Από το facebook αντιγράφουμε ευχαρίστως την Σ.Λιλιμπάκι
«Ρομαντικά μοτίβα για την 25η Μαρτίου 1821
Στα επετειακά φύλλα των εφημερίδων επικρατούν συνήθως πολεμικές εικόνες με κανόνια, ντουφέκια, σπαθιά και την ελληνική σημαία μπροστά. Ο σκιτσογράφος Νίκος Καστανάκης (1950) και ο ζωγράφος Κ. Παπαδόπουλος (1953) ξεφεύγουν από τα ειωθότα και με ένα προσωπικό τρόπο τιμούν την Εθνική εορτή
Εφημερίδες Δημοκρατικός Τύπος και Προοδευτικός Φιλελεύθερος.»

Λαμπρή μέρα, η παρέλαση έχει αρχίσει στην πλατεία των «Τριών Καμαρών» κι ο καφές που προσφέρει – πάντα το ίδιο ανυπόκριτα ευγενικά- ο Σπύρος Επιτροπάκης, μας φέρνει σε παλιές εικόνες (σαν αυτές που προσφέρει η Σ.Λιλιμ.)και συνακόλουθες συζητήσεις, που δεν έχουν τέλος.

Γιατί η ιστορία μας έχει την μανία να επαναλαμβάνεται, γιατί ο Μαρξ έκανε λάθος συλλόγιζομαι μόλις τέλειωσε η ιεροτελεστία του πρωϊνού καφέ (χωρίς τσιγάρο δυστυχώς πιά).
Γιατί μοιάζουν οι αντιδράσεις μας, η στάση μας, στην αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων μας; Γιατί δεν θυμόμαστε, γιατί δεν σκεφτόμαστε, γιατί αντιδράμε πάντα τόσο καθυστερημένα (κατόπιν εορτής) .
Διαιρεμένοι στην επανάσταση του 1821, αλλά και στο 1917 στο 1922 και στον Μεταξά και στην μετακατοχική περίοδο και ως σήμερα, παρατάξεις με απόψεις αγεφύρωτες, ας βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι κι ας έχουμε το ίδιο ζουμί.

Παρέλαση; αναρωτήθηκε ο Σπύρος πριν λίγο, τι να ναι αυτό.
Το λιγότερο που μας συμβαίνει , θα θελα να παρατηρήσω – τουλάχιστον αρέσει στα Λυκοπουλάκια.
Βέβαια η στρατιωτική παρέλαση μας …περισσεύει, ειρηνική περίοδο περνάμε – παρά την ένταση και τους πολέμους γύρω μας, στη γειτονιά μας.
…
Μα ας λείψει η κρίνια, μας κατατρέχει αυτέ ςτις μέρες, είναι όμορφη η μέρα , καλός ο καιρός…

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ:
Έφτασε το απόγευμα, έψαχνα τον Αντώνη ( Χελιδώνη) δεν τα κατάφερα να τον εντοπίσω…μα ώ του θαύματος: κάπου μιλούσε και τον άκουγα:
«Κατοικούσα τότε, εκεί, στη σκιά του γέρικου πλάτανου. Δεν ήταν, βέβαια, δική μου επιλογή, αλλά ο θείος Ντίνος είχε χάσει στα χαρτιά όλη του την περιουσία. Είχε μανία από νεαρός, όσο τον θυμάμαι δηλαδή, Εκείνος με μεγάλωσε μετά τον απρόσμενο θάνατο των δικών μου. Ήταν ακόμα καλοκαίρι και η νέα μου κρυψώνα, κανείς δεν θα μπορούσε να πει σπίτι την κουφάλα ενός δέντρου, προσέφερε δροσιά, άπλα και μια περίεργη χαρά να παρατηρώ τους άλλους χωρίς καν να φαντάζονται την παρουσία μου. Ο θείος έτρεχε μέρα και νύχτα να καλμάρει τους δανειστές του, είχα πάντα παγωμένο νερό από την διπλανή πηγή, λίγο ψωμί για κολατσιό και μια απέραντη θέα. Την πλατεία, τους ανθρώπους, τις συνήθειές τους.
Μα, μήπως ήμουν εγώ το αξιοθέατο;»

Σαν νάταν αύριο, μα πως γίνεται; Γιατί δίαβαζα ότι:
«Το ημερολόγιο έγραφε 16 Μαρτίου 2016» ;
Ηράκλειο 19 05 /25. 3. 2016
Το αυτοβιογραφικό του Αντώνη μου θύμισε τις παιδικές ζαβολιές που τροφοδοτούσαν τη φαντασία και μας μεγάλωναν. Η χαρά να βλέπεις και να μη σε βλέπουν και μεγαλύτερη να κρυφακούς. Και η απαλή γραφή χωρίς κανένα στόμφο. γ.ζ..
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Βασιλη την αγαπη μου
Μου αρέσει!Μου αρέσει!