ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΜΠΩΚΟΣ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Πέρασαν οι μέρες, ο Αντώνης ο Σμπώκος είναι στα Ανώγεια, στην ιδιαίτερη πατρίδα του πια, δεν θα τον ξαναδούμε στις γειτονιές του Ηρακλείου, δεν θα σχολιάσουμε μαζί την άθλια πολιτική επικαιρότητα, ούτε καν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. 50 χρόνια στις ίδιες περασές, αν και σε τελείως διαφορετικές απασχολήσεις, σε κοινούς προσανατολισμούς και συμπάθειες κοινωνικές και πολιτικές και άλλες.
Η κάποια διαφορά ηλικίας τον καθιστούσε χρήσιμο σύμβουλο , αλλά προσφερόταν και χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, με πλήρη ανιδιοτέλεια , γινόταν αρωγός , σε δύσκολες περιστάσεις, χωρίς να υπολογίζει κόστος και συνέπειες. Φίλος αληθινός, άνοιξε δρόμους γύρω του να περάσουν και να αναδειχθούν και να προκόψουν νέοι άνθρωποι, μα δεν αρνήθηκε σε κανέναν μικρό ή μεγάλο, χέρι βοήθειας – κι ήταν κάποτε δύσκολοι χρόνοι καιροί οργισμένοι .
Ανεβήκαμε πολλές φορές μαζί το μεγάλο βουνό (τον Ψηλορείτη) ήταν καλός οδηγός, μα ήταν και χρήσιμος εκτιμητής σε υποθέσεις που έπρεπε να κριθούν, στην καθημερινή ειρηνική ζωή μας, πρόσφερε την γνώμη του ταπεινά, συλλογίζομαι πόσο είχε δίκιο – όταν δεν τον άκουγα.
Στην εκκλησία του ορεινού οικισμού του, πριν έναν μήνα περίπου, μαζεύτηκαν συγγενείς και φίλοι να τον αποχαιρετίσουν, η αγαπημένη του εξαδέλφη η κ. Κρήτη Σπμώκου Φαρσάρη, διάβασε λίγα λόγια:

“ Αντώνη, Μπατζαντώνη (είπε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της)
και για ανατρέξω στα πρώιμα χρόνια της νιότης, ΣΜΠΩΚΑΚΙ,
Σ΄αποχαιρετούμε με λύπη και πόνο αληθινό.
Όμως γνωρίζουμε ότι η ζωή είναι ένα “φευγαλέο πέρασμα στην αιωνιότητα” και ο φόρος του θανάτου κοινός, για όλους μας. Το συναίσθημα βαραίνει καταλυτικά και η σκέψη αποδείχνεται ανίκανη να λειτουργήσει.
Όμως , ελάχιστο χρέος στη μνήμη σου με παρακινεί να πω δυο λόγια τώρα που πια μόνο η ανάμνηση σου θα μας συντροφεύει.
Γεννήθηκες στ΄Ανώγεια. Παιδί της Κατοχής, του πολέμου, της φτώχειας και της ανέχειας. Ήρθαμε στο Ηράκλειο με τις οικογένειες μας. Μείναμε κοντά στη Χανιόπορτα, στην πολυκατοικία των “Ανωγειανών” όπως λεγόταν το σπίτι που μας φιλοξένησε, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ξεριζωμένοι, πρόσφυγες μα Ανωγειανοί όλοι συγγενείς , αδέρφια.
Εκεί σφυριλατήθηκε η στάση ζωής μας εκεί, ενώ προσπαθούσαν οι δικοί μας να επιβιώσουν, από τον χαλασμό, τον ξεριζωμό, τη δίνη του πολέμου, ήρθαν τα πολύ πιο δύσκολα για την στενή μου οικογένεια εμφυλιοπολεμικά χρόνια.
Εκεί , το 1954 χάσαμε το Σμπωκογιώργη, το θείο μου, που θυσιάστηκε για τα ιδανικά του, κι εσύ φαντάρος τότε κι εγώ σχεδόν παιδί, μου έγραψες για να με παρηγορήσεις και να μου δώσεις κουράγιο.
Και δέθηκε από τότε μια άρρηκτη φιλία και αλληλοεκτίμηση, πέρα από τον συγγενικό δεσμό.
Σε ένοιωθα αδερφό μου.
Αυτά τα χρόνια, πιστεύω, διαμόρφωσαν κατά πολύ τον χαρακτήρα σου και δινόσουν με πάθος για να προσφέρεις προστασία στους φυγόδικους, στους κατατρεγμένους, τους διωκόμενους για τα κοινωνικά τους φρονήματα και τους αγώνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία.
Ήσουν ο σύνδεσμος στις μετακινήσεις τους, ο αφανής μα πολύτιμος.
“ Αυτός που έκανε πάντα ένα βήμα μπρος την ώρα την ώρα της πληρωμής, κι ένα βήμα πίσω την ώρα της αναγνώρισης.”
Σεμνός και περήφανος. Καλόκαρδος και προσηνής, εχθρός των θορύβων και της προσωπικής προβολής, μετριόφρων, μεγαλόψυχος και ευγενής.
Ευσεινήδητος, με υψηλότατο αίσθημα ευθύνης και σπα΄νιο ήθος και ανθρωπιά. Αληθινός κρητικός. Λεβέντης.
Η προσωπικότητά σου είχε μια ακτινοβολία τελείως διαφορετική από αυτά που γνωρίζουμε.

Είχες σεμνότητα και ανθρωπιά . Πάθος για κάθε τι ουσιαστικό – όπως πίστευες και με πάθος και παρρησία συμμετείχες στους αγώνες της Δημοκρατίας.
Έζησες με ωραία πιστεύω και γι αυτό πληγώθηκες πολύ.
Είχες αγάπη και περηφάνια για την οικογένεια. Ήσουν ευτυχής για τις προσφορές και τις θυσίες των ανθρώπων της διαχρονικά και θλιβόσουν βαθιά, μέχρι μελαγχολίας ,για τα άσχημα και οδυνηρά.
Ήσουν περήφανος απλός και αυθόρμητος και ζεστός. Φίλος αληθινό και πολύτιμος.
Η μοίρα σου ήταν συνυφασμένη με τη μοίρα της οικογένειας σου και τα πιστεύω σου.
Χαρές , λύπες, δόξες και συμφορές – όμως Αντώνη είχες ένα ελάττωμα, ένα μεγάλο ελάττωμα. Δεν ήσουν καλός για τον εαυτό σου, όχι επειδή δεν τον προέβαλες, αλλά γιατί δεν τον αγάπησες.
Δεν κράτησες για σένα τίποτε. Μόνο προσφορά ! Δεν έκανες οικογένεια. Ήταν επιλογή σου.
Επιλογή σου να φροντίζεις τους γύρω σου. Τη μάνα σου τη Μαργαρή , που λάτρευες, τον αδερφό και τις αδερφές σου που αγαπούσες. Τα ανήψια σου που είχες και ένιωθες σαν δικά σου παιδιά, τους φίλους σου και όλους εμάς, που νοιώθουμε τώρα να φεύγει από κοντά μας ένας άνθρωπός δικός μας.
Και από τη θέση τούτη τώρα, με το βάρος της οδυνηρής απουσίας σου, σε αποχαιρετούμε τιμώντας σε, ενώ πάντα θα σε θυμόμαστε έτσι, όπως σε ξέραμε, σε εκτιμήσαμε, σε ζήσαμε και σε αγαπήσαμε.
Και τώρα Αντώνη, σε αποχαιρετούμε με λύπη και πόνο αληθινό.”
Η ομιλήτρια, τα κατάφερε να ολοκληρώσει την ανάγνωση του κειμένου της – θαύμασα την αυτοκυριαρχία της εκλεκτής φίλης, κάποιοι ηλικιωμένοι Ανωγειανοί σκούπισαν με την ανάποδη της παλάμης τους κάποιο δάκρυ.

Έφυγε κι αυτός ο σημαντικός άνθρωπό μας, σκέφτομαι σήμερα, πέρα από τη ζωή του ολόκληρη, που σε γενικές γραμμές εκτίμησε η ομιλήτρια, για όλους τους Ηρακλειώτες ήταν το ΣΜΠΩΚΑΚΙ, όχι μόνο όπως περιέγραψε η Κρήτη Φαρσάρη. Ο ποδοσφαιριστής του ΟΦΗ, ο ταχύτατος τεχνικός εξτρέμ. Σήμερα έφυγε (τελευταίος) και ο συμπαίκτης του ο Φρουδαράκης (Γιάννης), σέντερ φόρ (μου είπαν)…
Στην καλύτερη κρητική ομάδα των μεταπολεμικών χρόνων( και όλων των εποχών), με τον Βάβουλα και το Καρασάβα…
Θα βρεθούν όλοι μαζί άραγε στα περιβόλια τ΄ουρανού;
Θα χει πράσινο τάπητα και μπάλα, αν και δεν τους χρειάζεται γρασίδι, αυτοί παίζανε (και ξέρανε) στο σκληρό χώμα…