ΛΑΪΚΟ ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΣΗΜΩΝΙΔΗ (ΤΟΥ ΑΜΟΡΓΙΝΟΥ) 7ος π..Χ.ΑΙΩΝΑΣ
Μισογύνης και φανατικός, ο ποιητής δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τις γυναίκες με ότι χειρότερο (ζώο) μπορεί…
το στιχούργημά του το μετέφερε στον έμμετρο στίχο ο Μ.Φούμης, για να διασκεδάσουν πρώτα οι γυναίκες,
με όσα τόσο αστόχαστα τους καταμαρτυρεί, ο αρχαιότατος και πιο βαμμένος “αντιφεμινιστής” των αιώνων.

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Το νου της πρώτης της
γυναίκας τον έκαν´ ο Θεός
από γουρούνα τριχωτή
Ζέχνει το σπίτι της
Χώρος ανάκατος
Άλουστη κι ασυγύριστή
Παχαίνει μέσα στη βρωμιά
Τον βόρβορο την Απλυσιά
…
Την άλλην έκανε Θεός
Από αλεπού παμπόνηρή
Δεν της ξεφεύγει το κακό
Μιλάει πάντα ´ετσι κι αλλιώς
Ποτέ δεν κάνει το καλό
…
Την άλλην από ζουρλή
Σκύλα την έκανε κακιά
Και ψάχνει και παντού τηρά
Ν´Ακούσει να βρει να μιλά
Τα δόντια της να σπάσεις δεν σιωπά
…
Την άλλην από τον πηλό
Την έπλασαν κι είναι κουτή
Ούτε καλό κι ούτε κακό
Δεν νοιάζεται για τίποτα
Να τρώγει ξέρει και φωτιά
Αν χρειαστεί δεν θα αναφτεί
Την δίγνωμη την έπλασε
Απ´ το νερό της θάλασσας
Τη μια θα λάμπει θα γελά
Καθένας θα την επαινά
Την άλλη θα βαροκτυπά
Θα ναι τα κύματα βουνά
Σκύλα βυζαίνει τα μικρά
Μανίζει και τρελαίνεται
Φίλος κι εχθρός συχαίνεται
Την άλλην ο θεός την έκανε
Από γαϊδούρα και ψαρή
Μ αγύριστη την κεφαλή
Μόνο με το στανιό μπορεί
Τον άντρα της ν αποδεχτεί
Όλη τη μέρα να μασά
Κι αν έρωτα δεν λαχταρά
Δεξά ζερβά φιλιά σκορπά
Κι άλλην ο θεός από νυφίτσα
Την έπλασε χωρίς καμιά
Στο σώμα χάρη κι ομορφιά
Γι αυτό είναι πρόστυχη κι αυτή
Και δεν χορταίνει το φιλί
Τον άντρα της ούτε να δει
Τονε συχαίνεται πολύ
Και κλέβει κι όπου κι αν βρεθεί
Την άλλην εκαν´ ο θεός
Από φοράδα χαϊδεμένη
Χοντροδουλειές δεν θέλει αυτή
Ούτε τον μύλο συμπαθεί
Μήτε κρισάρα μαθημένη
Και τον καπνό(ν) αντιπαθεί
Από το φούρνο μακριά μένει
Λούζεται και χτενίζεται
Και μια και δυο φορές και τρεις
Κι αλείφεται να λάμπει
Κι είναι θέαμα στους χάσκες
Κι ο σύζυγος δεν θά΄ μπει
Από μαϊμού την άλλην έπλασε
Και συμφορές μας φίλεψε
Ασκημομούρα π΄ όπου περνά
Τον κόσμο κάνει να γελά
Κοντόλαιμη καμπούρα και χοντρή
Μόλις κουνιέται αλί τρις αλί
Σκιάχτρο τέτοιο πως θ αγκαλιαστεί
Τις τέχνες ξέρει και τους τρόπους
Σαν πίθηκος και δεν χαμογελά
Καλό δεν κάνει στους ανθρώπους
Σκέφτεται μόνο μελετά
Πως το κακό να κάνει μεγαλύτερο
Μέρα και νύχτα τούτο λαχταρά
Η τελευταία από μέλισσα έχει πλασθεί
Χαρά στον που θα παντρευτεί
Το σπίτι της στολίζει και δεν αντιμιλεί
Το βιο μας αυγατίζει νοικοκυριά καλή
ποτέ της δεν γκρινιάζει τον άντρα της τιμά
και θα γεννήσει όμορφα και τίμια παιδιά
ουράνια χάρη έχει κι αγγέλων ομορφιά
κι απ όλες ξεχωρίζει και δεν κρυφομιλά
με τις γυναίκες που΄ναι στην ίδια γειτονιά
Τέτοιες γυναίκες ο Θεός – τις πιο καλές
στους γνωστικούς χαρίζει που πολλές
θυσίες κάνουν και προσευχές
Είναι οι γυναίκες το πρώτο το κακό
κι αν καμιά τους ωφέλιμη φανεί
για αυτόν που την έχει γίνεται κακή
γιατί ποτέ του άσπρη μέρα δεν θα δει
αν θα θελήσει να την παντρευτεί
Κι αν πέσει φτώχεια μες το σπίτι, δεν θα φύγει
θα χει μαζί κι αυτή να τον τυλίγει
Κι όποια γυναίκα φρόνιμη πολύ εμφανιστεί
αυτή να κάνει την χειρότερη ζημιά μπορεί
γιατί ο άντρας όταν θα χάσκει σαν χαζός
κι οι γείτονες του θα γελούν : την έπαθε κι αυτός