έφυγε ο Βάνιας και οι καπνοί του καραβιού δεν έκοβαν την αναπνοή μα έκαναν τα μάτια να δακρύζουν.
Λύπη μαζεμένη μας κατέκλυζε, ο φίλος ήταν αδερφός, η καρδιά ράγισε…

Πριν πάρα πολλά χρόνια, όταν η εφηβεία μας έσερνε (οδηγούσε)σε επικίνδυνους δρόμους και μονοπάτια δύσβατα, ο Βάνιας ήταν μπροστά πάντα χαμογελαστός και απερίγραπτα (για τους μεγάλους) άτακτος.
…
Μια μέρα του 1958, ενώ το ΑΓΓΕΛΙΚΑ σφύριζε και έλυνε τους κάβους για να αποπλεύσει, παίρνοντας για την ξενητιά ένα παιδί της παρέας, τον Γιώργο τον Ροζακή , ο Βάνιας θέλησε να του χαρίσει το πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχε, για να μας θυμάται, το ρολόι του, το πέταξε από μακριά , ενώ το σκάφος είχε ξεκολλήσει από τους ντόκους της προβλήτας . Δεν έπεσε στη θάλασσα (το ρολόι) το πήρε και το φόρεσε ο φίλος μας, η συγκίνηση τότε δεν είχε δάκρυα.
Όταν γύρισε ο Γιώργος Ροζακής, μετά από 50 χρόνια στην πόλη μας, κουρασμένος από την ζωή στη Αμερική και την Ευρώπη, ο Βάνιας τον υποδέχθηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα, τον βοήθησε να ξανασυνδεθεί με τους παλιούς φίλους, να προσαρμοστεί, στην τελείως αλλαγμένη κοινωνία μας.
Πάντα συνέδεα στο νου μου τους δυο γείτονες του Μασταμπά, τον Γιώργο (Ροζακή) και τον Βάνια (Γιγουρτσή) συνήλικους με πολλά κοινά χαρακτηριστικά και έντονες διαφορές. Εντυπωσιακό ήταν το πηγαίο και καταλυτικό χιούμορ τους, που κάποτε έφτανε(γινόταν) σε έντονο αυτοσαρκασμό, που μας παραξένευε όλους. Τα παιδιά με το χαμόγελο στα χείλη και τα ανοικτόχρωμα μαλλιά, θα περάσουν όλες τις φάσεις μιας ενδιαφέρουσας και δημιουργικής ζωής, και θα φτάσουν στο τέρμα, με μικρή διαφορά (χρόνου).
Ο Γιώργος, διανοούμενος μεγάλης γκάμας, θα διαπρέψει στα Πανεπιστήμια, ο Βάνιας, μετά από σκληρές σπουδές στη Γερμανία, θα έχει μιαν εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως Φυσικοθερεπευτής, αλλά και ως επαγγελματίας στο χώρο της υγείας.
Ο Βάνιας, ήταν ένας Ηρακλειώτης (προσφυγικής καταγωγής), που ασχολήθηκε πολύ σοβαρά με την δουλειά του, εργάστηκε πολύ φιλότιμα και αποδοτικά, ξεπερνώντας όλους τους στενούς φίλους και συνεργάτες του.
Το άτακτο παιδί, ο θυελλώδης έφηβος, αφού έκανε σκληρή και σοβαρή εκπαίδευση, έγινε υποδειγματικός επαγγελματίας, σοβαρός οικογενειάρχης και πολίτης ενδιαφερόμενος για τον τόπο του αλλά και για τον συνάνθρωπό του.
Οι αποχαιρετισμοί έχουν συγκίνηση και δάκρυα, αλλά και λόγια που συνήθως κρύβουν τα πραγματικά αρνητικά,περιστατικά, τα αληθινά πρόσωπα. Με το Βάνια συμβαίνει το αντίθετο ακριβώς, αν μπαίνει ένα πέπλο, είναι για να μην φανεί καθαρά η εικόνα του, που είναι αψεγάδιαστη, τόσο που να μοιάζει ψεύτικη.

Ψύχραιμος και νουνεχής και αποφασιστικός, ειλικρινής και σκεπτόμενος, ο φίλος που έφυγε χτες, δεν μας άφησε να πλησιάσουμε πολύ, στο τέλος όταν είχε μεγάλη ανάγκη. Η αρρώστια, που πάλεψε χρόνια, ήξερε ότι κάποτε δεν αντιμετωπίζεται. Έπρεπε μόνος, στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, να αμυνθεί όσο είναι δυνατόν.
-Να μην έρθουν από μακριά οι φίλοι μου, ζήτησε, η περηφάνια και το φιλότιμό του δεν τον εγκατέλειψαν , ως το τέλος.
…
Τα Χριστούγεννα, πριν λίγους μήνες, είχαμε βρεθεί σπίτι του, μου έδειχνε τα μωσαϊκά έργα του, με σεμνότητα πολλή – λες ντρεπόταν.
Σαν να γύριζα δεκάδες χρόνια πίσω, όταν ο Μύρων Μιχαηλίδης, καθηγητής στην Τρίτη Γυμνασίου, του είχε ζητήσει να διαβάσει την έκθεση του, το θέμα είχε σχέση με την περιγραφή του εαυτούς μας.
Είχε σηκωθεί ντροπαλός, κόκκινος, είχε διαβάσει:
-” Είμαι σαν κακοχυμένος λουκουμάς…”
Έγινε χαμός, μα η περιγραφή δεν έσβησε από τη μνήμη των συμμαθητών.

Μα δεν περνάει ο καιρός; ο Βάνιας μου φαινόταν πάντα ίδιος, κι ας είχαμε πια παραμεγαλώσει μαζί. Παρά την αρρώστια και την μεγάλη ταλαιπωρία, μια χαρούμενη αχτίδα ,κάποια στιγμή έλαμπε στη ματιά του.
Σου αρέσει; μου έδειξε ένα χαρακτικό του Τάσσου, που είχε μεταφέρει στις ψηφίδες του. Τα είχε καταφέρει, ο οψιμαθής ψηφιδογράφος, τέλεια από το χαρτί στην σκληρή ύλη της πέτρας.
Να ναι που οι αναμνήσεις των νεανικών (παιδικών) χρόνων είναι τόσο έντονες που καλύπτουν την σημερινή πραγματικότητα;
Ή μήπως δεν βλέπουμε τις φθορές στους ανθρώπους που αγαπούμε;
Δεν είμαι πολύ βέβαιος για τίποτα, μα μετράει και η σταθερότητα και ο χαρακτήρας συλλογίζομαι.
Ο Βάνιας είχε το μεγάλο πλεονέκτημα, έζησε στην ίδια πόλη και δεν άλλαξε – έμεινε ίδιος, καλόγνωμος και ανεκτικός, προσιτός και ταπεινός, φιλικός και διαθέσιμος, ένας πολίτης για κάθε εποχή.