«Νικος Γιανανναδάκης, εκδήλωση τιμής και μνήμης της Βιβλιοθήκης του Δήμου Μαλεβιζίου στην ενορία του Κρουσώνα(Αγιο Χαράλαμπο)
Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Δήμαρχος Γαζίου( Μαλεβιζίου σήμερα) Κώστας Μαμουλάκης και το συμβούλιο του τίμησε έναν εργάτη της τοπικής αυτοδιοίκησης, που ήταν και εξέχων πνευματικός άνθρωπος και διακεκριμένος πολίτης του Ηρακλείου.
Λόγω της καταγωγής του, από τον Κρουσώνα, της σχέσης του με το ιστορικό χωριό, δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθούμε τον αξέχαστο Νίκο Γιανναδάκη, που μας τίμησε κάποτε με την φιλία του, αλλά και να ακούσομε τον δίκαιον έπαινο, τον δοξαστικό ύμνο, από εναν υψηλόν ιερωμένο, που έχει μεγάλη φήμη , που ξεπερνάει τους στενούς θρησκευτικούς κύκλους και φτάνει στον πνευματικό κόσμο της ανήσυχης σπαρασσόμενης και χειμαζόμενης χώρας μας.
Η οικογένεια του Νίκου αλλα και Δήμαρχος με πολλή προσοχή, ο Κώστας Τριγώνης, με μεγάλη ευαισθησία, οργάνωσαν την εκδήλωση, που έκλεισε παραδοσιακή μουσική – ιδανικά με το ριζιτικο τραγουδι: » Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου…»
Σαν να τραγουδούσε ο Νικος που ξέραμε, ο χαμηλός τόνος της φωνής του, η χροιά ήχου από χαλκό, το αίσθημα που άνθιζε σαν κρίνο της άμμου. Δεν έφυγε λοιπόν συλλογιζόμουν, δεν «κοιμήθηκε», έφερε κι εδώ στην άκρη της γης τον Προ-ηγούμενο της μόνης Ιβήρων, τον μοναχό που περιμέναμε καιρό να (ξαν)ακούσουμε. ´Ηξερα ότι αν μας ( συγ)χωρούσε ο καιρός θα τον συναντούσαμε κάποτε στο -Αγιονόρος, στο περιβόλι τους Θεού – της Παναγίας για τους πολλούς. Πριν απο 30(;) ναι’ ναι τόσα ακριβώς χρόνια, είχε μιλήσει στηνΒασιλικη του Αγιου Μάρκου, τότε δεν ήξερα πολλά γι αυτόν, μόνο τον πατέρα του, που βρεθήκαμε συνταξιδιώτες μια βραδιά στα χρόνια της δικτατορίας, ούτε κάν τον αδερφό του τον Στέφανο, που γνώρισα αργότερα, ούτε ότι σχετιζόταν με τον Γιάννη Φουράκη,
Δεν ήμουν ενήμερος για την πνευματική του πορεία, μονο μια γενική φήμη θαυμασμού είχε φτάσει, ο καλόγερος δεν ηταν συνηθισμένος ρασοφόρος, ένα πρόσωπο με ικανότητες ασυνήθιστες,με γνώσεις και καλλιέργεια εκτεταμένη και με ήθος ανεπίληπτο.
Με τον αξέχαστο Στέφανο Γοντικάκη, ποτέ δεν μιλήσαμε γι αυτόν, ήταν συνήθως το θέμα μας φιλολογικό ή της τρέχουσας τοπικής επικαιρότητας.

Σε μιαν φευγαλέα επαφή, είδα τον σεβάσμιο λεβίτη, μιαν στιγμή, είπε για ένα μικρό σημείωμά μου για τον αδερφό του : » συναισθηματικό» , κι είχε βέβαια δίκιο, μα τι άλλο να΄ναι ένας ( απο)χαιρετισμός;
Τα Χρόνια κύλησαν σαν πέτρες πίσω από τα βήματα μας στην ανηφόρα, που δεν λέει να τελειώσει. Κι έγιναν πολλά. Οι μεγάλοι Πνευματικοί της Ορθοδοξίας, μας πλησίασαν , σημαντικότερος από τον χώρο της λογοτεχνίας: ο εξαίρετος μελετητής κυρίως (για μας) δοκιμιογράφος ο Ζήσιμος Λορεντζάτος .

Οι σκέψεις με κατέκλυζαν. Δεν μπορουσα να τον παραμερίσω τον εξαιρετικό λόγιο (Ζ.Λ.)εύκολα, όπως τους άλλους που κάποτε έγιναν σχεδόν μόδα. Είχε βάρος και βάθος, είχε πειθώ και σοβαρότητα, λογοτεχνική (επι)ξεξιότητα και απεριόριστες γνώσεις.
Οι σκέψεις για τους (νεο)ορθόδοξους, δεν με εμπόδισαν να συγκεντρωθώ στην ομιλία του Βασιλείου ( μετά τους χαιρετισμούς των Δημάρχων).

Ο ομιλητής, δεν είχε καμιάν σχέση με τους ιεροκήρυκες που γνωρίζουμε, τον πληκτικό θρησκευτικό δογματικό λόγο, τη «μελίρρυτη» έκφραση (γλυκύτητα) των ιερωμένων του άμβωνος.
Ο λόγος του έρεε σαν ήπιος πλωτός ποταμός, πλατύς και βαθύς χωρίς φιοριτούρες πολλές και περιττά ξόμπλια.
Σπάνια έχω συγκεντρωθεί τόσο σε πολιτικό ρήτορα ή ομιλητή – να ταν το σχήμα που έφερε, οι ιδιότητες του ή ο πολύ σημαντικός λόγος του;
Μα ο Νίκος Γιανναδάκης ήταν το μεγάλο και ενδιαφέρον θέμα, ένας ξένος, ένας ιερωμένος, σχεδίαζε το πορτραίτο του, πόσο ήξερε άραγε και πόσο εκτιμούσε τον Ηρακλειώτη φίλο μας;

Μίλησε άνευ χειρογράφου, μην έκανε λάθος συλλογίστηκα, μα όταν άρχισε να απλώνει τους συλλογιμούς του, σιγά σιγά καταλάβαινα ότι δεν χρειαζόταν γραπτό κείμενο.
Ήταν πλήρης και περιεκτικός και ελκυστικός ο ομιλητής, έκανε κύκλους μέσα και έξω από το θέμα του, ζωγράφιζε άλλοτε ρεαλιστικά άλλοτε ιμπρεσιονιστικά το πρόσωπο του Νίκου που ξέραμε, έφτανε στην αφαίρεση, σαν σύγχρονος ζωγράφος: το χρώμα ήταν τότε αρκετό, χωρις περιγράμματα και όγκους, να περιγράψει τον τιμώμενο – με ιδιοτητες που είχε, αλλά δεν μπορούσαμε ακριβώς να προσεγγίσουμε.
Όταν τέλειωσε την παρουσίαση, είχα μπροστά μου μιαν αγιογραφία , με τέμπερα και αυγό, από Κρητικό τεχνίτη του 16ου αιώνα, που έδειχνε τον φίλο μας με την πνευματική του στάση, τις σκέψεις και τις ιδέες του, αλλά και πολλά προσχέδια σε στρατσόχαρτα, με ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του. Κι έναν μεγάλο πίνακα αφηρημένο, με χρώματα λες του Πόλακ, σταγόνες πεταγμένες – μουτζούρες για πολλούς, ένα πανόραμα – στερεώματος, χωρίς ομοιομορφία και τάξη : πρόβαλε ένα πρόσωπο στην αναζήτηση του Θεού .

Ο ηλικιωμένος ρασσοφόρος, είχε άνεση εκφραστική, ακόμα και τις επαναλήψεις τις περνούσε από σουρντίνα, σαν μουσικές παρενθέσεις που δεν ενοχλούσαν. Ενθύμιζε ίσως το απώτατο παρελθόν, τους μεγάλους θρησκευτικούς διανοητές, τον Γρηγόριο της Νύσσης(332-394), που μπορούσε να συνδιαζει την αρχαία εξωτερική σοφία (κλασσική), με την εσωτερική φιλοσοφία(χριστιανική)(*), τον Θωμά Ακινάτη (1239-1274),ας είναι μετά το Σχίσμα, ανατρέχοντας στους «φυσικούς» Προσωκρατικούς με την λογική του Αριστοτέλη.
Ο αξέχαστος φίλος μας(Ν.Γ.), που συνδίαζε δημιουργικό στοχασμό και δράση, που έφτασε κάποτε να υπερασπίζεται την δική μας τιμή και αξιοπρέπεια, και που πλήρωσε ακριβά, θα ήταν ευχαριστημένος σκεφτόμουν : τον τίμησε ο κόσμος, οι πολίτες της φιλελεύθερης και αντιφατικής πολης μας, αλλά και ο οικισμός της οικογένειάς του, όπως ταίριαζε στο ήθος ενός σκεπτόμενου ανθρώπου κι ενός αγωνιστή.
Ο έπαινος του υψηλού ιερωμένου, με τον υπερθετικό των χαρατηρισμών, την εξαιρετική ρητορική και την αγιοποίηση του τιμωμένου, ταίριαζε πολύ στην βραδια αυτήν, που πραγματοποιήθηκε στην απλή και ταπεινή υπόγεια αίθουσα της ενορίας του Κρουσώνα.

Μα ο απόηχος, ήταν σαν τον άνεμο που φυσουσε λίγο στην επερχόμενη νύχτα, στον ριζίτικο οικισμό. Δεν είχε λέξεις, προτάσεις,λόγια. Σιωπή «λαλέουσα», από τους αρχαίους καιρούς .

Στην επιστροφή από τον Κρουσώνα , δεν ακουγόταν μιλιά. Μα τα λόγια του ιερομόναχου Β.Γ.επέμεναν , σχολίαζαν εικόνες που ερχόταν απο παλιά, μα σαν να’ταν χτες και χωρις να καταλάβω γύριζα πίσω…

Μια βδομάδα πριν ξημερώσουν τα Χριστουγεννα 1967, ραντεβού ενημέρωσης με τον Νίκο Γ. Στην Ακρόπολη, ρωμαϊκό ΩΔΕΙΟ, με στρατιωτικά ρούχα, τελείως γελοίος οπλίτης ( σαν κακοαχυμένος λουκουμάς θα λέγε ο Βάνιας Γιγ.)ενώ ο νεαρός φίλος κομψός κι άνετος, δεν έδειχνε καμιάν ανησυχία.
Μετά την σύντομη συζητηση , κατεβήκαμε στην Πλάκα, πήγαμε στον Πριόβολο, κατάστημα ειδων σχεδίου, για αγορα μελανιού πολυγράφου, μετά περπατήσαμε ως του Ζωγράφου, όπου έμενε με την Ρέα, μιαν όμορφη κατσαρομάλλα κρητικοπόυλα, που πρώτη φορά έβλεπα.
Μια παρέα νέων φοιτητών μας υποδέχθηκε: ο Αντρέας ο Σαββάκης, ο Νικηφόρος ο Σταματάκης, ο Κωστής ο Γιούργος με την Λάγια την αδερφή του.
Η οικοδέσποινα πρόσφερε λίγη ρακή, με σταφίδες και αμύγδαλα, η παρέα ήταν χαρούμενη, η πολιτική συζητηση σταμάτησε γρήγορα, για κάποιο τραγούδι…
Μόνο εγώ ίσως ανησυχούσα, η καρδιά μου έτρεμε, οι τρομοκρατικές εμπειρίες του στρατού, δεν με άφηναν να ησυχάσω, ο κίνδυνος ελλόχευε , τον ένοιωθα…
Κάποια λακκούβα με ξύπνησε…ο οδηγός δάγκωσε μια βρισιά , για την συντήρηση του οδικού δικτύου…
Δεν άργησα να ξαναβρεθώ στη μαύρη εποχή….τώρα η αγωνία ήταν έντονη…Ήταν άνοιξη του 1968, ειχα απολυθεί αφού πεταξα στα σκουπίδια όλα τα στρατιωτικά μου ενδύματα, έψαξα στου Ζωγραφου το σπίτι του Νίκου – Ρέας, αδύνατον, ούτε εκεί ούτε πουθενά σαν να χάθηκαν από προσώπου γης .

Τελικά βρηκα την άκρη, και έφτασα στο,σπίτι,τους είχαν μετακομίσει κοντά στο Χίλτον, στην πρώτη επίσκεψη μιλήσαμε λίγο, ήταν φανερό ότι έιχαν περάσει πια στην παρανομία, όλα άλλαξαν. Στο ραντεβού τη επόμενης μέρας (Απρίλιος ) αφού πέρασα την είσοδο που μου φάνηκε λιγο παράξενη, κάποιος σαν θυρωρός με κοίταξε περίεργα, έμεναν στον πρώτον όροφο, κτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξαν οι αστυνόμοι , το σπουδαςτικό της ασφάλειας…: » περάστε παρακαλώ» είπαν πολύ ευχαριστημένοι…»
Είχαμε φτασει όμως στο Ηρακλειο, άνοιξα τα ματια μου, από τον εφιάλτη, το παρελθόν εκδικειται σκέφτηκα…οι φίλοι μου με κοίταξαν έκπληκτοι, είχα κιτρινίσει, η καρδια πήγε να σπάσει…

Στο σπίτι μου, τα λόγια του ιερομόναχου επανερχόταν, το σχέδιο της αγιογραφίας του Νίκου Γιανναδακη, «από άλλου ήρθε άλλου πήγε…»επέμενε ο ασκητικός λόγιος. Είχα την εντύπωση ,διαισθανόμουν, ότι κάπου έκανε λάθος, μιλάει απο το ύψος της θρησκευτικής (πνευματικής)αυθεντίας του συλλογιζόμουν…
Μα η αληθινή ζωή τρέχει άλλου: καμιά φορά γλυκιά και εύθυμη, συνήθως σκληρή και άτεγκτη, στη λάσπη ή τους τριβόλους.
Ο διακεκριμένος φίλος μας Ν.Γ. είχε προικισθεί με την σκληρή σφραγίδα της » δωρεάς», για την πόλη του, την περιοχή του, επρεπε να δράσει ως ηγέτης, ταπεινός και υψηλόφρων, διαπρύσιος κήρυκας της Ελευθερίας και της Ειρήνης…
Και να πληρώσει, όπως πάντα χρειάζεται, για τους άλλους, δεν ήταν αρκετό να δώσει ένα χριστιανικό πουκάμισο.
Πρόσφερε πολλά , οργάνωσε ένα πνευματικό ίδρυμα, εξέδωσε βιβλία, έφερε τον Δομήνικο στην πατρίδα του όπως και τους αγιογραφους της Κρητικης Σχολής, μας έδειξε τα πιο σπάνια εικαστικά έργα, τα Φαγιούμ.

Μα ήταν αυτός που είπε το μεγάλο ΟΧΙ , που σήκωσε τη σημαία της Ελευθερίας, για να μην περάσουν οι Μήδοι – κι όπως ο Αισχύλος θα ‘ θελε ίσως γι αυτό να τον θυμόμαστε .
Παραφραζοντας τον αρχαίο τραγικό ποιητή :
«Τον γιο του Χαράλαμπου και της Σοφίας τον Νίκο Γιανναδάκη
την άξια νιότη του, θα ειπεί ο αντιδικτατορικός αγώνας
κι η Αντίσταση, οπού καλά τον ξέρει»
Ο Νίκος Γιανναδάκης ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έτσι δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε μια από τις τρέχουσες κατηγορίες, που συνήθως εντάσσουν οι άνθρωποι ένα συνάνθρωπό τους. Ο Νίκος ήταν πλασμένος για τα μεγάλα και δημιουργικά πράγματα, Από νωρίς έβαλε στον εαυτό του τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης και του θανάτου. Εξ αιτίας της ευαισθησίας και της νεανικής τόλμης, έμπλεξε σε μια περιπέτεια, που τον σφράγισε αρνητικά. Τα χρόνια του εγκλεισμού τα εισέπραξε στο μέγιστο δυνατό κι αυτή η περιπέτεια έβαλε μέσα του το σπόρο της μετέπειτα πορείας της υγείας του. Δεν πρόλαβε να υλοποιήσει όλο το εύρος των δυνατοτήτων του για τις οποίες ήταν πλασμένος και ικανός. Παρ’ όλα αυτά στα χρόνια της θητείας του στη Βικελαία άφησε αξιοζήλευτο έργο, ελάχιστο δείγμα των πραγματικών του δυνατοτήτων. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί αυτός ο άνθρωπος με τίμησε με τη φιλία του.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δε βλέπω το σχόλιο μου
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Βασίλη όλα τέλεια που έγραψες….ήταν μεγάλος και μοναδικός αιωνία η μνήμη του.
Άν δεν έχεις το βιβλίο μου(Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άγιο Όρος
προσκηνηματική επίσκεψη) να σου το δώσω.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!