Επαναφέρουμε το κείμενο για τον αξέχαστο φίλο μας, ο καιρός πέρασε πολύ γρήγορα, οι πολιτικές εξελίξεις τρέχουν – ας τον θυμηθούμε, μας χρειάζονται η εντιμότητα και το κουράγιο του.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΚΟΥΛΑ

Ο Βαγγελης Σκουλάς, ο «Καρβάλιο» για όσους τον γνώρισαν, έφυγε την Κυριακή το απόγευμα, για το ταξίδι που τον περίμενε, λίγους μήνες. Στις 9 Νοεμβρίου 2014,
στις τέσσερις και κάτι το απόγευμα, τόσο άντεξε, τόσο ήταν. «Έτοιμος από καιρό» και θαρραλέος, ´ετσι που να αξίζει σ ´ αυτήν την πόλη. Συναντηθήκαμε τον τελευταίο χρόνο πιο πολύ
μίλησαμε συμφωνούσαμε, χωρίς δογματισμους και προσωπολατρείες πια, ας είμαστε σ’ άλλες παρατάξεις κάποτε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έχει πια μπει στο ιστορικό του κάδρο
κι δογματική Αριστερά εχει γίνει αγνώριστη, μετά τείχος του Βερολίνου. Η ανάγκη να σταθεί στα πόδια του ο τ´όπος, ήταν κέντρο κάθε συζήτησης, ας ηταν θεμα του ενδιαφέροντος
ο ανταρτοπαπάς πατέρας του, η Κατοχή και η Αντίσταση. Έμπαιναν τα προβλήματα των συμμαχιών και της εξάρτησης,από τα χρόνια της παλιγγεννεσίας και οι ξένοι πάτρωνες,
Εγγλέζοι και Αμερικανοί . Η καταστροφικη πορεία της δημοκρατικής παράταξης, που κάποτε εξέφρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά με τον πολύτεμαχισμός και τα προβλήματά της,
ήταν στο περιθώριο των σχολιασμών αλλα και το φόντο για κάθε σκέψη και καθε εκτίμηση.
Δεν μπορούσαμε να αποφεύγουμε να κάνουμε αντιστοιχίες, η κρίσιμη εποχή μας, εχει καταραμένες αναλογίες με την απαίσια εκείνη εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Πάλι ξένοι δάκτυλοι, πάλι ασυνεννοησία μεταξύ των ελληνων, εντάσεις, μίσος.

…
Κάποτε περνούσε η σκέψη:
Αν ο Παπαγιάννης έβλεπε τον Μιχαλολιάκο να χαιρετά ναζιστικά, και τον Κασιδίαρη να γαβγίζει σαν σκύλος των ες- ες, τι θα΄κανε; θα παραξενευόταν θα λεγε:
– καλά τόσοι αγώνες που πήγαν,τόσο αίμα άδικα χύθηκε ;
…

Ο φίλος που έφυγε, ήταν ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, κοσμαγάπητος άνθρωπος. Μα πως τα καταφέρνεις, τον ρωτούσα – πως γίνεται να σε συμπαθούν οι πάντες;
καταλάβαινε πως τον»πείραζα» και χαμογελόυσε ντροπαλά κάτω από τα μουστάκια του. Ο γιος του Παπαγιάννη, είχε το χαρίσματα του πατέρα του, χαρακτήρας ανοικτός θαρραλέος, προσφερόμενος.
Ανιδιοτελής , φιλόξενος ανοικτοχέρης. Μοίρασε την ζωή του σε δυο επαγγελματικές κατευθύνσεις, την ασκηση της δικηγορ´ιας και την αγροτική δουλειά.
Συναισθηματικά ηταν ´ισως πιο στενά δεμένος με τη γη, τα χωράφια τις καλλιέργειες – γι αυτό ασχολήθηκε με τον αγροτικό συνδικαλισμό, κι ´εφτασε στην κορύφή του.
Δεν το ήξερα τότε, και τον έκρινα άδικα.

Δεν ήταν μεγαλοαγρότης, ούτε αστός που διαθέτει τσιφλίκια, η μικρομεσαία περιουσ´ια του δεν μπορούσε να ζήσει την πολυμελή του οικογένεια, γι αυτό χρειαζόταν δεύτερη δουλειά, που την απέκτησε με
μύρια βάσανα ( τέλειωσε μετα την Πάντειο και την νομική απο το Ηρακλειο, χωρίς να παρακολουθήσει μαθήματα, ενώ είχε οικογένεια και παιδιά) και την άσκησε με επάρκεια.
Η ζωή του δεν ηταν μυθιστορηματική ´οπως του ηρωικού πατέρα του . Μα ήταν ανήσυχο πνεύμα, αισθηματίας (´οπως λένε),ζωηρός και ριζοσπάστης.
Πολύ νέος, με την στρατιωτική στολή ακόμα, μπλέχτηκε στα δίχτυα των ερώτων, η εκλεκτή της καρδιάς του, η πανέμορφη Ιωάννα Σε¨ιμένη, τον ακολούθησε χωρίς δέυτερη σκέψη κι ας φορούσε την ποδια του
σχολείου(16χρονη) ας αντιδρούσαν οι κηδεμόνες της. Η αγαπη ήρθε , δεν προσπέρασε, ´οπως λέει ο ποιητής, κι ´»ηταν είκοσι χρονών κι αυτή μικρο κορ´ιτσι», κλέφτηκαν κι έζησαν 52 χρόνια μαζί, οι παλιότεροι
λένε ότι ´ηταν το πιο όμορφο ζευγάρι του Ηρακλείου.

Ο Παπαγιάννης, αυτός ο ατίθασος παπάς, ο ηρωικός αντάρτης, ο Παπαφλέσας της Εθνικής Αντίστασης ( oπως τον χαρακτήρισε ο σοφός φιλολογος Μενελαος Πα
ρλαμας) έφυγε από τον μάταιο κόσμο νωρίς, ο Βαγγέλης άνοιξε το δρόμο του, με αγώνα , τα κατάφερε να δημιουργήσει μια καλή οικογένεια, με πολλα παιδια κι εγγόνια,
να προσφέρει στον τόπο του από σημαντικές θέσεις.
Δεν αξιοποίηθηκε όπως θα του ταίριαζε και ανάλογα με τα προσόντα του, για να προσφέρει πιο πολύ. Μια καθόλου ασυνήθιστη κακεντρέχεια, τον ακολουθούσε
-´οπως άλλωστε και τον ανταρτοπαπά πατέρα του – εμπ´οδιζε την άνοδο του και δεν έχασε αυτός βέβαια, άλλά ο τόπος.

Το Βαγγέλη Σκουλ´α τον τίμησαν οι ξένοι πιο πολυ από τους κρητικούς κομματικούς φίλους του, τον ανέδειξαν πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ. ´
Οπως και τον Παπαγιαννη τον τίμησαν πιο πολύ οι ξένοι συμπολεμιστές του, που τον ονόμασαν Frear Tack, απο τον αντάρτη ιερωμένο , ήρωα τους Ρομπέν των Δασών,
και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ έγραψε: «ήταν υπέροχος και γενναίος άντρας, προσωποποίση της τιμιότητας, γεναιόδωρος και καλός άνθρωπος, η λεβεντιά του πηγή εμνεύσεως για όλους».
Δεν ειναι δυνατόν να γράψουμε για τον Βαγγέλη Σκουλά χωρίς να θυμηθούμε τον πατέρα του, δεν θα το ήθελε σε καμιά περίπτωση.

Μα ο περίφημος ανταρτόπαπας Παπαγιάννης είναι μεγάλη ιστορία, πιο πολύ από τις ηρωικές πράξεις του, μετράει η ζωή του, που τον καθιστά μυθιστορηματικό ήρωα.
Πήγαμε στα Ανώγεια, μαζί με τον Βαγγελη και χωριστά.
Οι κουβέντες που κάναμε σταμάτησαν , υπάρχουν όμως πολλά που θα εκτεθούν κάποτε, συζητήσεις και ιστορίες και θρύλοι.
Ο Βαγγελης Σκουλάς έκανε την ειρηνική του επανάσταση, μαζί με πολλούς άλλους,όχι τελείως διαφορετικά από τον Πορτογάλλο Καρβάλιο(που θαυμαζε),
οι χώρες και των δυο ακολούθησαν παρόμοιους δρόμους.

Το βράδυ της Δευτέρας, όταν ολοκληρωνόταν αυτό το κείμενο, μια αδέξια κίνηση ίσως, έριξε το κολωνάτο ποτήρι με το κόκκινο κρασί που με συνόδευε,
στο μαρμάρινο δάπεδο, έγινε χίλια κομμάτια κι άφησε μια λιμνούλα σαν αίμα και σταγόνες γύρω. Οι καμπάνες του Αγίου μηνά κτυπούσαν χαρμόσυνα,
ο ήχος από το ποτηρι δεν ακούστηκε. Μου φάνηκε καλός οιωνός, μια σπονδή στον φίλο που χάθηκε πριν λίγες ώρες. Μα μια σκέψη τριβίλιζε το νου μου, ο αντάρτης
πατέρας του, που έφυγε στα 1966, πριν μισον αιώνα.
Θα τον περίμενε το γιο του – καθε ρεαλισμός είχε εξαφανισθεί, σαν να τον έβλεπα εκεί πάνω σε κάποιο αντάρτικο λιμέρι του ουρανού. Φορούσε τα φυσεκλίκια του αντάρτη
και το σταυρό του ιερατικού σχήματος του,τον αγκάλιασε με λαχτάρα, έκανες πιο πολλά από όσα έπρεπε για μένα του είπε,
και στεναχωριόσουν για τις ανθρώπινες μιζέριες. Με επέκριναν με αποσχημάτισαν, μα κέρδισα την έφεση στο δικαστήριο του Θεού,
κάποιο δάκρυ φάνηκε στην άκρη του ματιού του παπά – μπορεί να λείπουν εδω στα ψηλά οι λύπες κι οι στεναγμοί, συλλογιζόμουν μα όχι η λαχτάρα και τα αισθήματα.
Ας είναι καλό το ταξίδι του, αντιμετώπισε τον πιο σκληρό εχθρό – την επάρατη νόσο – με αλύγιστο θάρρος, δεν τον γονάτισε, έφυγε ‘ορθιος και περήφανος,
χωρίς μεμψιμοιρίες δίχως παράπονο.

______________________________________________________________________________
Μνημόσυνο, χρειάζονται λόγια του ποιητή για τον φίλο που εφυγε και για τους «εδικούς μας» που λείπουν χρόνια.
Εμείς «οι ζώντες οι περιλειπόμενοι» ας έχουμε κουράγιο, στη δική μας σειρά όλοι αφήνουν μιαν ίσια λαμπερή γραμμή, το πα-
ράδειγμά τους – φεύγουν αντρόπιαστοι και γενναίοι (έτσι όπως έλεγε κι ήθελε κι ο Βαγγέλης Σκουλάς).
