Πέρασαν χρόνια πολλά , μα δεν την ξεχνάμε – ο Μύρων Μιγάδης δημοσίευσε στην τοπική ΠΑΤΡΙΔΑ ένα κείμενο με τον τίτλο: «ΣΤΗ ΜΕΛΙΝΑ ΜΑΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ, ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ…»

Ανατρέχει στα 1956, άνοιξη ήταν τότε, η Μελίνα δίπλα στον Ντασεν στον Άγιο Νικόλαο αναστατώνουν το νησί μας, κανείς δεν μένει αδιάφορος, το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, έδωσε ιδανική ευκαιρία στον σκηνοθέτη και πιο πολύ στην Κρήτη.
Όλοι τρέξαμε στην μικρή πολιτειούλα , με την άπατη (έτσι λέγανε)λίμνη, το ασήμαντο λιμάνι με το εξαιτετικό ζαχαροπλαστείο και το εστιατόριο που το έβγαλαν (ονόμασαν ) ΡΙΦΙΦΙ, να δουμε τι γινόταν…

Κόσμος και λαός, τα πρώτα χελιδονια του τουρισμού πέταγαν πια στον ανοιξιάτικο ουρανό μας, μα ποιος να το καταλάβει. Εμείς ξέραμε μόνο (και αγαπούσαμε) τον Καζαντζάκη και τις διασημότητες του θεάτρου και του κινηματογράφου…
Τότε, την άνοιξη του 1956, μια τριμελής παρέα νεαρών από το Ηράκλειο ξεκίνησε για ένα διήμερο στην πολίχνη της ανατολικής ακτής του Μεραμπέλου, να δούνε τι γίνεται , να παρακολουθήσουν κάποιο γύρισμα της ταινίας «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ», κανείς δεν γνώριζε τη αλλαγή στον τίτλο που είχε κάνει ο διάσημος σκηνοθέτης.
Θα΄ταν Σαββατοκύριακο, πως αλλιώς θα μπορούσαν να πάνε καθημερνή, αφού ήταν όλοι εργαζόμενοι. Ένα από τους τρείς, ο πιο φανατικός της θάλασσας και ο πιο ρωναντικός , ως φαίνεται, ξύπνησε πρωί τη δεύτερη μέρα, να κάνει μπάνιο, τη ώρα της ανατολής…ιδού τι θυμάται ο Μύρων Μιγάδης :

θυμάμαι νοσταλγικά και καρτερώ την Ανατολή στο Αμμούδι (στην παραλία του Αγίου Νικολάου), τις πρώτες ηλιακτίδες της Ανατολής να χαϊδεύουν την πλάση και το μουρμούρισμα της θάλασσας να κρατά συντροφιά στους νεανικούς συλλογισμούς μου, καρτερώντας τον ήλιο να ζεστάνει και να φωτίσει την πλάση.
Στο παραλιακό τότε στενό δρομάκι, που μας έφερνε από την πόλη, στη μοναχική αλλά τόσο γραφική παραλία , ελάχιστοι άνθρωποι άφταναν κοντά της , για να δεχτουν τα χάδια της θάλασσας και τα κροξίματα των γλάρων, που με λευκές πινελιές, στόλιζαν το ήρεμο θαλασσοστράτι.
Καρτερώντας την Ανατολή, μια γυναικεία σιλουέτα χάϊδευε με τα βήματά της το έρημο θαλασσοστρατι προς το Αμμούδι. Για λίγι ένιωσα αμήχανος, όμως μια γλυκειά φωνή, σαν χάδι θαλασσινό, με συνέφερε.
-Καλή μέρα, είναι κρύα η θάλασσα;

Δειλά δειλά είπα όχι, καθώς εκείνη αργά αργά έβγαζε ένα φορεμα γκρ’ιζο πυ φορούσε και η θάλασσα χάϊδευε τα πόδια της,.Ο νιόβγαλτος ζεστός ήλιος , έντυνε με χρυσές ακτίνες κάθε γωνιά της ακτής..
-Θα μου κάνεις παρέα στο μπάνιο;
-Βεβαίως , γιατί όχι;
Η θάλασσα αγκάλιασε τα κορμιά μας,τότε μου μίλησε για την ταινία που γύριζαν στον «Αγιο…

αφου ντύθηκε με ένα καλημέρα γλυκό, γελαστό είπε:
-Πρέπει να φύγω, γιατί ο χρόνος είναι ακριβός δυστυχώς…
Τα βήματά της άφησαν τα σημάδια της στην αμμουδιά και η σιλουέτα της χάθηκε στον θαλασσινό ορίζοντα που πριν λίγο είχε στολίσει με το κορμί της η Μελίνα.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όμως κάθε άνοιξη θυμάμαι νοσταλγικά το χάδι της φωνής της , στην έρημη ακτή, στο μουρμούρισμα της θάλασσας που αντέχει ακόμα στο χρόνο και στον άνεμο, να χαϊδευουν τις γκρίζες αναμνήσεις μου…
Ημέρα ΠΟΙΗΣΗΣ η 21 Μαρτίου, το σημερινό κείμενο ίσως δείχνει ότι η ζωή έχει μια δική της τέχνη, την ποίηση της καθημερινής ζωής.