ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ:ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ
 Τ ΆΚΟΝΙ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΗΣ …

ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ
 Τ ΆΚΟΝΙ ΤΗΣ

ΥΠΟΜΟΝΗΣ
 ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟ ΚΕΡΙ

Ενθύμηση του Γιάννη Αλεξανδράτου

των ήχων των χρωμάτων της σιωπής

Καλημέρα – καλησπέρα

με την κοφτερή μαχαίρα

καλησπέρα του παραμυθιού

η καρδιά να πάει αλλού

και το Βούι κάνει Μου

το γουρούνι κάνει ούι

γιατί το΄χει αυτό το χούι

Μια φορά κι έναν καιρό

Μην πιστεύεις θα στο πω

 

Παραμύθι που κυλάει

Σαν ποτάμι που θα πάει

Στην θαλάσσης τα πελάη

Να μ´ ακούς και μην ζητάει

ς Στο βυθό μην θες να πάεις

Είν´ Απρίλης ειναι Μάης

Μια φορά κι έναν καιρό

 

Το σπίτι της Τύχης ήταν σαν παλάτι

μια κοπέλα ομορφονιά

από αρχοντική γενιά

καλοσυνάτη σπίτι σκολειό

καθημερινά πλάκα κοντύλι

διάβασμα και στο κρεβάτι

Μια σκόλη και μια γιορτινή

μέρα λαμπρή ανοιξιάτικη

μπήκε πουλάκι στο παραθύρι

τ΄ ανοικτό

-”τον πεθαμένο που θα δεις

αυτόνε θα τον παντρευτείς

είπε και πέταξε μακριά

… 

Με κλάμα στον πατέρα της

επήγε αλαφιασμένη

-”Αχ κύρη μου και το και το”

του είπε φοβισμένη

-”πουλάκι είναι και κελαϊδεί

πουλί είναι κι ας λέει”

την παρηγόρησε μ΄αυτή

δεν έπαψε να κλαίει

Μιαν άλλη μέρα ένα πρωί

κένταγε στον οντάτης

τρία πουλάκιακια κάτσανε

απάνω στην ποδιά της

-”Τι κάνεις σταυροβελονιά

και τι χρυσοκεντάεις

νεκρό θα πάρεις άντρα σου

στην εκκλησιά θα πάεις”

 

Πάλι με κλάματα πολλά

και παραπονεμένη

στην μάνα και τον κύρη της

πηγαίνει δακρυσμένη

-”Πουλάκια είναι και λαλούν

πουλιά είναι κι ας λένε”

της είπανε με μια φωνή

μα μέσα τους να κλαίνε

Scan 12

Και κλείστηκε η κοπελιά

δεν έβλεπε κανένα

Μα όταν πέρασε καιρός

εβγήκε στο σοκάκι

να παίξει με τις φίλες

της κουτσούνες και σκοινάκι

 

και μπήκαν σ΄έν΄αρχοντικό

με κάγκελα σπασμένα

σαν έφυγαν οι φίλες της

κι είδε μια κάσα νεκρική

με ξύλο γυαλισμένο

Με στέμμα κάποιον

άγνωστο κίτρινο πεθαμένο

 

Ένα χαρτί έγραφε :

εσύ που θα περάσεις τώρα

, σταμάτησε κι αν κάνεις

ότι πρέπει στην κλίνη τη δική μου

– θα ΄ χεις μεγάλα δώρα

όχι μόνο χίλια φλουριά

μα αν είσαι άντρας Βεζύρη

θα σε κάνω εγώ κι πριν ο ήλιος γείρει

 

αν είσαι κόρη σύζυγος στο θρόνο μου θα γίνεις

μα για να γίνουν όλα αυτά:

τρεις εβδομάδες ξυπνητή

στο πλάϊ μου θα μένεις

τρεις μέρες κι ακόμα ώρες τρεις

χωρίς να κλείσεις μάτι

έτσι πρέπει για να χαθεί

της μάγισσας να λύσεις την άδικη κατάρα της

και μένα ν΄αναστήσεις!

Και το κορίτσι ανάσανε

κι άρχισε να μετράει και

μια βδομάδα δυο και τρεις

στο σπίτι της δεν πάει

και κλείνουνε τα μάτια της

μ’ αντέχει δεν κοιμάται

και μια και δυο και μέρες τρεις

κάθεται τυρανάται

Κι όταν της μείναν ώρες τρεις

Και πέρασεν η μια – Μια γύφτισσα πλησίασε

Που έβοσκε κοντά Τις χήνες της και κρύωνε

Κι ήρθε για ζητιανιά

-«Κάτσε λίγο στη θέση μου

Γιατί άλλο δεν αντέχω

Και θα σου δώσω χρήματα

Όσα στις τσέπες έχω»

Είπε κι αποκοιμήθηκε

Κι γύφτισσα γαρίδα

Το μάτι της σαν ξύπνησε

Ο βασιλιάς -» Ναι σ´ είδα

Εσύ ‘ σουν η άγρυπνη

και Άντεξες τρεις βδομάδες

Τρεις μέρες κι άλλες ώρες τρεις;

Σου αξίζουν τεμενάδες!

Βασίλισσα και δίπλα μου

Και στο διπλό κρεβάτι

Θα γίνεις αν καλοπλυθείς

συγυριστείς κομμάτι;»

-» Και ποια ναι αυτή κοπελιά;

Στο πάτωμα κοιμάται;

-Χηνοβοσκού που νύσταξε

Κι έξω να βγει φοβάται »

Απάντησεν η γύφτισσα

Χωρίς να την σηκώσει

Και την ρωτήσει ο βασιλιάς

Και την ξεφανερώσει

 

Κι έγινε ο γάμος γρήγορα

Σαν γύφτικο,σκεπάρνι

Καμάρωνε η βασίλισσα

Τον <άθλο> που είχε κάνει!

Σε πόλεμο ξεκίνησε

να πάει ο βασιλιάς

Και ρώτησε τη γύφτισσα

– τι θέλει να της φέρει

-”Φουστάνι με χρυσοκλωστή

και κέντημα στο χέρι”

Και ρώτησε την κοπελιά :

-«Πες μου κι εσύ τι θες»

-» Φέρε μου μαχαίρι σφαγής

και τ΄ ακόνι υπομονής

Και κερί που φως τη νύχτα δίνει

για να δει κανείς »

μην το ξεχάσεις όμως γιατί

δεν θα μπορείς να κινηθείς

 

Και πήγε μα και γύρισε

τον λέγαν τροπαιοφόρο

και πήρε χρυσοκέντητο

φουστάνι για το δώρο

της γύφτισσας μα ξέχασε

αυτήν που έβοσκε χήνες

Και σαν πήγε να κινήσει

το άλογο δεν κουνούσε

θυμήθηκε κι έψαξε παντού

ότι αυτή ζητούσε

Ο μαγαζάτορας που είχε μαχαίρι

κι ακόνι και κερί

του είπε να προσέξει,

τι θα τα κάνει η μικρή.

Και γύρισε ο βασιλιάς

κι έβαλε ένα σαϊνι ν

α δει κρυφά και να του πει

τι πρόκειται να γίνει

 

και κοίταζε προσεκτικά

κρυμμένος στον οντά

Και το κορίτσι κλαίγοντας

σήκωσε το μαχαίρι

για να κτυπήσει την καρδιά

με τ΄άσπλαχνό της χέρι

-”Κουράστηκα δεν άκουσα

τι μου’παν τα πουλιά

και για τρεις ώρες άφησα

μόνο τον Βασιλιά!”

Μα πήδηξε πέτρα σκληρή

τσ΄υπομονής τ΄ακόνι

και το μαχαίρι στόμωσε

δεν κόβει δεν πληγώνει!

Και δεύτερη φορά ξανά

η κόρη με μαχαίρι

μα είχε έρθει ο βασιλιάς,

της κράτησε το χέρι

Και του΄πε αυτό το και το

και ξεκαθάρισέ(ν) του

κι έγινε αυτή βασίλισσα

και δεν την άφησε ποτέ του

Κι η γύφτισσα εγύρισε

τις χήνες να βοσκάει

και γύφτον επαντρεύτηκε

πολύ καλά περνάει

Μα ούτε εγώ ήμουν

εκεί ούτε σεις να το πιστέψετε…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s