ΕΛΕΝΗ ΠΛΑΓΙΩΤΑΚΗ ΣΑΑΤΣΑΚΗ – ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ

Την κυρία Ελένη Σαατσάκη, την συνάντησα την δεκαετία 1970/80 στην οδό Κυκλάδων, όταν κτιζόταν η μεγάλη γωνιακή πολυκατοικία της περιοχής,
ήταν σύζυγος του παλαίμαχου δημοσιογράφου Απολλόδωρου Σαατσάκη, γνωστού διευθυντή της «ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ» του τότε εκδότη Αριστοτέλη Γραμματικάκη.
Μετά από καιρό, διάβασα στίχους της και αργότερα την άκουγα στο ραδιόφωνο, με την ντόπια λαλιά, εκφραστική και άμεση και στοχαστική, τα λαογραφικά θέματα
προσφερόταν στο αίσθημα τη γνώση και τη σοφία της.
Δεν άργησα να αντιληφθώ, ότι είχε λογοτεχνική ικανότητα, δεν με επηρέασαν οι βραβεύσεις της σε μαντινάδες, στην Κρήτη ακόμα ακούγεται (ευτυχώς)
ο δεκαπεντασύλλαβος του δίστιχου, χωρίς να είναι απαραίτητα ποιητικό το αποτέλεσμα.
Πολλοί και παντού στο νησί μας, «συνθέτουν στίχους» μαντινάδες, με την άνεση της προφορικής λαλιάς. Στην Κρήτη δεν έσβησε ακόμα η ποιητική παράδοση, «δεν απέσβετο …το λάλον ύδωρ».
Ο Σεφέρης όταν γύρω στα 1960 επισκέφτηκε το νησί μας, διαπίστωσε κάμψη της «λαϊκής» ποιητικής παράδοσης, την υποβάθμιση ( εκφυλισμό ) της μαντινάδας. Δεν ήταν σωστή η εκτίμησή του, παρά τη
μεγάλη του πείρα και τη σοφότατη σκέψη του, γιατί δεν ήξερε καλά (όπως ήταν φυσικό) της τοπικές μας ιδιαιτερότητες. Ποτέ δεν ήσαν όλες οι μαντινάδες καλές, σπάνια είχαν και ποιητική αξία και βέβαια
όταν ο αγροτικός χώρος συρρικνώθηκε, οι ενασχολήσεις άλλαξαν, στην μαντινάδα έμεινε ίδιος μόνο ο αριθμός των συλλαβών, άλλαξε το περιεχόμενο, το ύφος και η μορφή της.
Η σύγχρονη ζωή, η επανάσταση της τεχνολογίας, η βάναυση επέμβαση στην καθημερινότητα μας, έφερε προσκώματα αλλά και ευκολίες. Η μόρφωση η δουλειά ο ελεύθερος χρόνος δεν έχουν σχέση ,με το
παρελθόν, όμως τα αισθήματα δεν αλλάζουν – όμως η μαντινάδα δεν είναι ίδια στον τρόπο, στο περιεχόμενο, στη μορφή.

Το κυριότερο, το πιο σημαντικό είναι ότι αλλάζει η καλλιέργεια και η μόρφωση. Το λαϊκό το δημοτικό δεν ξεχωρίζει από το λόγιο, το τραγούδι των μορφωμένων. Τα χωριά έπαψαν να συγκεντρώνουν τον
πληθυσμό, τα κεφαλοχώρια κι οι πόλεις μαζεύουν τους ανθρώπους. Κι η μαντινάδα έγινε «αστική» με κάποιο τρόπο.
Η κ. Ελένη έζησε και μεγάλωσε πριν την καλπάζουσα τεχνολογία, πριν εισβάλουν τα αυτοκίνητα και η ΤΙΒΙ…μα ήταν μορφωμένη σπουδαγμένη , καλλιεργημένη. Έγραψε (κυρίως) και μίλησε την
ντοπιολαλιά, μα η μεγάλη της αγάπη για το χωριό της, η προσκόλλησή της στις ανεξίτηλες αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, καθιστούν τα έργα της λαϊκά με κάποιον ευεξήγητο τρόπο.
Μα δεν είναι λαίκή στιχουργός, δεν ακολουθεί τη μέθοδο των μαντιναδολόγων, δεν χρησιμοπιεί τη παράδοση σαν στημόνι, για να υφάνει το σχέδιό της. Θέλει ολόκληρο το δίστιχο δικό της, το επιτυγχάνει με
ωραία αποτελέσματα.
Έχει πηγαίο ταλέντο, πέραν των εικόνων και των μεταφορών και των πλουσίων (πολλές φοές) ομοιοκαταληξιών, συνθέτει αυθόρμητα, λέξεις κα ήχους, με αρτιότητα, αποφεύγοντας , με τό ένστικτο
χασμωδίες και με τη γνώση μετρικά λάθη.
Όλοι στην Κρήτη μπορούν να πουν μια μαντινάδα, μα λίγοι έχουν αρκετό ταλέντο, και ελάχιστοι διαθέτουν ποιητική φλέβα, σαν κι αυτή που έχει η κ. Ελένη Πλαγιωτάκη Σαατσάκη, που αποδεικνύει, ότι δεν
έσβησε μια μακραίωνη παράδοση στο νησί μας.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ:
Το σημείωμα γράφτηκε με την ευκαιρία της έκδοσης ενός τόμου ποιημάτων της κ. Ελένης Πλαγιωτάκη – Σαατσάκη με τίτλο «ΑΝΑΘΥΜΙΕΣ», από τον οίκο «ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ».
Διαλέξαμε δίστιχα (μαντινάδες) για να κρίνει ο αναγνώστης, την ικανότητα και το ταλέντο της ποιήτριας.
Η Κρητική διάλεκτος χρησιμοποιείται με γνώση και αίσθημα
ΤΟΥ ΕΡΩΝΤΑ
Τα όνειρα που κέντουνα επήγανε τ΄ανέμου
κρίμας τσι ψιλοβελονιές απου ΄ χα παίξει Θέ μου
Επάντηξε μου η χαρά μα πρίχου τση σιμώσω
ήφυγε και δε με ‘φηκε τη χέρα να τσ΄απλώσω
Ο λοϊσμός μου΄ναι σαφί κοντά σου ξωμονάρης
μα συ τονε περιφρονάς σα να΄ναι διακονιάρης
Με ξεκουζούλαν’ ο σεβντάς και ύπνος δε με πιάνει
και κάνει ο νους μου ως την αυγή στη μπόρτα σου σεργιάνι
Σα μου γελάς ξελησμονώ όλες μου τσ΄ατυχίες
βυζαντινούς ψαλμούς γροικώ κι αγγέλω μελωδίες
Έφυγες κι από τοτεσάς του χωρισμού οι πόνοι
σφυροκοπούνε το κορμί σα ντου χαρκιά τ΄αμόνι

Παλιότερα, έγραψε με κοινη ελληνική δημοτική πολύστιχα ποιήματα – με αναμφίβολη επιτυχία, διαλέγουμε το πιο
αισθηματικό, όταν ήταν ακόμα στα θρανία:
Χ Ω Ρ Ι Σ Μ Ο Σ
Μες στ΄ακρολίμανο το πλοίο φωτεινό
για το ταξίδι ετομασμένο αργοσαλεύει
κι ΄όσο το βλέπω , τόσο αβάσταχτα πονώ
δάκρυ πικρό τις βλεφαρίδες μου αναδεύει
Γύρω μου φώτα. Μόνο η μαύρη μου ψυχή
σκοτεινιασμένη τη θωριά σου έχει κλείσει
και λαχταρά σαν ανοιξιάτικη βροχή
ένα σου δάκρυ να δεχτεί να τη δροσίσει
Βλέπω τα μάτια τα πανέμορφα θολά
τη λατρεμένη τη μορφή σου λυπημένη
και λυγμικά η γλυκειά φωνή σιγομιλά
μα δεν ακούω από τον πόνο αφανισμένη
Πότ΄ήρθε η ώρα; Πότε κύλισε η βραδιά;
δυο χέρια σβίγγονται τρελά να συντριβούνε
σφύριγμα πλοίου μου ξεσκίζει την καρδιά
κι όλα μαζί μου γύρω αρχίζουν να θρηνούνε