ΜΑΝΟΛΗΣ ΡΟΥΣΑΚΗΣ : ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Μετά από τρία χρόνια, την Τετάρτη 30/5/2018 μαζεύτηκαν οι Ηρακλειώτες φίλοι του Μανόλη Ρουσάκη, σε κεντρικό εστιατόριο , στην «Τρυπητη», να τιμήσουν την μνήμη του.
Πρωτοβουλία της Σούλας, συζύγου του – που γνώριζε τις στενές και εγκάρδιες σχέσεις του, με την πόλη μας και τους ανθρώπους της. Πριν κρυώσει το βαθύ κι αγιάτρευτο τραύμα, η Σούλα θέλησε να μας συγκεντρώσει, για ένα ποτήρι κρασί, όπως έκαναν από τα πανάρχαια χρόνια, για να θυμηθούμε τον περισσότερο από μισόν αιώνα σύντροφό της.
Μερικές σταγόνες οίνου στο χώμα, ζωντάνευαν εικόνες χαμένες στη αχλή του παρελθόντος, τίποτα δεν χάνεται οριστικά εδώ, κανείς δεν φεύγει χωρίς να γυρίσει συλλογιζόμουν.
Ο Μανόλης θα χαιρόταν, παρατηρώντας τους φίλους και τις ερίτιμες συζύγους , ολοι κομμένοι λες από χοντρό στρατσόχαρτο, ζωγραφισμένοι με κιμωλίες και παστέλ.
Μέτρησα τους συγκεντρωμένους, όταν έφτασε κι ο τελευταίος , πήρα φωτογραφίες κατά συνήθεια. Ήξερα ότι περίσσευα, οι συνάξεις αυτές έχουν κατ΄ ανάγκην πολλή τυπικότητα, λόγια περιττά και χειρονομίες οικειότητας που με παραξενεύουν.
Πρόσεξα πολύ τον κεντρικό(ν) ομιλητή( Γ.Ζ.) που εκτός χειρογράφου, διέγραψε χρόνια και καιρούς, προσπάθησε να σχεδιάσει το πορτραίτο του Μανόλη Ρ. όπως τον ήξερε άπειρα χρόνια. Μα αν είναι εύκολη η εξωτερική περιγραφή, εσωτερικά τα πράγματα είναι αδύνατον να προσεγγιστούν.
Ο κάθε φίλος του είχε μια δική του εκδοχή, είχε ζωγραφίσει με τρόπο ιδιαίτερο και διαφορετικά χρώμα τα τον Μανόλη, σκεφτόμουν. Οι σχέσεις δεν είναι ίδιες με τον καθένα και προφανώς ούτε τα σχέδια και τα πορτραίτα.
Μανόλης & Σούλα Ρουσάκη
Ο συνταξιούχος οδοντίατρος Φ.Λ. Συμπλήρωσε τον Γ.Ζ. Με πολύ ενδιαφέροντα περιστατικά, σαν ανέκδοτα φάνηκαν, μα ήταν ακριβώς έτσι ; προσπάθησα να θυμηθώ.
…
Οι κρίσιμες ώρες μας δοκιμάζουν, στεναχωρούν, πληγώνουν, αφήνουν κενά, μπερδεύουν αισθήματα και φαντασία. Είναι ανάγκη να τα ξεκαθαρίζουμε όλα ; Αμφιβάλλω, δεν είναι βιβλιοθήκη η ζωή μας να ταξινομήσουμε,δεν είναι κατάστημα,να τοποθετήσουμε σωστά τα προϊόντα ,με τη σειρά στα ράφια.

Θυμόμουν τον Μανόλη, περιποιημένο…να ταν τακτικός;
Θα ρωτήσω, πως ταίριαξε με τον ανοικονόμητο Αμερικανό; Είχε κάποτε το κοκαλάκι της νυχτερίδας, πότε το έχασε;

Δεν ήμουν ο φίλος από το σχολειό, το πανεπιστήμιο, τη γειτονιά, το στρατό. Βρεθήκαμε λόγω Δικτατορίας στο Ηράκλειο, όταν τα΄ σκιαζε όλα η φοβέρα κι τις τυπικές φιλίες τις είχε ατονίσει, ο φόβος των <φρονημάτων>, κι η κοινή μοίρα ένωνε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους.
Τότε ξεχάστηκαν οι παλιές διαφορές κι εφηβικές αντιπάθειες, δέθηκαν με ατσάλι (όπως ο τίτλος κάποιου βιβλίου) σχέσεις ακλόνητες, με αισθήματα αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας. Η μεταπολίτευση θα αποκαταστήσει την κανονικότητα, θα διευρύνει τον κοινωνικό και επαγγελματικό κύκλο .

Οι παλιοί φίλοι επιστρέφουν με εγκαρδιότητα, με αγάπη. Ο Μανόλης θα επιλέξει ΑΘΗΝΑ, ας είναι φανατικός Ηρακλειώτης, άλλοι θα μείνουμε από ανάγκη η τύχη στην Κρήτη . Όταν έρχεται ( τακτικά) μ´ αφορμή την επίσκεψη στην αγαπημένη του μάνα και την αδερφή του, θα ξαναζεσταθούν οι σχέσεις του σχολείου και του επαγγέλματος, του κοινωνικού κύκλου στον οποίο ανήκε παλιά.
Δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τους άλλους φίλους του, μα όταν αραιώσουν τα ταξίδια, η ΑΘΗΝΑ , ο νέος τόπος του θα τον κερδίσει ολοκληρωτικά, η απόμακρη γειτονιά του ΠΑΠΑΓΟΥ (προάστιο), ουδέτερη, χωρίς χαρακτήρα, θα του φαίνεται ξένη. Κι´ όμως εκεί ήταν το σπίτι του, μια υπέρ άνετη μονοκατοικία, με αυλές και πράσινο, μεγάλωσαν και σπούδασαν τα πολυαγαπημένα του κορίτσια (κόρες), έζησε άνετα με την οικογένειά του. Τυχερός, ως το τέλος, που η ηλικία φτάνει το <προσδοκιμον> και αρχίζουν οι μεγάλες φθορές. Μας φάνηκε παράξενο, όταν αυτός ο ανθεκτικός, σκεπτόμενος κι ευγενικός άντρας, χτυπήθηκε από κακές αρρώστιες. Γιατί αυτός ο αγαπητός φίλος ; Ξεχνάμε πως έχουμε όλοι περάσει τη γραμμή, δεν έχουμε χρόνον άλλο.

Τότε κλείστηκε δεν τον είδαμε ξανά, όπως συμβαίνει με πολλούς αξιοπρεπείς και υπερήφανους ανθρώπους, όταν αισθανθούν προσβεβλημένοι ή αδύναμοι. Δεν οδηγεί μόνο η θλίψη στην απομόνωση, η ψυχική διάθεση, δεν έχει τόσο προβλέψιμες διαστάσεις, πρέπει κάποτε να απομονωθούμε, στους πιο κοινωνικούς, όπως ο Μανόλης Ρ. αυτό ίσως αυτό να είναι πιο επιτακτικό.
Μόνος ανάμεσα στο πλήθος, πρέπει να ψηλώσει το τείχος του, να μείνουν οι άλλοι απέξω. Μετά παραπονεθηκε :
<…Κουράστηκα… -ανάμεσα στο εμένα και στο εμένα >
Η βραδιά έκλεισε, η μεγάλη παρέα διαλύθηκε, από κάτω ήταν το νέο λιμάνι, με καράβια και φώτα…πιο πέρα ο Κούλες, εκεί που κάποτε Μπίας ο περίφημος προπονητής ( δάσκαλος) κολυμβήσεως μας έμαθε μπάνιο(σε δυο καλοκαίρια, δίδαξε όλα τα παιδιά του Ηρακλείου .)

Πριν αποχωρήσουν οι τελευταίοι, δυο φιγούρες φάνηκαν στο βάθος. Ο ένας , νέος μελαχρινός αδύνατος,ο άλλος σε αναπηρικό καροτσάκι. Μα που βρέθηκαν αυτοί, ποιοι να ´ναι; Στο σκοτάδι ξεκαθάρισα πρόσωπα και χαρακτηριστικά.
Βεβαιώθηκα ότι ήταν ο Μιχάλης Κεφαλογιάννης κι ο Μανόλης ο Πλαϊτης, ήρθαν συλλογίσθηκα, θέλοντας να τιμήσουν τον φίλο τους. Όμως χάθηκαν χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν, δεν τους πρόσεξαν ή νόμιζαν ότι ήταν ξένοι.

Η » φιλία δεν χάνεται αν είναι αληθινή» λέει το παιδικό τραγούδι , ο Μανόλης έκανε πολλούς στενούς φίλους, ο Μιχάλης ήταν ο πιο στιβαρός αλλά και ευαίσθητος νέος της παρέας των Κρητικών φοιτητών του 1960/65 κι ο Μανόλης ο πιο δυνατός και ευπρόσβλητος.
Πρόλαβα τον Μανόλη Π. πριν περάσει την εξώπορτα, <σταμάτα μια στιγμή >τον παρακάλεσα,<να πούμε μιαν κουβέντα>, με κοίταξε με κάποιαν απορία κι απομακρύνθηκε βιαστικά, πέταξε ένα χαρτάκι – το ξεδίπλωσα και αντιγράφω:
<Βαθιά ποντισμένο καράβι
τ΄ άλμπουρα σπάσανε κι το πανί
σεντόνι σχισμένο που ράβει
μνήμης χαμένης η μηχανή>
Τις νύχτες ντύνονται το παρελθόν σαν πρόσωπο -΄ίσως έτσι να ναι, λυπήθηκα που δεν πρόλαβα να τους αποχαιρετήσω.
Το λιμάνι σκοτείνιαζε, δροσιά και λάμψεις προβολέων, τρεις νέοι περπατούσαν στην προκυμαία, σιγομιλούσαν. Ένας κατάξανθος, με γαλάζια μάτια, δυο μελαχρινοί – βγαλμένοι λες από τον χρωστήρα του Δομίνικου.
Ήξερα τι θα τους συμβεί, είχα δει το μέλλον τους , προσπάθησα να αποφύγω τις εικόνες μα δεν γινόταν.
Ο Μιχάλης ήδη έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στον δρόμο του Σουνίου, μόλις είχε αφήσει το πανέμορφο ξανθό κορίτσι του, ένοιωθε τον θαλασσινό δροσερόν άνεμο να χαϊδεύει τα μαλλιά του, η καρδιά του λαχταρούσε, ο έρωτας είχε καταλάβει κάθε ίνα του, το μυαλό του δεν χωρούσε παρά την εικόνα της, τα λόγια της, το σώμα του τη μυρωδιά και το άγγιγμά της.
Έτρεμα μ΄ αυτό που θα συμβεί. έκλεισα έντρομος τα μάτια…
Ο Μανόλης Π. χαμογελάει σαρδώνια, ξέρει πως δεν αντέχουμε εμείς αυτό που τον καταδιώκει, την τρομερή αρρώστια Burgeun. Θα τον τεμαχίσει (κυριολεκτικά) μα δεν θα τον γονατίσει! Θα γυρίσει πολλές φορές τη γη, θα ζήσει πολλές ζωές πριν η θρόμβωση του δώσει τη χαριστική βολή.

Ο Μανόλης Ρουσάκης, περίμενε στο τέλος όταν έφυγαν οι πάντες, <άκουσα τη συμβουλή σου μουρμούρισε, δεν έμεινα στη πόλη μου – που ήταν δική σας πια – μα πάντα ήταν. Με τους φίλους στην Αθήνα τα καταφέραμε , λίγο πολύ. Βάλαμε κάποια πράγματα στη θέση τους, κάναμε βήματα που στο Ηράκλειο δεν γινόταν.
Κάποιος έτρεξε πιο πολύ, άλλος λιγότερο…>
Σκεφτόμουν πως συνήθισε τελικά τη μεγάλη πόλη , ήταν τακτικός, μέτρησε και διευθέτησε και καθόρισε τον χώρο του και τη ζωή του, όπως νόμιζε κι όπως του ταίριαζε. Άνοιξα το παλιό βιβλιαράκι μου, διάβασα στίχους, όπως κάποτε του άρεσε :
<…Τα περάσματα δεν φαίνονται και στα στενά η Σφίγγα δεν ξέρει αινίγματα μα συνταγές αίματος και φόβου…>
Ήταν δύσκολα μα τα κατάφερε σκέφτηκα, δεν ήταν απαραίτητο (ευτυχώς γι αυτόν) να συναντήσει τη Σφίγγα, ίσως δεν είχε χάσει ποτέ τo κοκαλάκι της νυχτερίδας…