
Ο Μαραμπού έφτασε στις 14 Απριλίου στο Ηράκλειο, με το κρουαζιερόπλοιο «Aquarius» με σκουρομπλέ μπερέ και ντροπαλό χαμόγελο, κατρακύλησε από τη ψηλή σκάλα το μεγάλου καραβιού στις αγκαλιές που τον περίμεναν. Γρήγορα προσαρμόστηκε στους κρητικούς, έγινε εγκάρδιος φίλος και συμπότης και καθοδηγητής κέντρο μιας νεανικής συντροφιάς.
Δεν ήταν ο κουρασμένος ναυτικός, ο βαριεστημένος ασυρματιστής, ο ποιητής που είχε εγκαταλείψει την τέχνη του από το 1950. Δεν ήταν ο ηλικιωμένος πεισιθάνατος που γύρευε μια θέση στο “διάφεγγο βυθό και τ΄άγριο κύμα” , ένας άντρας ώριμος γλυκύς και ερωτευμένος ήταν, καθόλου διαφορετικός από μας, που θεωρούσαμε τα 30 χρόνια την πιο σταθμισμένη και προχωρημένη περίοδο της ζωής μας.

Ο καινούριος φίλος ήθελε να μιλήσει κι είχε βρει τους κατάλληλους από πολλές απόψεις ακροατές και (γιατί όχι) εξομολόγους. Ήταν για όλους μας τότε η εποχή των μεγάλων αισθημάτων και των σημαντικών αποφάσεων έρωτες και χωρισμοί και γάμοι και αρραβώνες και διαζύγια και συμπέθεροι και βαφτίσεις – δεν περιμέναμε να περάσει η μπόρα της δικτατορίας, είχαμε πια συνηθίσει.
Κι ο Μαραμπού αντιμετώπιζε ίδια θέματα, ίσως πιο κρίσιμα μα όχι διαφορετικά, η ευαισθησία του ήταν πιο μεγάλη κι πείρα του δυσκόλευε τον ποιητή. Όπως στις τέχνες η πείρα δεν βοηθάει πολύ να φτιαχτεί ένα σημαντικό έργο και στα αισθηματικά ζητήματα δεν προσφέρει σημαντική συνδρομή, ίσως μόνο προβλήματα ανακαλύπτει ή προσθέτει.
______________________________________
Αριστείδης Βλάσης , Πορτραίτο ναυτικού(το 1974
πολύ νέος στο Ηράκλειο,διαμόρφωνε τον εικαστικό
του δρόμο)
______________________________________
Μα στο Ηράκλειο την επαρχιακή απομονωμένη πολιτεία, δεν υπήρχαν σκληροτράχηλοι ναυτικοί ούτε συνάδελφοι της λογοτεχνίας με σουβλερές μύτες, ούτε συγγενείς με “ανησυχίες” μόνο κοινότατοι άνθρωποι σε ηλικίες που να μπορούν να καταλάβουν. Και συζητούσε πιο πολύ από όλους μας τα αισθηματικά του προβλήματα και η “μικρή του φίλη” έγινε σιγά σιγά μέλος της παρέας μας. Όταν κουτσοπίναμε σε κάθε κουτούκι που υπήρχε στην επαρχία μας και ο Καββαδίας πότιζε λίγο οινόπνευμα τη γοργόνα στο μπράτσο του κι έβρεχε το πάτωμα, ξέραμε ότι η κοπέλα του , όπου κι αν ήταν κάτι θα ένοιωθε. Το περίφημο τατουάζ που φαίνεται σε φωτογραφίες του, έγινε πριν φανεί η μεγάλη αγάπη, ήταν η λαχτάρα του νεαρού ναύτη κι ο έρωτας που ήρθε κάποτε όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Το 1974 ήταν σημαντικό για τον Μαραμπού, μπήκε στα τελευταία ωραία ταξίδια και σε εξαίσιες περιπέτειες. Μα δεν ήταν πια η θάλασσα και οι επικίνδυνοι ωκεανοί με τους τυφώνες και τα τεράστια κύματα, αλλά η ενδοχώρα με όλα τα άγνωστα στοιχεία της. Και μπήκε στο μεγάλο ποτάμι (των Ερώτων ) προσεκτικά.

“Ημοιασεν ο ( ποιητή μας..) κεινού του στρατολάτη
που΄λαχεν εις ποταμιά θολή κι είναι νερό γεμάτη
κι ως τηνε δει φοβάται τη, δειλιά να την περάσει,
μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει να δικιμάσει
κι αγάλια αγάλια πορπατεί, ζάλο το ζάλο κάνει
να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει
πάντα στη βέργας ακλουθά καικείνη τιμονεύγει,
την πλιαν ανάβαθη μερά και πλια΄φκολη γυρεύγει
κι απείτις δει και καλοδεί και λίγο βάθος έχει,
περνα ξαναπερνά τηνε και φόβο πλιο δεν έχει”
(ΚΟΡΝΑΡΟΣ 2130)
Καθόλου διαφορετικά από τον καθένα μας, μα ήταν πιο αμάθητος και πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν οι νέες συνθήκες της ζωής του. Όμως ξανάνιωσε, έγραψε στίχους, προγραμμάτισε ταξίδια και εκδόσεις, ετοιμάστηκε για τη σαιζόν που θα ρχοταν. Στις 11 Ιανουαρίου του 1975 ο Ηρακλειώτης Μ.Μ. του τηλεφώνησε για τα γενέθλια του, τον ευχαρίστησε έκπληκτος που τον θυμήθηκαν και διαβεβαίωσε χαρούμενος “την άνοιξη θα’ ρχομαι στην Κρήτη για ολόκληρη μέρα αυτή τη φορά”
Δεν έγινε, στις 10 Φεβρουαρίου 1975 έχασε οριστικά το πλοίο του – δεν θα πήγαινε στο Ηράκλειο ή στις μακρινές Ινδίες ποτέ – μα δεν τον ενδιέφεραν πια αυτά τα ταξίδια, έζησε τον αληθινό έρωτα, την αγάπη των μεγάλων οριζόντων και χάθηκε μαζί της κι ο βυθός ήταν πιο διάφεγγος, πανέμορφος-χωρίς κανένα κύμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρωτη ανάρτηση 6.2.2010
Με τη γυναίκα, μια, δυο, τρεις ή και πέντε φορές την ημέρα θα νιώσεις το στρουφογύρισμα του εγκεφάλου σου, με τη θάλασσα όμως ζεις μια συνεχή ερωτική πράξη κι έτσι δεν μπορεί καμιά γυναίκα να λειτουργήσει ως αντεράστριά της. Ο έρωτας του Καββαδία ήταν μια απλή φουρτούνα, φουρτούνα στεριανού καιρού. Ο Καββαδίας παρέμεινε ως το τέλος εραστής του πόντου. Αλίμονο μας όσοι βρεθήκαμε στην ίδια θέση στα θαλάσσια και ερτζιανά κύματα. Αιώνια θα πάλομε στον κυματισμό τους.-
Μου αρέσει!Μου αρέσει!