Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΤΖΙΝΙ ΜΑΝΤΣΙΝΙ
Ενθύμηση της συντροφιάς μιας άλλης εποχής : της Ελένης και της Κάτιας Στεφανάκη (Σύρρου) Της Πόπης Καμάρη & της Μιμίκας Καραχάλιου της Ελένης Βενιεράτου
Περνούν τα χρόνια κι έρχονται κι άλλα, δε σταματάνε
Του κύκλου τα γυρίσματα πάνω και κάτω πάνε
Τυλίγουν, δένουνε κλωστές σε καλαμένι’ανέμη
Δώσε της κλώτσο ν’αρχινά σα να φυσούν ανέμοι…
Μια βάβω εκατόχρονη ζούσε σε ένα καλύβι με ψωμί χωρίς αλάτι
πέρασαν οι μήνες έτρωγε βλαστούς και ρίζες –
κι είχε πάντα πείνες
κάποια μέρα μια γυναίκα έφερε φάβα χρυσωμένη
για να στήσει το τσοουκάλι και να φάει η καημένη
έβρασε τη φάβα βρήκε και τ΄ αλάτι
λαχταρούσε μήνες να βρεθεί χορτάτη
σκέφτηκε να βρει ένα μέρος που να της ταιριάζει
χρυσαφένια η φάβα θησαυρός της μοιάζει πήρε το τσικάλι
(πήλινο)και σε κήπο πάει στη σκιά να κάτσει να την καλοφάει
δυο κορίτσια παίζανε και πάει ένα πετραδάκι το τσουκάλι σπάει !
θύμωσε η βάβω έγινε θηρίο είδε
μια μικρούλα από αυτές τις δύο Είπε:
– “ Την κατάρα μου τάχ(ι) μου να σέρνεις
Εφτά χρόνια κι εφτά μήνες να τον περιμένεις
…
Τζίνι τονε λεν Μαντσίνι, τον που θ’αγαπήσεις
Αυτό που παθα θα πάθεις, άλλον μη ζητήσεις
(κλαίει και οδύρεται) Ούτε μια μπουκιά στο στόμα,
χάθηκεν η φάβα Πολλούς μήνες καρτερούσα
.. (προς τον εαυτό της)…. Πείνα τώρα τράβα.
Η μικρή ζητά συγνώμη για να μαλακώσει
μα η γιαγιά με τίποτα δε θα ξεθυμώσει :
-” Την κατάρα μου βρωμιάρα τάχ(ι) μου να σέρνεις
Εφτά χρόνια κι εφτά μήνες να τον περιμένεις…
(παίρνει ανάσα)
Τζίνι τονε λεν Μαντσίνι, τον που θ’αγαπήσεις
Αυτό που παθα θα πάθεις, άλλον μη ζητήσεις
Άσπρο χιόνι στη θωριά του και κατάμαυρα μαλλιά
Κι οι καμάρες των φρυδιών του, από κόρακα φτερά.  
Κόκκινα τα μάγουλά του, αίμα στάζουνε λαγού
Και τα μάτια και τα χείλια παίρνουνε καρδιά και νού.”

Είπε η βάβω και θα εξαφανιστεί
λες κι άνοιξε η γη να την καταπιεί
Κι όσο και να ΄ψαξε η μικρή που λεν Μικρή Κυρία
δεν βρήκε τον Μαντσίνι της ας ψάχνει με μανία
Κι ούτε μπουκιά στο στόμα της δε βάζει κι ούτε πίνει
Το γάλα που κάθε πρωϊ ‘τοιμάζουμε για κείνη.

Κάποιοι ντοτόροι ξακουστοί, προτείναν στον πατέρα
Να φέρει παιγνιδάτορες να παίζουν κάθε μέρα
Μα τίποτε δεν έγινε κι ας ήτανε μαστόροι
Και τα’άψυχα ζωντάνευαν μ’αδιαφορούσε η κόρη.
Βαρύ μαράζι και χτικιό την έχουνε χτυπήσει
Δε γέλασε κι ας ήρθανε και κλόουν απ’τη Δύση.
Κι όταν ο Μόλας έστησε μπερντέ του Μαυρομάτη
(του Καραγκιόζη δηλαδή) δε γέλασε κομμάτι.
Ο αφέντης που γυρνά παντού και ψάχνει και ρωτάει
Ποιος ημπορεί την κοπελιά να κάνει να γελάει.
Του κάκου τρέχει και σκορπά τα πλούτη του τα τόσα΄
Όταν κανείς χάσει το νου δεν ωφελούν τα γρόσα.
Βαρύ μαράζι και χτικιό την έχουνε χτυπήσει
Δε γέλασε κι ας ήρθανε και κλόουν απ’τη Δύση.
Ο κύρης της γυρνά παντού και ψάχνει και ρωτάει
Ποιος ημπορεί την κοπελιά να κάνει να γελάει.
Του κάκου τρέχει και σκορπά τα πλούτη του τα τόσα
Όταν κανείς χάσει το νου δεν ωφελούν τα γρόσα.
Της έφερε το μαγικό πουλί απ’το Πλατύ σοκάκι
Είναι το πιο παράξενο πουλί μέσα στη φύση
Αν δει πως παίζει και γελά, ο πόνος θα την αφήσει
Αρχίζει το μαγικό,πουλί: Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
Δος της κλώτσο να κινήσε
ι παραμύθι ν’ αρχινίσει
Μα το κορίτσι δεν αντιδρά…
Ας της χορέψω, τέλειωσα τα λόγια, δεν μπορούνε
Ότι έχω μέσα στην καρδιά να δείξουνε να πούνε…
(Το πουλί χορεύει, μέχρι που εξαντλείται,  δεν θ’ αργήσει να πέσει αναίσθητο στα πόδια της μικρής. Σαν να ξυπνά από λήθαργο το κορίτσι , νομίζει ότι πέθανε)

: -” Κακόμοιρο δεν έφταιξες, σε πήρα στο λαιμό μου…
(Συνέρχεται στην αγκαλιά της κοπέλας)
Μίλα μικρή μου, μίλα μου, ποιος πήρε τη φωνή σου
Τι σου’σβησε το γέλιο σου την καλή διάθεσή σου;
Η Κεροδοπούλα απαντά: -”Πολύ μικρή τα βάσανα τσ’αγάπης μ’εγεμίσαν
Κι είναι το ποιο παράξενο, πως δεν τονε γνωρίσαν
Ακόμα τα ματάκια μου, αυτόν που με τρελαίνει
Στο νου μου τον ζωγράφισαν με χρώμα που δε βγαίνει.
Μια γριά τον έβαλε βαθειά, μες της καρδιάς το φύλλο
Τζίνι Μαντσίνι τονε λεν, κανείς δεν τονε φτάνει
στη χάρη και την ομορφιά, αρχοντογεννημένος
μα σ’άγνωστο και μακρινό παλάτι ξορισμένος.
Χίλιους ανθρώπους ρώτησα, στην αγορά, στην πιάτσα
Κανένας τους δεν ήξερε τη χώρα και τη ράτσα
Ή τη φυλή και λαό που ζει και διαφεντεύει
Λες και δε βρίσκεται στη γη, στα νέφη βασιλεύει.

Το πουλί καλά τον ξέρει: -”Τον Τζίνι σου ξέρω καλά, που βρίσκεται, τι κάνει
Στο ξακουστό παλάτι του, το δρόμο που σε βγάνει.
Είναι μακρύς και δύσβατος ο δρόμος μας καλή μου
Από στεριές και θάλασσες κι εκτάσεις της ερήμου.
Στα βάθη της Ανατολής, τις διαταγές του δίνει
Κι όταν το Μέγα Σινικό περάσουμε μπεντένι
Απ’το παλάτι θα φανεί καπνός ψηλά να βγαίνει.
Γιατί τα’αρέσει να γλεντά να τρώγει και να πίνει
Με φίλους που’χει μπιστικούς ο βασιλιάς Μαντσίνι

Κι έφτασαν πριν μπει στην τραπεζαρία κι η Μικρή Κυρία συλλογίζεται:
-“Μα τρέμω και κτυπά η καρδιά, τ’άγνωστο με φοβίζει
αν είναι τ’ονειρεύτηκα ποιος ξέρει ποιος γνωρίζει;
Το μέρος σαν φανταστικό τα δέντρα το παλάτι
Σαν να’ναι των παραμυθιών της Νένας μου κομμάτι
(μπαίνει στην τραπεζαρία, δεν είναι κανείς, κοιτάζει έκπληκτη τον πλούτο και την πολυτέλεια)
Σαν αίθουσα για φαγητό και σαν σαλόνι μοιάζει
χαλια μεταξωτά παντού τραπέζια με τοπάζι
Τι να’χει τούτο το πιατί, χορταρικό ή ψάρι;
Ας φάγω τώρα μια μπουκιά (δοκιμάζει) τι νοστιμιά και χάρη.
(συλλογίζεται, αναρωτιέται)
δεν προλαβαίνω ακόμα να δω εκείνον που ποθώ, ειν’η ψυχή στο στόμα
(Γυρίζει στο παράθυρο που την περιμένει το πουλί)
Ας φύγουμε κι αύριο είναι μέρα,
είπε η Κεραδοπούλα Το πουλί εξήγησε, πως δεν μπορει να ζήσει τη μέρα:
_”Το φως όμως η φύση μου το ξέρεις δεν αντέχει
Το σπίτι του πατέρα σου πάρα πολύ απέχει.
Θα βρούμε λίγο πιο κοντά απ’τη δική μας χώρα
Ένα σπηλιάρι σκοτεινό να κοιμηθούμε τώρα.
Γνωρίζω μια βαθιά σπηλιά…βράδυ ξαναγυρνάμε
Η Μικρή Κυρία ξαναμπαίνει την επομένη νύχτα:
-”Γνωστό το μέρος φαίνεται, δεν έχει λάμψη τόση
Ο πλούτος που με θάμπωσε σα να’χει πια θαμπώσει
(δοκιμάζει τα φαγητά) (δοκιμάζει τα πιοτά)
Πως τρέμουν τα πόδια μου και λαχταρά η ψυχή μου
Αν είναι τώρα και φανεί θα σβήσει την πνοή μου
(Φεύγει τρεχάτη, επιστρέφει στο πουλί)
Το πουλί, την παίρνει και φεύγουνε πάλι.
-”Υπομονή μικρούλα μου, ας πάμε στη σπηλιά μας
Κι αύριο ξαναρχόμαστε, είν’ο καιρός μπροστά μας”
(Φεύγουν όπως την προηγούμενη φορά για την σπηλιά,ξαναγυρίζουν το άλλο βράδυ) Μισάνοιχτη μου φαίνεται η πόρτα, που να βγαίνει;
Στο χωλ ή σε δωμάτιο ή στο λουτρό πηγαίνει;
(Πλησιάζει ρίχνει μια ματιά)
… (πλησιάζει το κρεβάτι,, ο Τζίνι είναι ξαπλωμένος και φαίνεται να κοιμάται)
-”Χιόνι βλέπω στη θωριά του και κατάμαυρα μαλλιά
Τα καμαρωτά τα φρύδια, από κόρακα φτερά
Κόκκινα τα μάγουλά του, αίμα στάζουνε λαγού
Κι αν ανοίξουνε τα μάτια, θα μου πάρουνε το νου”
-”Είμαι ο Μαντσινι ζωντανός, κορίτσι μη φοβάσαι.
Μα πως ξεφύτρωσες εδώ; Από ποιόν τόπο να’σαι;”
-”Από μακριά έρχομαι πολύ” μιλάει η μικρή Κυρία
και λέει στον Μαντσίνι της όλη την ιστορία
-”Άργησα και περιμένει το πουλί που μ’έχει φέρει
Με καλεί…θα υποφέρει…
εξημέρωσε…πεθαίνει
της Δίνει το δαχτυλίδι του, -”πάντα να με θυμάσαι”
Τρέχει γρήγορα στο παράθυρο:
-”Φοβάμαι πως ξεχάστηκα, το φως θα το σκοτώσει
Θε μου τον Ήλιο κράτησε, πριν βγει να ξημερώσει”
(φεύγουν γρήγορα).
Φτάνουν στη σπηλιά, το πουλί είναι τελείως εξαντλημένο.
Μην κλαίς και μην οδύρεσαι, γραμμένο το’χε η μοίρα
Στο τέλος πήγαμε καλά κι απ’τη χαρά σου πήρα
…
Λέει το πουλί : -”παράτησε τα κλάματα και σκέψου τι θα γίνει
(τελείως εξαντλημένο, μιλά αργά)
Μπροστά σου δες ανοίγονται, ο δρόμος του καλού σου
Και το στρατί που σαν διαβείς, θα φτάσεις στου κυρού σου.
Η κοπέλα αποφασίζει να τον βρει.
-Πέρασαν εφτά χρόνια, φτάνει στην Μάντσα ρωτάει: -”Πως τηνε λεν την πόλη σας και ποιος τη διαφευτεύει ;
” Της λένε : -”Μάντσα την καλούν κι ο Τζίνι βασιλεύει”
Τον Τζίνι δεν μπορείς ποτέ να δεις, να σου μιλήσει
κλεισμένος είναι μοναχά η μάνα του τον βλέπει
Ρωτάει : -”τι τον έπιασε ; γιατί ποτέ δεν βγαίνει ;”
πολλοί λεν πως τον βάσκαναν νεράϊδες στο ποτάμι
χίλιες γητειές του κάμανε, δεν μπόρεσε να γιάνει
Η Κεραδοπούλα βρίσκει τη βασίλισσα
-”Στη δούλεψή σας πάρτε με ξέρω πολλά να κάνω”
Της λέει η βασίλισσα -”κουλούρια με το μέλι
ζυμώσετε και ψήσετε μήπως ο γιος μου θέλει”
Σε κουλουράκι βάζει η μικρή το δακτυλίδι
σκέφτεται , μακάρι να το ίδει
( Η Μάνα παίρνει το δίσκο με τα κουλουράκια και προχωρεί στα διαμερίσματα του γιου της Αφού δάγκωσε το τσουρέκι,κοντεύει να σπάσει τα δόντια του:)
-”Να πάρει η οργή τι γίνεται ; Βρίσκει το δακτυλίδι και φωνάζει:
-”ποιός τα΄φτιαξε ρωτάω ;”
Μην μου θυμώνεις λέει η μάνα του, ημέρωσε και φάτα
ένα κορίτσι τα΄πλασε τόσο γλυκά κι αφράτα!
Από μακριά μας έφτασε δεν ξέρει εδώ κανένα
Να μου την στέλνεις λέει αυτός ,να τη ρωτήσω κάτι ;
-”Ανέλπιστη παράξενη στάθηκε τούτη η μέρα
από τον πάτο του γιαλού, εβγήκα στον αγέρα!
ξέρω πως επέρασες λέει το κορίτσι μα πως να σου μηνύσω
και πως να βρω το δρόμο μου κοντά σου να γυρίσω ;
Ας πούμε δοξα σοι ο Θεός…
αλλά μην συνεχίζουμε
κι οι δυο περάσαμε πολλά,άλλη φορά τ΄ αρχίζουμε
-”Ας έρθουνε λέει ο βασιλιάς, σάλπιγγες και τρομπόνια
κι οι δυνατοί ντελάληδες, με τα πλατιά πλεμόνια
ναδιαλαλήσουνε παντού, σ΄Ανατολή και Δύση
πως βρέθηκε το ταίρι μου κι ο γάμος μας θ΄αρχίσει
” Λιγνο καλάμι μην κρατείς λευκό κερί μην λύσεις
το παραμύθι που άκουσες να μην το λησμονήσεις
Καλή νύχτα σας λοιπόν αφήστε τους αυτούς καλά περνάνε
κι εμείς πολύ καλύτερα στο σπιτι σαν γυρνάμε