Ο Π Ο Λ Υ Ρ Ο Β Ι Θ Α Σ
Ενθύμηση: Τάκη Βικ.Παππά και Τάκη Κουλάνδρου
ιδανικών εκφραστών της μεγάλης ουτοπίας, των φοιτητικών χρόνων
Το γουρούνι κάνει «ούι-ούι»
και «μου…μου» κάνει το βούι
κι κοτούλα κο-κο -κο
όταν κάνει το αυγό
κι η γιαγιάκα όλο γκρινιάζει
όταν τα κουκιά της βράζει
Μα θα πει το παραμύθι
ξεκινάει με το ρεβίθι
που θα πρέπει να φυτρώσει
πλούτη αμέτρητα να δώσει
Το καλό μας παλικάρι ένα βρήκε το’ χει πάρει
…
Κάποτε στην Ανατολή ζούσε με το παιδί της
κάποια γυναίκα πάμφτωχη – το ΄χε πάντα μαζί της
γιατί εξενοδούλευε στις μεγαλοκυράδες
έπλενε και καθάριζε τους έκανε μπουγάδες

σε λίγο που μεγάλωσε το΄στελνε στο σχολείο
κι έμαθε γράμματα πολλά του΄δωσαν και βραβείο
Κι ‘ένα ρεβίθι του ΄τυχε κάποτε να μαζέψει
και ρώτησε τη μάνα του τι βγάνει αν το φυτέψει
Πήρε κοντύλι και χαρτί – για να υπολογίσει
αν το φυτέψει άραγε – τι θα΄χε να κερδίσει ;
κι όταν τάπάντησε αυτή – “καθ΄ ένα δίνει δέκα”
σημείωσε προσεκτικά – τι του΄ πε η γυναίκα
Τα υπολόγησε μετά – τα δέκα αν θα φυτέψει
εύκολα βρήκε πως εκατό- θα χουνε ξετελέψει …
Καλός αν ήσουν μαθητής μπορούσες να μαντέψεις
τα εκατό δίνουν μετά χίλια αν τα φυτέψεις
Κι άρχισε να ζαλίζεται σαν έφτασε τα μύρια
κι ύστερα χιλιάδες εκατό μετά εκατομύρια…
…
Ήταν η αριθμητική σωστή και πλούσιος είχε γίνει
κι΄ένα ρεβίθι μοναχά στην τσέπη του έχει μείνει
Οι πράξεις ήτανε σωστές μα του’ λειπεν η πείρα
“τα χίλια τ΄ άπιαστα πουλιά δεν κάνουνε μια λίρα”
Κι άρχισε να το διαλαλεί πως έχει πλούτη τόσα
όσα του δίνουν οι σοδειές τω ρεβιθιών σε γρόσα
Τελάλη διάταξε να πει πως θέλει να νοικιάσει
χώρο για τα ρεβίθια του κι όσο να ΄ναι να πιάσει
Όμως δεν βρέθηκε κανείς με αποθήκες τόσες
και πήγε στην πρωτεύουσα μήπως και βρει καμπόσες
Και το ΄μαθε κι ο βασιλιάς που ήτανε κι αμπάσος
και ζήτησε να τονε δει τον πλούσιο και καπάτσο
Ο νέος τ΄άρεσε πολύ και σκέφτηκε την κόρη
που είχε την μονάκριβη να παντρευτεί τ αγόρι
Το ΄πε στον Πολυροβιθά κι η Νένα θα την φέρει
κι αυτός τρελάθηκε γιατί έλαμπε σαν αστέρι
Καταξάνθα είχε τα μαλλιά τα χείλη κοραλλένια
και μιαν ελιά στο μάγουλο τον έβαζε σε έγνοια
-”Για χώρους μην ανησυχείς πολλούς εγώ θα κτίσω
και τους καρπούς που μάζεψες θα τους τακτοποιήσω”
Ο Βασιλιάς του δήλωσε και ζήτησε να πάνε
στη χώρα του και τους γονιούς πρέπει να συναντάνε

Μόλις το μάθουνε κι αυτοί και δώσουν την ευχή τους
αμέσως γάμος θα γενεί και θα ναι όλοι μαζί τους
Γιατί κι αν είναι άρχοντες μεγάλοι οι δικοί του
αυτός είναι ο Βασιλιάς στην χώρα τη δική του
…
Μα πριν να ξεκινήσουνε στου Ροβιθά τη χώρα
ζήτησε ο νιος να πάει μπροστά τουλάχιστον μιαν ώρα
-”Πρέπει να πάω πιο μπροστά να τους ειδοποιήσω
μην πάθουνε τραμπάκουλο μαζί σας σαν γυρίσω”
Κι έφυγε αμέσως πιο μπροστά και πέρασε πεδιάδες
πολλές χιλιάδες βόσκανε τετράπαχες γελάδες
Απ ΄τους βουκόλους ζήτησε να πουν αν τους ρωτήσουν
για τα παχιά γελάδια τους ποιου είναι ν’απαντήσουν
«Είναι του Πολυροβιθά που είναι καλός κι ωραίος
Γιατί θυμώνει ο Βασιλιάς και κόβει το κεφάλι
σ΄όποιον αυτό δεν θα του πει , θα ΄χει μεγάλο χάλι

Μετά πιο κάτω πήγε και συνάντησε χιλιάδες
κατσίκια μα και πρόβατα στις πράσινες κοιλάδες
Απ΄ τους βοσκούς εζήτησε τα ίδια με τους άλλους
είναι δικά του να του πουν, αλλιώς θα βρουν μεγάλους
μπελάδες από το Βασιλιά που γρήγορα θυμώνει
μα αν πουνε Πολυροβιθάς καθένας τους γλυτώνει
Και στα λιβάδια που έτρεξε τα στάχια κυματίζαν
από σπαρτά ατέλειωτα που οι γεωργοί φροντίζαν
Τα ίδια πάλι και σ αυτούς, που τόσο φοβηθήκαν
που ότι θέλησε να πουν αμέσως το δεχθήκαν
Μα τέλος έφτασε μακριά πυργόσπιτο μεγάλο
είδε που πιο λαμπρό στον κόσμο δεν είχε άλλο
Ο υπηρέτης τ΄άνοιξε του ΄πε να περιμένει
γιατί ο Αφέντης είχε την κουβέρτα του απλωμένη
Στον κήπο του ν΄ αναπαυτεί είναι μεγάλος Δράκος
ίσως να θέλει να σε δει δεν του αρέσει ν αδικεί
…
Και φάνηκε, πράσινος ήτανε και τα μαλλιά γαλάζια
τα μάτια του αστράφτανε σαν να ΄τανε τοπάζια
Και τι γυρεύεις από δω καθόλου δεν φοβάσαι;
τον ρώτησε, κι απάντησε – “ Είμαι να με λυπάσαι
λογάριασα δεν έκανα λάθος ίσως κανένα
και να πληρώσω προσπαθώ πάρα πολλά σπασμένα…”
-” Του είπε ο γίγαντας μετά : Θα ΄χεις μιαν ευκαιρία
θα σε ρωτώ κι αν απαντάς πολλά θα χεις βραβεία :
τον Πύργο και τα πλούτη μου αλλιώς δεν θα γλυτώσεις
τα λάθη σου πολύ ακριβά θα πρέπει να πληρώσεις
Οι ερωτήσεις δώδεκα βάλε τα δυνατά σου
για να γυρίσεις νικητής πίσω στα γονικά σου…”
- -”Εν τάξει ας αρχίσουμε…-”Πες μου λοιπόν το ένα ;”
-”Ένας μονάχα ο Θεός, δεν ξέρω άλλον κανένα !”
-”Και τι θα πεις για το διπλό ;”-Να δυο ξέρει καθένας
-56- το βόδι βγάζει κέρατα” -’Συνέχισε το τρία ;
-”Ο τρισυπόστατος Σταυρός, τον έχουμ΄όλοι χρεία”
-”Καλά τα πας το τέσσερα ; Πως σ΄έπιασα λογιάζω!”
-”Τεσσαρορόγα η γελάδα μας…””– Το πέντε τώρα βάζω’
-’Το χέρι πενταδάκτυλο !” -”΄Εξι, σωστά μετράω ;”
-”Της Πούλιας τ΄άστρα θες να πεις””-Εφτά , σε ξεγελάω ;”
-”Εφτά τα θαύματα κι εφτά σοφούς γνωρίζω μόνο”
-”Περνάς και φτάνεις, λέγε οκτώ ; “-”Χταπόδι, δεν τελειώνω ;”
-”Υπομονή μικρή το εννιά :”-”Εννιάμηνη γυναίκα”
-”Θαρρώ πως μου τα λες σωστά, έχει σειρά το Δέκα ;”
-”Πουλάρι στο δεκάμηνο,μην φτάσεις το σαράντα !”
-”Το έντεκα ;” -”Σε τόσους μήνες γίνεται το μοσχαράκι πάντα”
-”Τελειώνω πες το δώδεκα ;” – “Οι μήνες κι οι Αποστόλοι”
Ο Δράκος του πε πως σωστά ήτανε και θα χαρούνε κι όλοι
Άφησε στο μικρό τα πλούτη του και τα υπάρχοντά του
και τ΄όνειρό του έγινε πραγματικό μπροστά του
Παντρεύτηκε την όμορφη – άσπρη ΄ταν σαν το χιόνι στην κλίνη
δεν ξεχώριζε απ΄το λευκό σεντόνι
Μα έλαμπε και φώτιζε τη νυφική παστάδα
τις νύχτες δεν χρειάστηκαν λύχνο κερί ή λαμπάδα…
Και κάνανε πολλά παιδιά κι απόκτησαν εγγόνια
τι κι αν δεν είμαστε κοντά κι αν πέρασαν τα χρόνια…
….
Τ΄ άκουσες το παραμύθι που΄χε το μικρό ρεβίθι
δίχως βάτραχο μικρό
δίχως πρίγκιπα καλό
δίχως μαγικό (ν) αυλό :
“Με ρεβίθι ρεβιθάκι
γέμισε το σακουλάκι «
Είπε η Βάβω … χασμουρήθηκε
κι αμέσως εκοιμήθηκε…
Χαίρομαι να σε διαβάζω κάθε τόσο. Εισαι η ευχάριστη παρουσία που με γυρνά πίσω και συναντώ την παιδικότητά μου. Αγαλιάζω…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!