Π Α Ι Δ Ι Κ Η Μ Ο Υ Σ Α
αφιέρωση : στην μικρή μας μελισσούλα, την Φένια
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια μάνα μ´ εφτά παιδια
Τα κορίτσια πιο μεγάλα και τ΄αγόρια πιο μικρά ...
Και περάσαν χρόνια
Διάβηκαν καιροί
Απομένει η μάνα
έρμη μοναχή
Κι αρρώστησε η μάνα
Αρρώστησε βαριά
τα παιδιά της ζήτησε
Που τα λαχταρά

Απάντησε η σφήκα
-«Τωρα δεν μπορώ
Χτίζω το νοικοκυριό
Κι αν τελειώσω εχω κι ´αλλο
Έργο πιο μεγάλο»
Απάντησε η αράχνη
-«Τωρα δεν μπορώ
Φαίνω και ξυφαίνω δεν εχω καιρό
Κι αν τελειώσω πλύνομαι
Τρέχω και ξεντύνομαι
Απάντησε η χελώνα
-Τώρα δεν μπορώ
Πλένω και ξεπλένω με θολό νερό
Και μετα σκάβω μπροστά μου
Για να βάλω και τ αβγά μου
Απάντησε ο σκατζόχοιρος
-Τωρα δεν μπορώ
Τέλι στο χωράφι βάζω αγκαθωτό
Και μετά θάμαι στην πόρτα
Και να καθαρίζω χόρτα
Απάντησε ο μέρμηγκας
-Τώρα δεν μπορώ
Κουβαλώ στηνπλάτη τον βαρύ καρπό
Και μετα θα καθαρίζω
Πλένω και σκουπίζω
Κι απάντησε ο ζιτζικας
-Τώρα δεν μπορώ
Κι όταν θα νυχτώσει δεν θάχω καιρό
μετά που θα να φύγω δρόμο πως να βρω;
Το σκοτάδι μαυρο και πολυ πυκνό
Κι απάντησε η Μέλισσα
Έρχομαι αμέσως
Τ άνθη θα τ´ αφήσω γιατί σ΄αγαπώ
Αύριο γυρίζω νέκταρ για να βρω
Πικραμένη η μάνα
Είπε για την σφήκα:
-Πάντα να σκουπίζεις
Ούτε σπίτι κι ούτε γλύκα
να μην καζαντίζεις !
Είπε στην αράχνη
Φαίνε ξύφαινε χωρίς
Να τελειώνεις να χαρείς
Και τους άλλους να ζηλεύεις
Και πίκρα να κοροϊδεύεις
Είπε στην χελώνα
Το σκαφήδι σου μπορείς
Στην πλάτη σου να το δεις
Και την πλύστρα σου από κάτω
Για του στομαχιού τον πάτο
Είπε στον σκατζόχοιρο
Σύρματα να τυλιχτείς
Και τ´αγκάθια θα τα δεις
Και στην πλάτη και το σώμα
Και θα χώνεσαι στο χώμα
Είπε στον μέρμηγκα
Πάντοτε να κουβαλείς
Μέρα νύχτα να μοχθείς
Κι απ τους σπόρους ένα μόνο
Να τον γεύεσαι το χρόνο

Είπε και στον τζίτζικα
Όλη μέρα να πεινάς
Μόνος σου να τραγουδάς
Να διψάς και να στεγνώνεις
Μα νεράκι να μην σώνεις
Είπε και στη Μέλισσα
Νά σαι πάντα ολόγλυκειά
Νέκταρ γύρη να δειπνάς
Να χορταίνεις να γελάς
Και στο θολό τουρανού
Φως να δίνεις του Θεού
Ἐξαιρετικό παπποῦ….. θά τό διαβάσω στά ἐγγόνια μου….
Μου αρέσει!Μου αρέσει!