ΜΑΡΙΝΑ ΚΕΦΑΚΗ ΒΑΡΔΑ – ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ (ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ)

2013-02-12 19.30.11

 

ΜΑΡΙΝΑ ΚΕΦΑΚΗ ΒΑΡΔΑ – ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑΤΑ (ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ)

Περνάει ο καιρός, η Μαρίνα έχει φύγει δυο χρόνια τώρα, για τα λημέρια τ΄ουρανού.

Κι όμως είναι κοντά μας, πρέπει να μιλήσουμε. Και δεν φτάνουν τα δικά μας λόγια, είναι αχνά και άτονα, φτωχά για τα αισθήματα

που πρέπει να εκφραστούν – για να αντέχονται.

Και ψάχνουμε με μανία βιβλία και ποιητές, αυτούς που έχουν την «δωρεά» και έχουν «φωνη» να μιλήσουν για μας όπως δεν μπορούμε.

Αντιγράφουμε  από τον Άγγελο Σικελιανό, τους καλύτερους ίσως δεκαπεντασύλλαβους που γράφτηκαν μετά τον Ερωτόκριτο –  σχεδιάζουν εικόνες

με χίλια χρώματα, περίεργους συνδιασμούς, κτυπούν τις χορδές κάποιου άγνωστου μουσικού οργάνου, με ιδανικές αρμονικές μελωδίες.

Εκφράζουν την πιο βαθιά λύπη για κάποιο πολύ αγαπημένο πρόσωπο που έφυγε, μα δεν υπάρχουν μόνο δάκρυα, είναι σε πηγάδι άπατο η πίκρα

σε απάτητες κορφές η απόγνωση.  Κι όλα δεν οδηγούν στο κενό και την καταστροφή. Πάνω στα ερείπια οικοδομούνται αυτά που είναι αιώνια,

η καρδιά  αντέχει και κτυπάει, μέσα από ότι δεν καταστρέφει οκαιρός δεν αγγίζει ο θάνατος. Η υπέρβαση δεν είναι θρησκευτική (μόνο)

είναι πνευματική, αισθητική – ηθική τελικά και  ανοιγει τον ορίζοντα, να φανεί το ουράνιο τόξο – όπως κάθε φορά μετά την καταστροφή.

Λουλούδια της κ. Κ Σμπώκου
Λουλούδια της κ. Κ Σμπώκου

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΥΜΕ:

Άνεμος φύσαγε γλυκός, από μακριά  φτασμένος

με μιας γαλήνιαν ευωδιά των κάμπων φορτωμένος

 

Τα μύρα πλέαν ανάερα-αντίκριζε η ψυχή μου,

όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη μυστική άθλησή μου

 

Και δες…Ανθοι ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια

στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια

(…)

Πως το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα

όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτει ξάφνου το αίμα

 

και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει

χλωμάδα μεγαλύτερην απ το μαργαριτάρι…

 

Ψυχή! και ξάφνου , σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι

η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι

(…)

Η γη που  πινει τη βροχή γλυκά δε μου είναι ξένη

ν΄ακούω το χόρτο πως ανθεί, το κρίνο πως αξαίνει

(…)

Κι όπως το σύννεφο αρχινά σαν πούπουλο ν απλώνει

σα μπουμπουκιάζουν σε γλυκειά καταχνιά μέσα οι κλώνοι

κι όσο το φως  αργοπορά στα πέλαγα, κι η μέρα

κλώθει το δείλι ασάλευτη, σε μια άκρη, ως περιστέρα,

 

στο χάδι μέσα το κρυφό, στην τρομερή του γλύκα

σαν άστρο μου έτρεμε μικρό, «το Εν τούτω Νίκα»

 

Κάθε του ανέμου ρίπισμα μουρμουριζε:»κοιμάσαι,

ή αφήνεσαι στον ύπνο σου βαθιά , για να θυμάσαι;»

(…)

Μείνε ,σου λέει μια κρυφή  φωνή , τα νιάτα σου να τα΄χω

σαν έρωτα περιστεριών, πολύ βαθιά σε βράχο

 

«αργά μια πύρα μέσα σου, με τη σιωπή, ν΄ανοιγει

σαν τη φωτιάν η αγάπη σου το λογισμό να σμίγει,

 

«να καίει κρυφά κι διάκοπα και σπάταλα να βάνει

με πλέρια φούχτα, στης χαράς τη θράκα το λιβάνι!

 

«της πλάσης όλης το κρυφό το πλούτος σε ζυγώνει

σαν ήσυχο στα πόδια σου να βόσκει ένα παγώνι !

 

«Καρδιά ! και τ΄άνθη π΄όλο ρεν μαζεύω στην ποδιά μου»

Μα εγώ : «Αντισκώσου, θρόνε μου, μην κλωνιστείς καρδιά μου»

(…)

images

ΙΙΙ

Μ’ΑΠΌ ΤΙΣ ΛΙΌΧΑΡΕΣ ΠΛΑΓΙΈΣ ΤΟ ΝΙΟ ΜΕΛΊΣΣΙ ΑΝ ΈΡΤΕΙ

ΔΟΥΛΕΎΕΙ ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ΄ΤΟ ΜΕ΄ΛΙ, ΣΤΟ ΚΥΒΕΡΤΙ

Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι

εδώ , όρθιος ύμνος, ο άνθρωπος βιγλίζει το στασίδι!

 

Στύλος εδώ γητεύεται, σε θείαν αταραξία,

ωσά να λούζεται, άφωνος, βαθιά στο γαλαξία,

 

εκεί π΄ανοίγετ΄ άβυσσο, το μεσανύχτι, ο ζόφος

και μυρμηγκιάζει κι αναβρά καταμεσής στο αστρόφως !

 

Εδώ ως τα κόλυβα λαμπρό τ΄αποσκεπάζει ρόδι

νυφαδιακό σα να τανε προβόδισμα το ξόδι

 

πετράδια μοιάζουνε χυτά, φλόγ’ άφθαστη ντυμένα

της λύπης τ΄άγα φλάμπουρα ανάερα σηκωμένα !

 

Και, καθώς  τρέχει το νερό μέσα σε πλούσια χλόη

πηγή το δάκρυο γίνεται, ψαλμός το μοιρολόι

 

Βογκάει χελιδονοχαρές, ο νάρθηκας, κι ο θρήνος,

πα στα δεμένα πόδια τους, απιθωμένος κρίνος !

 

Τι κι αν πάνε πίσω οι ζωντανοί και μπρος οι πεθαμένοι

Αχ, το κορμί της δόξας μου καιρό που τους προσένει !

 

Γοργό ως τραντάζει της ψυχής βαθιά μου το στημόνι,

των κοιμημένων μου ο λαός ακούει κι με σιμώνει !

(…)

Γλυκό μου εσύ μνημόσυνο, πένθος χαρμόσυνό μου,

στ΄άγιο τραγούδι π΄άρχισα τη δυναμή σου δός μου !

 

Το πνέμα του όχλου το θαμπό, το βαρυστέναχτο άχτι,

καθώς η φλόγα πίσω της αφήνοντας τη στάχτη

 

Σηκώνεται, όμοια να σκωθώ, σωριάζοντας το κάτου

με τ ΄αστραπόφωτα φτερά πετώντας του Θανάτου !

 

Κι ω Μάνα, αχνό που σε φωτά το κρεμαστό καντήλι (1)

κάτου απ΄το μέγα μέτωπο, που σκέπει το μαντήλι,

 

στο μάγο φως που την ψυχή μόχει γλυκά κυκλώσει

σαν το χρυσάφι ο χρυσοχός που, πάσχοντας να λιώσει,

 

κρυφή αναπνιάν αδιάκοπη τη φλόγα συμμαζώνει

στο μέταλλο που υπομονή το τυρανάει το ζώνει

 

ώσπου σαλεύει στο βυθό, κόμπος αιφνίδιος  πρώτα

σα δάκρυ ή σα στο μέτωπο, γοργή, η σταλιά του ιδρώτα

 

τέλος σκιρτά χρυσοπηγή μπροστά του – έτσι τον ύμνο

πληθαίνω μέσα μου για Σε και τον πυρρό Σου σκύμνο !

(…)

 

 

ΙV

Του Ψυχοσάββατου φιλί – στον ύπνο μου , ως να φύγει

τ΄ όνειρο – αργά, τα μάτια μου στη νέαν αυγή, π΄ανοίγει

(…)

γοργά στα χείλη μου έσταξε του πέλαγου η αρμύρα

βαριό το δάκρυ κι΄έτρεχε στην όψη κ΄επλημμύρα !

 

Η κόρη απ΄το προσκέφαλο στυλά που με κοιτάζει

τόσο ειν΄ωραία , πατέρα μου, για ιδές , που με ντροπιάζει…

 

«Αχ λίγο να θελε από με τα μάτια της να πάρει

να λεγα τώρατο γλυκό χερουβικό τροπάρι !»

 

Μικρή ψυχούλα μίλησε  στον αγγελοκρουμό της

και με το λόγο φτέρωσε, σα χνούδι τον καημό της !

 

Μ΄αυτή που φτάνει αγνάντια μου, δάφνη κρατεί ή φοινίκι;

«Δε σ έφτειραν τα χώματα; δε σ έφαε το σουλίκι;’

 

Είπα ; αδερφή ! και κατ΄αυτή να τηνε σφίξω ορμούσα

μα  κείνη ήταν ανέγγιχτη κι αζύγωτη ως η Μούσα !

(…)

`από τη γη σηκώνοντας ογρά τα βλέφαρά μου

κοιτώ αναβλύζουν οι λαμπρές ολόγυρά μου !

 

Μα ως η  φωτιά μες τη φωτιά, το κύμα μες το κύμα,

σε μιαν αντίκρισε ψυχήν ότι η ψυχή αποθύμα !

(…)

Κρίνος  περίψηλος κ’ εγώ, μεσ΄από τ’ άγιο χώμα

στυλώνομαι στης άνοιξης το νικητήριο σώμα.

(…)

Θωρώ και της ανάστασης η σάλπιγγα μου στρώνει

το δρόμο ο όπου τη σάρκα μου στον πόθο της λυτρώνει !

 

V

-Κατεπόθη ο θανατος εις νίκος-

(…)

Βράχος ο κάθε λογισμός στον άλλο απάνω, δίχως

μια μάταιη τέχνη, στήνουνε το κοιμητληρι, τείχος

που στων αιώνων άσωτο τον ποταμό αν κιλήσει

καθώς το σήκωσε η ψυχή το ξαναπαίρνει η φύση !

 

Όλη να βιουλιαζε με μιας η ζωή, κι αυτό μαζί της

σαν απ΄τον  ήλιο που βυθά ξοπίσ΄ο αποσπερίτης !

 

Ω κυπαρίσσια δώστε μου, σαν έρχομαι σιμά σας,

να΄μ΄άξιος για το μύρο σας και για τ΄ανάστημά σας !

(…)

Συ που θωρείς τους ύπνους μου, πρώτη, αδερφή μαρτύρα

αν της φωνής σου, στ΄όνειρο, δεν άκουσα τη λύρα.

 

κι ως σου είδα  στη μετάδοση  το χείλη να μην τρέμει

σαν την καρδια σου δέρνανε οι τέσσερεις ανέμοι

(…)

Γλυκά κι αν δε με διάταξες της πίκρας μου ν αφήσω

τον πέπλον, ολοζώντανη γαι μα σε ζωγραφίσω !

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Από το ποίημα του Αγγελου Σικελιανού » ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ»

(1) = Αναφέρεται στην Παναγία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s