
Πως να μιλήσεις για την πόλη που ζεις; Αναγκαστικά γίνεται κανείς συναισθηματικός, πιο πολύ από ότι συνηθίζει, να ξεπέφτει; Ίσως, μα κάποιες συντεταγμένες, των παλιών καιρών – τον ανεβάζουν, σαν να απλώνεται ένα σύννεφο άσπρο, με μαλλί ξασμένο των κρητικών βουνών και μπορεί κάπου ψηλά να αναπαυτεί.
Η πόλη μας κακοπαθημένη, κακολογημένη έχει τόσα να της πουν και περισσότερα να της καταλογήσουν, μα είναι κι οι δικοί της άνθρωποι, που την συντηρούν την προσέχουν την προστατεύουν και κυρίως την αγαπούν.
Πολλοί επισκέπτες αλλά κι οι περισσότεροι ντόπιοι γυρίζουν δεξιά αριστερά, συνωστίζονται στους δρόμους και τα στενά της, στα κέντρα και την αγορά, στις εκδηλώσεις πάσης φύσεως – γκρινιάζουν για την κυκλοφορία, τα σκουπίδια, τις τιμές των καφε-μπαρ. Η οικονομική κρίση εντείνει την κατάσταση, η πόλη μας εναλλάσσει εύκολα τα πολιτικά της χρώματα, μα όχι τα αισθήματα , η ευαίσθητη καρδιά της κτυπάει πάντα με τον ίδιο ρυθμό αιώνες τώρα.

Το μεσημέρι της Πέμπτης 23 τρέχοντος, έφτασε ένα τριπλό βιβλίο στα χέρια μας, ο τίτλος δεν φάνηκε να μας ενδιαφέρει : ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. Ήξερα την συγγραφέα την Βούλα Επιτροπάκη, το περιεχόμενο θα ναι ποιητικό φαντάστηκα. Ανοιξα το πρώτο τεύχος, το δεύτερο και έμεινα στο τρίτο.
Η ποίηση δεν είναι αντικείμενο, περιγραφόμενο και καθοριζόμενο εύκολα. Η τέχνη γενικότερα δύσκολα βρίσκει ορισμούς και σημαντικές και πειστικές προσεγγίσεις.
Στον τρίτο τόμο της τριλογίας της κ. Βούλας Επιτροπάκη, ως αναγνώστης πιάστηκα στα δίχτυα μιας ποίησης, που είχε ρυθμούς και χυμούς – εικόνες και αποτελέσματα. Η προσεγμένη και συγκρατημένη γραφή, έκρυβε πόθους συναγμένους με επίμονες και επίπονες προσπάθειες, αισθήματα που είχαν εντάσεις , το τόξο της σκόπευε με ακρίβεια στόχους επικίνδυνους.
Η πόλη μας έχειςτους φρουρούς της συλλογιζόμουν, η Βούλα είναι στην σκοπιά της πάνω στις ψηλές ντάπιες, που προστατεύουν χίλια(και περισσότερα) χρόνια το Μεγάλο Κάστρο. Η ποίηση είναι η καλύτερη άμυνα, η τέχνη το τελευταίο καταφύγιο, για την πόλη μας, μα και για τη χώρα σκεφτόμουν.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Κανόνες
α΄
Βήμα το βήμα συν
βολίζομαι στην κοίτη σου
υποθεσούλα
διάθεση
πως έγινε και φαίνεται
αληθινό το ψέμα
(δος μου το χέρι σου και τα χείλια)
και γαληνεύει τι
ποτε ποτε τ΄ απόλυτο
ως γεφυρώνουν τα κενα
των συλλαβών
-τέλος της μιας
αρχή της άλλης
λέξεις
ν΄απλώσω
ν΄αγγιχτώ στη απαλάμη σου
μήπως και το πιστέψω
ότι δεν είσαι χάρτινος κι στίχινος
και γραμματικός
…
γ΄
Πεντόβολο
στη μέση σου
φωνή
κάθε π΄ανοίγει ο ήλιος τα ματόφυλλα
Ξαπλώνομαι
έτυμη
στον ουρανό
καθως αφήνομαι
ξωπίσω μας τον κήο
(δώς μου το νώμο σου και τα χείλια)
μα εδώ στη γη
Κήπος θα πει
καρδούλι Απριλιού
στα παιδικά χαμόγελα
κι ως το μεδούλι αγκαλιά τη νύχτα
στο κρεβάτι
κι αυτό είναι μια πραγματικότητα
που χορεύει
μρ τα δάχτυλα στη ράχη
των πραγμάτων
…
Παιχνίδι
Σε φόρεσα
Λευκός
Στο στήθος την ήβη
και κίνησα
απ΄το δειλινό
θα πηδήσω τον ορίζοντα
στο ξημέρωμα του
χυμούλα λέξη
τρυπώνω στα χείλια σου
φιλί μια φιλί δυο
στο ρήμα τρεις και πέντε
ευλύγιστα
στο ποίημα θα χωθώ
