ΟΙ ΔΙΔΥΜΟΙ (ΤΖΙΜΠΡΑΓΟΙ)
αφιέρωση: στον Γιώργο & τον Μιχάλη Ρουκακιανάκη
που δεν ξεχωρίζουν στην προσφορά και την ανιδιοτέλεια
Η βάβω μας ήταν κοντή(*)
μα σπίθα το μυαλό της
και παραμύθια κένταγε
σαν το εργόχειρό της
και τα στιχάκια τα΄πλεκε
με τέχνη και με τρόπο
κι έκανε να δακρύζουνε
τα μάτια των ανθρώπω(ν)(**)
Κάποτε πήγε στο βουνό
κι έσπασε τον κόκκαλο
τονε δέσανε γερά
πέντε κόμπους στη σειρά
Κι άρχισε τα παραμύθια
τι΄ναι ψέμα τι΄ναι αλήθεια;
Μια φορά(ν)κι έναν καιρό…
Αν δεν με πιστέψετε έναν κόμπο δέσετε
για να το θυμόσαστε και να μην ξεχνιόσαστε:
Μια φορά(ν) κι έναν καιρό εζούσαν
ήσυχα στον μακρινό τους τόπο
ο γέροντας με την Κερά
με ιδρώτα και με κόπο
Πολύ καλά περνούσανε μα το’ χανε μαράζι
πως δεν εκάνανε παιδιά κι αυτό τους σκοτεινιάζει
Κι ένα πρωί μιαν Κυριακή πριν παν στην εκκλησία
μια γριά την πόρτα κτύπησε
δεν δώσαν σημασία μα μόνο ριάλια τρία
ευχαριστήθηκε πολύ τους είπε και σπολάτι
και ρώτησε αν θέλουνε μπορεί κάτι
Μα τίποτα δεν θέλανε ένα παιδί τους λείπει
να κάνει πιο χαρούμενο το φτωχικό τους σπίτι
…
Η Βάβω χαμογέλασε ξέρει κάτι να κάνει
μια σολωμονική γραφή τους άκληρους τους βάνει
να φάνε ψάρι απ΄ το γιαλό χρυσό μα κι ασημένιο
“-ψαρέψτε το και ψήστε το τους είπε σιδερένιο
μαχαίρι πάρετε μετά και κόψτε το να φάτε
εσείς κι ο σκύλος και τ΄άλογο
είναι πιστός κι αυτός δικός σας φίλος…”
Κι έγινε έτσι ακριβώς επιάσανε το ψάρι
το φάγανε και πέταξαν τα λέπια στο χορτάρι
…
Σε δυο μήνες εγέννησε η σκύλα δυο κουταβάκια
σε εννιά η κερά εγέννησε τα δίδυμα αγοράκια

έντεκα η φοράδα έκανε δίδυμα πουλαράκια
…
κι από τα λέπια φύτρωσαν δυο όμοια κυπαρίσσια
κι οι δυο γονείς τρελάθηκαν είχαν χαρά περίσσια
… Και πέρασε πολύς καιρός τα τέκνα τ΄αναθρέψαν
εμάθανε τέχνες πολλές και γράμματα περίσσια
να παίρνουν δρόμο και στρατί και να πηγαίνουν ίσια
…
Οι δυο νέοι εσκέφτηκαν να πάνε σ΄άλλους τόπους
για να γνωρίσουνε φυλές και άγνωστους ανθρώπους
Να φτάσουν στην Ανατολή στους Πέρσες στους Κινέζους
και στον Βορά στους Γερμανούς τους Ρώσους τους Εγγλέζους
Στη Δύση Αμερικανούς Ινδιάνους κι Αργεντίνους
Στο Νότο μαύρους, Άραβες και Νέγρους κι Αλγερίνους
… Να σκίσουνε τις θάλασσες να δούνε καρχαρίες
και φάλαινες και ναυτικούς που λένε ιστορίες
… Κι οι δυο θέλαν να φύγουνε μ´αρνήθηκαν οι γέροι
Αν θα χαθούνε και οι δυο μήνυμα ποιος θα φέρει;
Αν φύγει ο ένας , καρτερεί ο άλλος να γυρίσει
αν πληγωθεί , θα μαραθεί τό ένα το κυπαρίσσι!
Κι ίσως προλάβει να τον βρει ,κι αν είναι, να τον σώσει
αλλιώς όποιος τον κτύπησε θα πρέπει να πληρώσει
…
Κι ο ένας πήρε το λευκό το γρήγορο του το άτι
που αγαπούσε κι ήξερε κι αυτό τον αναβάτη
και το σκυλί το δυνατό – σαν λύκος που παλεύει
στις μάχες πάντα ανίκητο κι αντίπαλο γυρεύει
.. Και πήρε δρόμους μακρινούς δύσβατα μονοπάτια
Τρέχει σε χώρες άγνωστες κι εξωτικά παλάτια
Κι όταν κουράστηκε πολύ σταμάτησε σε σπίτι
σαν πύργος,ήτανε ψηλό κι είχε γυναικωνίτη
Παλιά το κάψαν πειρατές μα σώθηκε η Κυρία
Μια αρχόντισσα μ άσπρα μαλλιά κι αληθινή σοφία
Τι θέλεις και για που τραβάς ; πρέπει να τον ρωτήσει
Τον κόσμο είπε επιθυμεί να να μάθει να γνωρίσει
Φιλοξενία ζήτησε(ν) αυτός και του προσφέρει
ότι χρειάζεται ακριβώς το ευγενικό της χέρι
…
Κι όταν εξεκουράστηκε τον ταμπουρά θα πάρει
Να παίξει καθώς έβγαινε τ΄ ολόγιομο φεγγάρι
… Πρωί,πρωί την ξύπνησε του βασιλικά η κόρη
για να ρωτήσει αν ήξερε του ταμπουρά τ΄αγόρι …
Και τηνε παρακάλεσε να στείλει στο παλάτι
Τον νέον αυτόν τον άγνωστο αυτόν τον ξενομπάτη
…
Και ξύπνησε(ν) ο νεαρός και μόλις γάλα ήπιε
Η Κυρά εξήγησε τι η κοπελιά της είπε …
μα πρόσεξε αινίγματα σ όλους τους ξένους βάζει
κι αν χάσουνε τον Δήμιο αμέσως τον φωνάζει
και τα κεφάλια κάνουνε βουνό μες το παλάτι
τα συντηρούνε βάζοντας πολύ χοντρό τ΄αλάτι
…
Και πήγε αμέσως ο δίδυμος να δει την πριγκιπέσα
στα πούπουλα καθότανε και στο παλάτι μέσα
Του είπε :-”δεν θα σου βάλω στοίχημα κ αινίγματα κανένα
αν παίξεις με τον ταμπουρά και τραγουδάς για μένα
Και το΄κανε ακούστηκαν σκοποί πολλοί ταξίμια
κι ήρθανε και χορεύτριες με κόλπα και τσαλίμια
Κι όταν τελειώσαν είπε του να την ζητήσει τώρα
και πήγε στον πατέρα της για να μην χάσει κι ώρα
Κι ο βασιλιάς του ζήτησε να κόψει ένα δεντρό του
που ήταν και τεράστιο αλλιώς θα κόψει το λαιμό του
Και του΄δωσε η πριγκίπισσα μια τρίχα απ το μαλλί της
και στο σπαθί την τύλιξε – πήρε κι ένα φιλί της
με μια σπαθιά του το’ κοψε κι ήταν κορμός τρεις πήχες
μα ο βασιλιάς εθύμωσε κι΄ είπε βοήθεια θα είχες
Κι απαίτησε με τ΄άλογο να τρέξει πριν το γιόμα
με δυο γεμάτα κύπελα – νερό να μη χυθεί στο χώμα
τον είδε η νέα σκεφτικό και του΄πε μην τρομάζεις
πάρε δυο δακτυλίδια μου και στο νερό τα βάζεις
και θα παγώσει κι ύστερα σταγόνα δεν θα χάσεις
Το πέτυχε..
…μα βασιλιάς του λέει να κάνει κι άλλο
κατόρθωμα πιο δύσκολο κι ακόμα πιο μεγάλο
-” Τον μαύρο τον ιππότη μου πρέπει να τον νικήσεις
το χέρι της πριγκίπισσας αν θέλεις να κερδίσεις”
Τον νέο δεν τον ένοιαζε γιατί ναι παλικάρι
και τ΄άλογό του δυνατό χρυσό το χαλινάρι
Μα σαν τηνε συνάντησε με κλάματα η κοπέλα
του φανερώνει πως αυτή είν΄ο Μαύρος με τη σέλα
και τ΄άλογο γιατί της δίνουν μαγικό πιοτί
θέλει δεν θέλει να το πιει… -”
Γιαυτό με δέρματα να τυλιχτείς και συ και τ΄άτι
και πάρε το μαντήλι μου και σκούπιζε το μάτι
αν σε βαρέσω δυνατά – να κάνω λίγο πίσω
και να κτυπήσεις τ΄άλογο να πεις θα σε νικήσω!
Είπε η πριγκίπισσα σωστά: χωρίς άλογο ο χαμένος
κι έγινε έτσι κι ο δίδυμος εβγήκε κερδισμένος!
…
Και παντευτήκαν γλέντησαν με συγγενείς και φίλους..
. …
Και πέρασε πολύς καιρός κι ο νέος με τους σκύλους
για το κυνήγι κίνησε για πέρδικες τρυγώνια
… Εξέκοψε απ΄ τους δούλους του και βρέθηκε
σε πύργο με μπαλκόνια
μια γριά του άνοιξε άσχημη με σουβλερή τη μύτη
-”Τι θες μεσανυχτιάτικα στο αρχοντικό μου σπίτι;”
-¨Κουράστηκα τσ΄άπάντησε δος μου νερό να ζήσεις!”
Την παρακάλεσε θερμά…-”Να πάρεις ότι θελήσεις
μα πρώτα το σκυλί σου ησύχασε να το χαϊδέψω λίγο”
Ο σκύλος γάβγιζε πολύ ο νιος τον ηρεμίζει .
… Μόλις τον άγγιξε η γριά σαν μάρμαρο θ΄ασπρίζει
Μαρμάρωσε μετά το νιο κι ύστερα τ΄άλογό του…
…
Μα ας πάμε και στο σπίτι του κοντά στον αδερφό του
σαν είδε να μαραίνεται το ένα κυπαρίσσι
κακόβαλε …με τ΄άλογο γρήγορα θα κινήσει
να βρει τ αδέρφι που κακό ίσως θα΄χει κτυπήσει
και διάβηκε κάμπους και βουνά σ΄Ανατολή και Δύση
…
Σε κάποιαν πόλη(ν) έφτασε κι υποδοχή μεγάλη του
κάναν και του φώναζαν : τ΄όνομα τ΄αδερφού του
κατάλαβε και το έκανε οπως ήτανε στο νου του
κι ήρθε και η γυναίκα του μέσα στην αγκαλιά του
μα ξέφυγε το βράδυ της είπε θα΄ναι κοντά του
Και σαν νύχτωσε και ξάπλωσαν στο κρεβάτι
στη μέση έβαλε το σπαθί και γύρισε την πλάτη
κι όταν παραπονέθηκε πολύ η πριγκιπέσα
της είπε σφάχτης τον κρατά στα σπλάχνα του από μέσα
…
Ξεκίνησε πολύ πρωί σε κάμπους και σε δάση
να βρει τον αδερφό που χρόνια είχε χάσει
…
Τον κόσμο όλο γύρισε μα πουθενά δεν ξέρουν
τον αδερφό τον δίδυμο-ειδήσεις να του φέρουν
Λες κι άνοιξεν η μαύρη γης πήρε το παλικάρι
και πουθενά δεν άφησε πάτημα κι ούτε χνάρι
…
Κι όταν στ΄απάτητα έφτασε το μαύρο είδε χαγιάτι
Κι ένα πυργόσπιτο ψηλό που μοιάζει με παλάτι
Ξεπέζεψε και χτύπησε την πόρτα με το σκύλο
που γάβγιζε πάρα πολύ: εχθρός θα ταν ή φίλος;
Κι άνοιξε η μάγισσα η κακιά με τη γαμψή τη μύτη
-”Ποιος είσαι μα και τι ζητάς στ αρχοντικό μου σπίτι;”
Τον ρώτησε κι κι είπετον αδερφό μου και νεράκι
για μένα και τα ζωντανά διψούν κι αυτά λιγάκι”
Αυτή ΄θελε να χαϊδέψει το ζώο μα ο σκύλος
τηνε δαγκώνει δυνατά στο πάνω της το χείλος
Η μάγισσα φοβήθηκε κι έτρεμε σαν το φύλλο
το ζώο την κατάλαβε κι ας έκανε το φίλο
Και πιο πολύ την δάγκωνε – “Ήμαρτον παρ το ζώο
τον νέο παρακάλαγε…-”στον παραδίδω σώο
τον δίδυμο και τ άλογο τον σκύλο τον δικό του”
Πήγαν στ΄ άλλο δωμάτιο κι είδε τον αδρεφότου
και μόλις ζωντανέψανε όλοι αγκαλιαστήκαν
κι έκλαιγαν και γελούσανε τ αδέρφια που βρεθήκαν
…
Κι μάγισσα; μην τα ρωτάς την έφαγε(ν) ο σκύλος
γιατί κατάλαβε καλά ότι δεν ήταν φίλος
Και πήγανε και γρήγορα να βρουν πριγκιπέσα
κι έμαθε τα καθέκαστα κι είδε πως είχε μπέσα
ο αδερφός ο τσιμπραγός(1) και πως αλλιώς να γίνει;
Και ψάξανε και βρήκανε κορίτσι που να δίνει
αυτό που θέλει ο αδερφός ευγένεια – καλοσύνη
κι όλοι μαζί στους γέροντες επήγανε με γέλια
και με τις δυο γυναίκες τους και δίδυμα κοπέλια
Και πέρασαν αυτοί καλά και μεις πολύ καλύτερα
τα πρώτα που μας έλλειπαν μας περίσσευαν στα ύστερα
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (*)=Αναφέρεται στη γιαγιά Κατερίνη Παπαγεωργίου, το γένος Μαρκοπούλου,του Αντιδικτατορικού αγώνα – στο σπίτι της ( Κερκύρας 30/Κυψέλη) φιλοξένησε όλη την παράνομη Αθήνα
(**)Β.Κορνάρος, παραλλαγή
(1) Δίδυμος