Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Η  ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ   (  Η ΤΥΧΕΡΗ  )

Καλοκαιρινή νύχτα στο Μπουρούνι, το φεγγάρι φαινόταν από Ανατολή σε Δύση

 

Στο «Μπουρούνι», έναν απρόσιτο βράχο, στο τουριστικό (σήμερα)θέρετρο της Ανατολικής Κρήτης , συναντήθηκαν πέντε συγγενείς, πρώτα ξαδέρφια από την πλευρά των μανάδων τους.

Την ευκαιρία την έδωσε ένα γεύμα,που προσφέρθηκε από κάποιον, που ζει ακόμα στην άκρη αυτού του βράχου. Η συζήτηση προσανατολίσθηκε , σε ένα πρόσωπο του παρελθόντος που «έπαιξε»  τη Λευκοθέα , πρόωρα χαμένη στην εποχή των παιδικών μου χρόνων.

Ήταν για μένα γυναίκα μυθική, δεν την είχα γνωρίσει καλά, θυμόμουν μόνο το βαθυμελάχρινο χρώμα, τα κυματιστά μαλλιά και σπινθηροβόλα μάτια της.»Θείτσα» της έλεγα κι όταν γύριζε να με δεί, ένιωθα να με ηλεκτρίζει η ματιά της, «θείτσα δώσε μου λίγο γλυκό».

Δεν ζητούσα συχνά, μα δεν την πολυφοβόμουν όπως τη μάνα μου, μια φορά στις δυο ανταποκρινόταν, «να μια κουταλίτσα” μα μην το πεις , δεν έχω πολύ».

Την αγαπούσα αν και ήταν αυστηρή, δεν σήκωνε πολλά – μα έδινε – χωρίς παρακάλια. Άκουγα τους άλλους να μιλούν γι αυτήν με αγάπη σεβασμό, με δέος. «Το είπε η Λεύκη»,ή «Να την ρωτήσουμε, ξέρει και γράμματα», » ποιος να βοηθήσει;» μα έχουμε την Λεύκη, κάτι θα σκεφτεί, κάτι θα βρει.

Ήταν μιά από τις έξι αδερφές της μάνας μου (υπήρχε κι ένας αδερφός), η μόνη που έμαθε γράμματα , που ξέφυγε από τη μεγάλη φτώχεια και την (απερίγραπτη) μιζέρια του (ψαρο) χωριού μας. ‘Οταν τέλειωσα το Δημοτικό, ήμουν το μόνο από τα 15-16 ξαδέρφια, που έδειχνε κάποια κλίση στη μάθηση.

Αυτή που το κατάλαβε και το εκτίμησε ήταν η θεία Λεύκη, αυτή με «έβαλε» στο Γυμνάσιο και φρόντιζε για την πρόοδο μου. Κάθε εξάμηνο, ερχόταν, σαν αληθινός κηδεμόνας, στο σχολείο μου και μιλούσε και με το γυμνασιάρχη.

Ένιωθα υπερηφάνεια που υπήρχε κάποιος να ενδιαφέρεται για μένα και μπορούσε να μιλάει με τόσο ψηλά πρόσωπα.

Όταν έφτασε η είδηση το θανάτου της, έμοιαζε απίστευτη, δεν μπορούσε να συμβεί, ήταν τόσο νέα, υγιής και δυνατή.

Είχε χαθεί μακριά, στην Αθήνα , δεν πολυκατάλαβα τι έγινε. Όταν σταμάτησαν οι σπουδές και τα σχολεία και βρέθηκα μούτσος

(ναυτόπαις) σ΄ένα εμπορικό, εννόησα ότι το τρομερό συμβάν, ήταν πραγματικό και θα άλλαζε τη ζωή μου οριστικά.

Ο φύλακας άγγελος είχε πετάξει στα σύννεφα.

 

 

Φωτογραφία του βράχου, το "Μπουρούνι"
Φωτογραφία του βράχου, το «Μπουρούνι»

 

Ο ΠΡΩΤΟΣ (ΒΑΓΓΕΛΗΣ)

Τη θεία Λεύκη, άρχισε ο πιο δύσκολος, ο Βαγγέλης Κ. «τη θυμάμαι από τότε που άνοιξα τα μάτια μου.

Δεν ζούσε κοντά μας , μα όταν γινόταν κάτι ήταν πάντα εδώ δίπλα μας. Και τότε οι αποστάσεις δε ήταν όπως σήμερα,

για να φτάσεις στο σπίτι μας χρειαζόταν τρεις ολόκληρες ώρες και πολλές δραχμές.

Επειδή ήμουν πολύ άτακτος και δεν «έπαιρνα» τα γράμματα, παρά τις ατέλειωτες συμβουλές της «αγρόν ηγόραζα»(έτσι μου λέγαν),

αποφάσισε να με πάρει κοντά της στην πόλη (χώρα ) και όχι μόνο να με παρακολουθεί από κοντά αλλά να με βοηθάει και στα μαθήματα.

Με έγραψε στη νυχτερινή «Εμπορική» και με προσέλαβε ο άντρας μιας στενής φίλης της, για να κάνω θελήματα στο μαγαζί του και να βγάζω και τα έξοδά μου.

Δεν τέλειωσα τη βδομάδα, η μεγαλούπολη μου φαινόταν χάος, απαίσια, που να παίξω μπάλα και που να πάω;

Αναζητούσα απελπισμένα το χωριό μου, πνιγόμουν στην άσφαλτο της πρωτεύουσας(του νομού).

Έβαλα την κεφαλή κάτω και πλησίασα τη Λεύκη :” Δεν αντέχω θεια, δεν μπορώ άλλο.

Ούτε το σχολείο ούτε την πόλη σας. Θα φύγω, θα γυρίσω στο ψαροχώρι μου, δεν με νοιάζει τίποτα.

Αν θέλεις δωσ’ μου το εισιτήριο, δέκα φράγκα κάνει, αλλιώς θα πάω με τα πόδια.» Δεν με μάλωσε , δεν είπε τίποτε.

Ήταν πολύ θυμωμένη, όταν μου έβαλε στο χέρι το δεκάρικο, έτρεμε όλη , μα δεν έβγαλε λέξη.

Η μάνα μου έγινε θηρίο, ο πατέρας μου – μεθυσμένος πάντα, δεν καταλάβαινε (ποτέ) τίποτε.

Μόλις όμως ησύχασαν λίγο τα πράγματα, η θεια μου ήταν στο σπίτι μας. Για έλα δω Βάγγο μου, είπε, τι νομίζεις

ότι η ζωή είναι τόπι (φουτ μπωλ εννοούσε) και αλητεία; Αυτή τη φορά άρχισα να τρέμω εγώ, δεν αισθανόμουν άνετα,

να τρώγω να πίνω και να τεμπελιάζω, σ’ ένα πάμφτωχο σπίτι, με αλκοολικό και ανίκανο πατέρα και πολυταλαιπωρημένη μάνα.

Τι να κάνω θεια, ψέλλισα. Σου βρήκα εγώ , αν έχεις λίγο φιλότιμο, τι θα κάνεις. Είσαι πια δεκαπέντε χρονών παλικάρι (γάιδαρος ,

έπρεπε να πει) κανόνισα να σε πάρουν σε μια εξαιρετική στρατιωτική σχολή, υπαξιωματικών.

Σε τρία χρόνια θα σαι βαθμοφόρος και θα μπορείς να βοηθήσεις και τη μάνα σου.

Μου εξήγησε τι και πως, χωρίς να ωραιοποιεί πολύ τα πράγματα.

 

Τάξη σχολείου της δεκαετίας 1950-60, χαρακτηριστικά τα καπέλα των ογοριών

 

Πρόσεξε μου τόνισε, αυτό δεν είναι σχολείο νυχτερινό, αν μπεις δεν σ΄ αφήνουν να βγεις εύκολα. Είναι δύσκολα εκεί, να το ξέρεις.

Ήμουν ζαλισμένος όταν συγκατένευσα, δεν μπορούσα να καταλάβω πολύ, μα δεν είχα και κανένα περιθώριο.

Μέχρι να βρεθώ στα έμπεδα, ρώτησα,

έμαθα αρκετά – τίποτα δεν δεν ήταν όπως έλεγαν. Όμως άντεξα, την σκληρότατη ζωή του στρατού, ταλαιπωρήθηκα, πιέστηκα, έλιωσα, αλλά τα κατάφερα.

Στην ορκωμοσία δεν ήρθε η μάνα ή ο πατέρας μου, μα η Λευκοθέα ήταν εκεί, για να με συγχαρεί να με φιλήσει να με κάνει να νιώσω πρώτη φορά υπερήφανος.

” Μπράβο Βαγγέλη, ήξερα ότι έχεις φιλότιμο και θα τα καταφέρεις”.

Στη Βόρεια Ελλάδα, λοχίας πια και με μισθό στολή και τουπέ, ήμουν τώρα κάτι. Κι όταν αισθανόμουν πάνω μου τα μάτια των κοριτσιών της Μακεδονίας,

τη θεια μου καλοτύχιζα, ευχόμουν να ζήσει σαν τα βουνά.

Όταν έφτασε η είδηση του χαμού της, κεραυνός να με κτυπούσε θα ταν καλύτερα.

Η ζωή μου από αυτήν επηρεάστηκε, αυτή με έκανε ότι ήμουν, τι θα ‘κανα μόνος; Τρομοκρατήθηκα, αυτή κανόνιζε ακόμα τα πάντα,

τις μεταθέσεις τις προαγωγές μου, και τη ζωή μου, τι θα’ κανα;
…Από τότε δεν έγινε τίποτα που να πω ότι ήταν σωστό στο βίο μου, μα δεν έχει σχέση πια η Λευκοθέα, η θεια μου.»

Επίσκεψη πολλών αδερφών στην πόλη της Λεύκης, λόχος ολόκληρος

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ (ΔΕΣΠΟΙΝΑ)

Η εξαδέρφη μου η Δέσποινα, άρχισε να μιλάει προσεκτικά. Ήταn πια ηλικιωμένη, δεν είχε παιδιά και ο σύζυγος μόλις είχε εγκαταλείψει το μάταιο αυτόν κόσμο.

» Ήταν σαν μάνα μου η θεία η Λεύκη και σαν αδερφή μαζί. διαφέραμε δέκα – και περισσότερα χρόνια, μα ήταν πιο κοντά σε μένα,

είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας από τις αδερφές της.

Με πήρε στην πόλη κοντά της, για να βγάλω το Γυμνάσιο και τα κατάφερα βέβαια με την παρακολούθηση και τον έλεγχό της.

Βοηθούσα στο νοικοκυριό και στα μαθήματα των παιδιων της.

Ενώ στην ουσία ήμουνα «ψυχοκόρη» δηλαδή δούλα, δεν με άφηνε ποτέ να αισθανθώ άσχημα. Με «διάβαζε» και μένα, παρακολουθούσε την πρόοδο μου,

με επισκέψεις στο «Θηλέων».

Μόλις μέστωσα, έπαψε να με αντιμετωπίζει σαν παιδί, έγινα «δεσποινίς» και ισότιμη.

Λαχταρούσε μιαν κόρη που δεν απέκτησε και τα τρία αγόρια της δεν καταλάβαιναν τίποτα από ότι μπορούσε να την ενδιαφέρει ή να τη συγκινεί.

Ήμουν το κορίτσι που έλειπε και έγινα γρήγορα η νεώτερη αδερφούλα της.

Όσο μεγάλωνα, τόσο με πλησίαζε και γινόταν στενότερη η σχέση μας. Ενώ είχε αρκετές και καλές φίλες, εγώ έγινα το πιο έμπιστο και στενό πρόσωπο της.

Με έπαιρνε παντού, έμαθα να είμαι διακριτική και σιωπηλή, όταν υπήρχαν ξένοι, μα όταν ήμαστε μόνες, όλα ήταν ανοικτά και συζητήσιμα.

Ήταν μια γυναίκα δυνατή, νευρική και αυτοελεγχόμενη. Μπορούσε να κάνει μεγάλη φασαρία αν την αδικούσαν, αν την έθιγαν στο παραμικρό

(όχι μόνο την ίδια αλλά και όποιον αγαπούσε), δεν θα ξεπερνούσε τα όρια όμως, ακόμα κι όταν τα νεύρα της ήταν τεντωμένα και φοβόμουν ότι θα πάθει κακό,

ήξερε να γυρίζει το κουμπί, να επανέρχεται σε ήρεμα νερά. Μα η ικανότητα της δεν ήταν μόνο να βρίσκει τρόπους εκτόνωσης αλλά και να ανακαλύπτει λύσεις

και εκεί που φαινόταν αδύνατο. Ήταν (πολύ)όμορφη, έξυπνη και δραστήρια, κοινωνική και προσφερόμενη σ’ οποιονδήποτε είχε ανάγκη.

Και δεν ήταν μόνο τα έξι αδέρφια και τα παιδιά τους, ένας λόχος δηλαδή, που έπρεπε να φροντίζει – μόνο ο αρσενικός είχε οικονομική αυτάρκεια,

μα κι αυτός κάποτε έπεφτε στην ανάγκη της κι άλλοι πολλοί περνούσαν, όλοι στραβοί κουτσοί στην αγία Λεύκη.

Οι πρόσθετοι ήσαν τακτικοί και έκτακτοι, αναλόγως της ανάγκης και της προέλευσης. Όμως θυμάμαι κάποια περιπτώση, που αξίζει τον κόπο να σας πω.

Στο στενάκι που ήταν το τούρκικο σπίτι «μας», με την αυλή, το βότσαλο και το μανδρότοιχο με την εξώπορτα και την ταμπελίτσα από λαμαρίνα που έγραφε

«Τεργέστη 1836″(άγνωστο γιατί), έμενε η Ματίνα Γερογιαννάκη μια μπαμπόγρια ογδόντα και βάλε.

«Χήρα του αγιογράφου Μιχαήλ Γερογιαννάκη, χωρίς οικονομική άνεση, αποδεχόταν ευχαρίστως τις τακτικές βοήθειες της θειάς μου, όχι οικονομικές

τόσο μα πρακτικές και ευχάριστες.

Όταν χρειαζόταν κάποιο συγύρισμα, σιδέρωμα και το καλύτερο, επισκέψεις για καφέ- που έδιναν μεγάλη χαρά στην γριά γειτόνισσα.

Γιατί η Λεύκη δεν ήταν μια αγέλαστη και πληκτική ύπαρξη, αντιθέτως αλέγκρο άτομο, γυναίκα με έντονο ταμπεραμέντο, ήξερε να χορεύει καλά και να τραγουδάει ακόμα καλύτερα.

Ο καφές ήταν μια τελετή λες αρχαία, που απέβλεπε βέβαια την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Τι έβλεπαν με τόση προσοχή στο βάθος του φλυτζανιού του καφέ άγνωστο, μα έλεγαν τόσα που απορούσα.

Κατέληγαν σε ιστορίες και όχι σπάνια σε τραγούδια εποχής. Μα κάποτε η κατάσταση άλλαξε κάπως, όταν παρουσιάσθηκε η αδερφή της γερόντισσας,

η λίγο πιο νέα από αυτήν , η Κατίνα. Πως βρέθηκε και γιατί άγνωστο, ίσως μετά από κάποιο θάνατο, εγκαταστάθηκε στην αδερφή της.

Δεν άργησε όμως να δημιουργήσει, μια πιο στενή επαφή με τη Λεύκη,ταίριαζαν περισσότερο ίσως, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω.

Όμως είχαν αραιώσει οι επισκέψεις της Θειας μου στην Ματίνα, είχε πια και παρέα την Κατίνα – μα δεν άργησε να αντιδράσει έντονα, αισθάνθηκε ριγμένη, προδομένη.

Άκουσα (χωρίς να το θέλω ) έναν καυγά των δυο αδερφάδων. Έλεγε η Ματίνα: «με έκαψες που να καείς, σαν το κεράκι της Λαμπρής».

Μου έκανε εντύπωση, το δίστιχο στο μέλλον θα το άκουγα κι άλλες φορές.

Η αδερφή της γειτόνισσας δεν μ’ άρεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά μ αυτήν , με κοίταζε και παράξενα.

Η Λεύκη βρήκε κάποιο τρόπο για να βοηθήσει την Κατίνα, που δεν είχε που την «κεφαλή κλίναι».

Η προσφυγική της καταγωγή της έδινε δικαιώματα αποκατάστασης, αν και είχε χάσει κάθε προθεσμία. Η θεια μου μετά από άοκνες προσπάθειες ανακάλυψε ένα παράθυρο,

που έδινε νομική υπόσταση στο αίτημα της φίλης της.

Πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, έφτασε η ξαφνική είδηση του θανάτου της Λεύκης.

Για μένα ήταν κάτι τρομερό, απίθανων διαστάσεων κτύπημα.

Αισθανόμουν τόση ασφάλεια στη σκιά της, όλοι ήξεραν πόσο ενδιαφερόταν για την πρόοδο και «αποκατάστασή» μου.

Δεν κατάλαβα καλά τι έγινε , μα ένιωθα να βουλιάζει το πλοίο μου, να βρίσκομαι στο βυθό.

Δεν έπεσα έξω, αν για τα παιδιά της ήταν κάτι πολύ σοβαρό γεγονός, για μένα ήταν θανατηφόρο.

Άλλαξαν τα πάντα, γύρισα στο ψαροχώρι, στην αφόρητη μιζέρια της οικογένειάς μου, αναγκάστηκα να παντρευτώ γρήγορα

(για να σωθώ) με τον πρώτο που μου προξένεψαν, έναν καλόν τύπο, αρκετά μεγαλύτερο, που ζούσε πιο μακριά, σ έναν ακόμα μικρότερο οικισμό.

Και εδώ τέλειωσε η ζωή μου, μέτρια, χωρίς παιδιά και ταξίδια και διασκεδάσεις.»

 

 

Από καρτ ποστάλ, ο οικισμός άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά...
Από καρτ ποστάλ, ο οικισμός άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά…

 

Ο ΤΡΙΤΟΣ (Ο ΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ)

 

Όταν άρχισε να μιλάει ο τρίτος, ο γιος της ο μεσαίος, έγινε απόλυτη σιωπή. Αυτός ο τύπος με τα μυωπικά γυαλιά και το αδιάφορο (ενοχλητικό) ύφος, δεν κοίταζε κανέναν μας.

Σαν να μονολογούσε, σαν να εξομολογούνταν, σε άγνωστον ιερέα.

«Η μάνα μου η Λεύκη, ήταν η «τυχερή» για όλους σας. Κυρίως επειδή παντρεύτηκε τον Σπύρο Ζ. που την έβγαλε από την απερίγραπτη ανέχεια, από την καταραμένη μεγάλη

φτώχεια, αλλά πιο πολύ γιατί ήταν ένας ιδανικός σύντροφος – ο δακτυλοδεικτούμενος από όλους , στη στενή επαρχιακή κοινωνία μας.

Καλοφτιαγμένος, γοητευτικός και ήρεμος μορφωμένος και καλόγνωμος και εργατικός και συναισθηματικός και ψύχραιμος, ο πατέρας μου, έγινε γρήγορα υπόδειγμα συζύγου –

πατέρα, συγκέντρωνε τη συμπάθεια αλλά και την κακεντρέχεια και τη μοχθηρία και τη ζήλια πολλών.

Θυμάμαι από τότε που μπερδευόμουν στα φουστάνια των γυναικών, τις λέξεις «η τυχερή», η «καλοπαντρεμένη» αντί για το όνομα της μάνας μου.

Ο Σπύρος Ζ. είναι υπόδειγμα, ούτε ξενυχτά ούτε παίζει (χαρτιά) ούτε πίνει. Χαλούσε την πιάτσα, το ζευγάρι των γονιών μου ήταν τέλειο, αν και τα οικονομικά ήταν με το

σταγονόμετρο, αν και αγοράζαμε τά πάντα , δεν υπήρχε ούτε μια «πατουχιά γης»( περιουσία μηδέν).

Η μάνα μου δραστήρια και αεικίνητη, μπορούσε να τα πολλαπλασιάζει όλα, να βγάζει κι απ’ τη μύγα ξύγκι.

Με τον πενιχρό μισθό του δημοσιουπαλλήλου συζύγου της, κατάφερνε να ζει την οικογένειά της και να βοηθάει και κόσμο.

Στα παιδιά της ήταν αυστηρή, αντίθετα με το μειλίχιο πατέρα, τα νεύρα της κάποτε ξεσπούσαν στα ζωηρά και απείθαρχα αγόρια της.

Δεν έκρυβε καθόλου και τη συμπάθειες και τις προτιμήσεις της.

Ο πρώτος γιος, που δεν της έκανε τη χάρη να γεννηθεί κορίτσι, συγκέντρωνε την αγάπη της. Ήταν όμορφος και ψηλός και κατσαρομάλλης, της έμοιαζε, φαινόταν να

τον ξεχωρίζει, μα δεν του χαριζόταν.

Πιο ζωηρός από όλους εισέπρατε και τα επιχείρια. Εμένα με αντιμετώπιζε ευνοϊκότερα, δεν έκανα και πολλές «κακουτσανιές»,

όμως όταν αρνιόμουν πεισματικά να φάω, με επιτιμούσε:»το προσωπό σου είναι σαν φλουρί», καταλάβαινα μικρό και κίτρινο.

Ο τρίτος γιος ήταν το στερνοβύζι της, εκτός κριτικής και συναγωνισμού.

Στην οικογένεια δεν υπήρχαν διαχύσεις, ούτε φιλιά και σάλια, ούτε αγάπες και γλυκόλογα.

Κι όμως ήμαστε πολύ αγαπημένοι, η νευρική μάνα ποτέ όσο ζούσε δεν ύψωνε τη φωνή στον σύντροφό της, ποτέ δεν του διατύπωσε κάποιο παράπονο, ποτέ έναν πικρό λόγο.

Η αγάπη δεν έχει φαίνεται ανάγκη τόσο από διακηρύξεις, όσο από προσφορά και αισθήματα.

Το αληθινό θαύμα αυτού του ζευγαριού, το παρατηρούσαν όλοι γύρω του, θα σας ματιάσουν έλεγαν πολλοί.

Άκουγα την επωδό, «προσέξτε την κακογλωσσιά», μα δεν καταλάβαινα.»

«Όταν η Κατίνα . προστέθηκε σαν τρίτη γιαγιά στην οικογένεια, κάτι δεν μου άρεσε. Έμοιαζε στην Μαρία , τη μάνα του πατέρα μου, που δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα,

γιατί παραήταν έξυπνη, δεν μου χαριζόταν.

Άκουγα προσεκτικά τι έλεγαν οι γυναίκες, είχε περάσει πολλά η νέα «γιαγιά»(μάλλον στην Κατοχή), η μάνα μου νόμιζε ότι δεν ήταν αθώα.

Όταν βρέθηκε ο «προσφυγικός κλήρος» που θα διεκδικούσε, ο ενθουσιασμός ήταν γενικός. Ίσως η μάνα μου να σκεφτόταν ότι, θα κληρονομούσε τη γιαγιά που είχε «υιοθετήσει».

Δεν την αδικούσα, μια «άκληρη»οικογένεια ίσως χρειαζόταν (δικαιούνταν) ένα κομμάτι γης.

Η αδερφή της η Ματίνα ορυόταν «είναι ψεύτρα (η Κατίνα), μην την ακούς θα σε πουλήσει»(προδώσει).

Επειδή ήμουν ο πιο ιδιότροπος (έτσι λέγαν) από τα τέκνα της, έψαχνα με μανία παντού, στο τουρκικό σπίτι μας.

Έβρισκα ότι δεν φαντάζεσθε, αγαλματάκια από γύψο, χαρτιά με γραφές τουρκικές, αντικείμενα των γονιών μου κρυμμένα. Κάποτε ανακάλυψα ένα πιστόλι πλακέ, μέσα στα βιβλία.

Η Ματίνα και η Κατίνα ήταν ένα αίνιγμα βέβαια, ήταν επίφοβες,έμοιαζαν λίγο με μάγισσες. Το σπιτι της γυναίκας του αγιογράφου έκρυβε μυστικά και ανακάλυπτα

(αρκετα φοβισμένος βέβαια) καθώς μ’ άφηναν να χώνομαι παντού, πινέλα και χρώματα ξεραμένα, πίνακες μισοτελειωμενους και τα ανθίβολα – έμαθα πολύ αργότερα

ότι τα’ λεγαν έτσι – ήταν χαρτιά με σχέδια αγίων, σαν «πατρόν» για αντιγραφή (των αγιογραφιών).

Και φυτά παράδοξα, από ξωτικά μέρη, και αντικείμενα άγνωστα.

Η ζωή κυλούσε χωρίς εκπλήξεις, φτωχική , μα πάντα κάτι συνέβαινε που άλλαζε συνήθως βελτίωνε τις διαθέσεις όλων.

Τα γράμματα ήταν μονόδρομος για τα παιδιά, για να πλατύνουν το νου τους, αλλά και για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί.

Ο πρώτος κατάφερε (η εξυπνάδα του περίσσευε)με την πρώτη και μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Ενθουσιασμός σ΄ όλους αλλά περισυλλογή από τον επιτυχόντα,

που του μύριζε η Σχολή, δεν ήξερε ούτε τι είναι φυτό και θα σπούδαζε Γεωπονία!

Όμως ο θρίαμβος έστειλε στην Αθήνα τον πρωτότοκο, που έκανε τα πικρά γλυκά, μια και θα βρισκόταν κοντά στα μεγάλα γήπεδα .

Η Λεύκη τα κονόνισε όλα. Τα πενιχρότατα οικομικά, με κάποιες αιματηρές οικονομίες θα επαρκούσαν.

Να ήλπιζε στην βοήθεια της Κατίνας και της μελλοντικής της περιούσίας της ; Δεν το πιστεύω, γιατί το θέμα των ανταλλαξίμων ήθελε χρόνια πολλά.

Ο νέος φοιτητής εγκαστάθηκε στο Κλεινόν Άστυ και πριν συμπληρώσει εξάμηνο, ένας κεραυνός κτύπησε την οικογένεια, απροσδόκητα τελείως – αφού δεν υπήρχε καμιά αρρώστια.

Η μάνα μου σε μια εγχείρηση σειράς-ασήμαντη, δεν “ανένηψε”. ¨

Εχασε την πιθανότητα, μια στις 10.000! Μετά την αστραπή, το σύννεφο βαρύ και ασήκωτο, κάλυψε τα πάντα. Ήταν συντριπτικό το κτύπημα .

Ο βίος άλλαξε, τίποτε δεν ήταν όπως πριν (όπως λένε). Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο…»

 

Αριστερά η Ματίνα, δεξιά η Κατίνα-μαυροντυμένες, σαν βγαλμένες από θεατρικό δράμα

 

 

Η ΤΕΤΑΡΤΗ ( ΡΕΝΑ)

Η Ειρήνη , Ρένα για όλους μας, είχε σειρά.

«Με μένα μπορεί να μην υπήρχαν πολύ στενές επαφές , λόγω της μάνας μου που ήταν συνήθως στα μαχαίρια, αφού η Λεύκη όπως και όλες οι αδελφές,

ήταν αδύνατον να αποδεχθούν τη νύφη τους, ως άξια για τον μοναδικό αδερφό τους, που νόμιζαν ότι ήταν πρίγκιπας του παραμυθιού.

Η μικρότερη αδερφή  (Λεύκη), έκανε κάτι παραπάνω: αναγνώριζε και την επίσημη «μαιτρέσσα» του πατέρα μου την Σπυριδούλα (ζούσε στον Πειραιά), σαν (δεύτερη) γυναίκα του.

Εν τούτοις, παρά τις διαφορές – που επηρέαζαν πολύ κι εμένα, η σχέσεις μου με τη θεία μου ήταν κάτι παραπάνω από θερμές.

Γιατί ήταν η μόνη που με καταλάβαινε, ήταν ό άνθρωπος που με άκουγε και μπορούσε να με συμβουλέψει.

Γιατί δεν είχε παρωπίδες. γιατί ήξερε γράμματα και δεν είχε κόμπλεξ – ήταν όμορφη και καλοπαντρεμένη και τυχερή.

Όταν μπλέχτηκα πολύ συναισθηματικά, παρά τις ανοησίες μου , ήρθε κοντά μου. Βοήθησε να κάνω αυτό που λαχταρούσα.

Ίσως ήξερε ότι θα διέπραττα ένα κεφαλαιώδες λάθος, μα δεν μπορούσε να μ αλλάξει. Και με την πλάτη της, προχώρησα στο λάθος.

Μα αυτή γνώριζε, κι έψαξε τρόπο να με βοηθήσει, μου βρήκε μόνιμη δουλειά, τρόπο να υπάρξω μόνη μου.

Αν ζω σήμερα είναι γιατί αυτή η περίφημη γυναίκα, έτυχε να είναι κοντά μου. Η Λεύκη, ο πατέρας μου έλεγε ότι της διάλεξαν το όνομα γιατί,

ο παππούς μου καϊκσής Νικόλας, μόλις είχε σωθεί από το τρίτο του ναυάγιο, αν και δεν ήξερε (ναι αυτός ο θαλασσοδαρμένος) κολύμπι.

Ο δάσκαλος που ρώτησαν σχετικά, έψαξε στα βιβλία του, ΛΕΥΚΟΘΕΑ είπε, αυτή έσωσε από τα κύματα κάποτε με το μαντίλι της τον Οδυσσέα.

Δεν είδαν, πως το μωρό ήταν βαθυμελάχρινο, δεν τους ένοιαζε εξ άλλου. Η Λευκοθέα, έγινε Λευκή και επειδή δεν πήγαινε(ταίριαζε) Λεύκη.

Μπορεί στο χρώμα να μην της ταίριαζε όμως της πήγαινε κουτί στον χαρακτήρα κια τις ικανότητές της, ήταν μια αληθινή καλή νεράιδα,

που πρόσφερε όπου μπορούσε και όπως ήταν δυνατόν κι από το υστέρημα της καρδιά της. Καθόρισε τη ζωή μου, μου ΄μαθε

να στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις, να μην έχω ανάγκη τον τελείως ακατάλληλο σύζυγο που διάλεξα.

Όμως η κακογλωσσιά, η κακεντρέχεια την κυνηγούσαν, η ζήλια κύκλωνε τη δραστήρια γυναίκα, που όταν βρέθηκε μεταξύ των

δυο άσπονδων ηλικιωμένων γυναικών  της γειτονιάς , οι κίνδυνοι την κύκλωσαν. »

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ (ΔΕΣΠΟΙΝΑ) ΕΠΕΝΕΒΗ

Την κατέστρεψε η καλοσύνη της, η γυναίκα του ζωγράφου δεν συγχώρεσε την προτίμηση στην αδερφή της, κατέφυγε σε μαύρες κατάρες

και σε κάθε είδους τσαρλατάνους, για να (ξανα)κερδίσει την αγάπη της Λευκοθέας.

Η εποχή ευνούσε ακόμα δεισιδαιμονίες και μαγικές συνταγές, χαρτορίχτρες, καφετζούδες και μέντιουμ έκαναν προβλέψεις «ασφαλείς»,

μα προσφερόταν (αρκετά ακριβά)και διάφορα ματζούνια αγνώστων συστατικών, πυ μετά από πολύπλοκες (και ανόητες) διαδικασίες (τελετουργίες)

θα άλλαζαν τα αισθήματα των προσώπων που ενδιέφεραν.

Η γριά Ματίνα δεν αρκέστηκε μόνο σ αυτά, όταν είδε ότι τίποτα δεν «πιάνει», έψαξε για τις πιο «επικίνδυνες» μεθόδους.

Είμαι βέβαιη πως η μπαμπόγρια Τσαλαπετεινιά, την βοήθησε να καταστρέψει την Λεύκη, με τα σαπούνια και τις καρφίτσες

και τις απαίσιες μεταμεσονύχτιες τελετές με τα ακατάληπτα λόγια.

Ο ΠΡΩΤΟΣ (ΒΑΓΓΕΛΗΣ)

Δεν είναι δυνατόν, στον εικοστό αιώνα ζούμε, αυτά μοιάζουν παραμύθια για αφελείς. Όμως η μακαρίτισσα η θειά μου, κάποια πίστη έιχε σ αυτά, την θυμάμαι να «ανοίγουν» το φλυτζάνι, να μιλάνε για περιστάσεις και τέρμινα…

Ο ΤΡΙΤΟΣ ( Ο ΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ)

Είναι απαράδεκτες υποθέσεις, η όμορφη και τυχερή μάνα μου, έχασε τον τελευταίο λαχνό (παιγνίδι)της ζωής της. Ισως ξεπέρασε τα όρια, ίσως δεν έπρεπε να μπει στη διαμάχη των δυο αδερφάδων, ίσως έπρεπε να ήταν άλλη – πιο αδιάφορη λιγότερο ενδιαφερόμενη για τους γύρω της…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Η απολύτως αυθαίρετη εκτίμηση για τις μαγγανείες και τις μαύρες μαγικές συνταγές, μ’ εξόργησαν σκεφτόμουν σοβαρά,

να σβήσω τα σχετικά σημεία των διηγήσεων των τεσσάρων.

Δεν το έκανα, μου φάνηκε ότι όλοι συμφωνούσαν, με κάποιο τρόπο, ακόμα κι ο γιός της είχε καμφθεί.

Επιστρέφουμε στο Μεσαίωνα αναρωτήθηκα, θα ξαναγυρίσουμε στις προλήψεις τις προκαταληψεις τη μισαλοδοξία;

Θα ξανακυνηγήσουμε τις μάγισσες;
Όμως αν όλος ο κόσμος γύρω σε υποβλέπει, σε σχολιάζει, σε ζηλεύει (αν δεν σε εχθρεύεται), αν όλα τα μάτια είναι στραμένα απάνω σου, τι συμβαίνει;

Οπωσδήποτε καλό δεν κανει, κατά τις εκτιμήσεις ειδικων ψυχολόγων και «μπιχαβιοριστών».

Ξανάπιασα τα βιβλία και τις σημειώσεις για να βρω κάποιαν άκρη, δεν τα κατάφερα, μπερδεύτηκα για μιαν ακόμα φορά.

Όταν ξεπερνάει κανείς το μέτρο, σε έναν άδικο και δυστυχισμένο κόσμο κινδυνεύει;
Η Λεύκη η θεια μου, δεν ήξερε από αυτά, έζησε λίγο μια σκληρή και πλήρη ζωή και κάπου ψηλά θα χαμογελάει με τα ερωτηματικά μου

– σαν να την νιώθω να μου χαϊδεύει τα μαλλιά , θα λεγε : «αν ήταν αλλιώς θα σπούδαζες και ίσως εύρισκες κάποιες λύσεις»

Η Λεύκη έμοιαζεστην έκφραση με την διάσημη ιταλίδα ηθοποιό, μα ήταν πιο όμορφη και πιο γλυκεια

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s