ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ: Ο ΤΣΙΡΤΣΩΝΗΣ – (αφιερωση : Δ. ΞΗΡΙΤΑΚΗ)

Ο ΤΣΙΡΤΣΩΝΗΣ

Αφιέρωση: στον Δημήτρη Ξηριτάκη, των ξέγνοιαστων χρόνων

Scan 3

Καλησπέρα του παραμυθιού

Ο παππούς θα πάει άλλου

Κι η γιαγιά ψήνει κουκιά

Να χάφτει απού πεινά

Και μετά γνέθει μαλλί

Το τυλίγει για να πει…

 

Εζούσαν κάποτε σ΄ένα χωριό τα δώδεκα αδερφάκια

ήταν καλά κι εργατικά και το μικρότερό τους

Τσιρτσώνη το φωνάζανε και το΄χαν αρχηγό τους

Μικρό αλλά πανέξυπνο σαν σπίθα το κοπέλι

εγύριζε παντού να βρει κάποιον δουλειά να θέλει

 

Και βρήκε κάποιον τελικά να πάνε να τρυγίσουν

και να τους δώσει και ψωμάκι να δειπνήσουν

(όμως δεν καταλάβανε κακός πως ήταν Δράκος

και στην παγίδα πέσανε κι ήταν βαθύς ο λάκκος)

 

Μαζί και με τα δώδεκα δικά του κοριτσάκια

έβαλε να τρυγήσουνε και τα φτωχά τ΄αδερφάκια

σκεφτόταν όλα τα παιδιά το βράδυ να τα φάει

μα τον Τσιρσώνη σκέφτηκε στη Δράκαινα πάει:

-” Τσιρτσώνη για πλησίασε θέλω να πας τρεχάλα

στο σπίτι στη γυναίκα μου να δώσεις ένα γράμμα

για να μας φτιάξει ένα ψητό και να ΄ρθετε αντάμα”

Μα ο Δράκος έγραφε άλλα:

-” Πρόσεξε πολύ καλά τι θέλω να μου κάνει

ς αυτόνε το μικρούλικο, στον φούρνο να το βάνεις

και ψητό κάνε τον και βάλε και πατάτες

και φέρε το ταψί στ΄ αμπέλι με σαλάτες”

ότινος δεν έστειλε ο θιος
Ο πιο μικρός, ο τσιρτσώνης…

Ο μικρός πονηρεύτηκε άνοιξε στο δρόμο το γράμμα κατάλαβε και το΄σκισε και πήγε και είπε στην γυναίκα:

-” Τ’ αφεντικό παράγγειλε να πας και να διαλέξεις

το πιο παχύ τ΄αρνάκι σας και να το μαγειρέψεις

και να γυρίσουμε μαζί στ΄αμπέλι και στον τρύγο

να φάνε όσοι δουλεύουνε -πεινούσαν και πριν φύγω”

Η Δράκαινα κρατά το ταψί και γυρίζει στ΄ αμπέλι

Ο Δράκος βάζει τις φωνές, :”σου΄πα για το κοπέλι…

αυτά παράγγειλα γυναίκα να μου κάνεις;”

-”Αυτά που θέλεις έφτιαξα γι αυτό φωνές μην βάνεις”

Απάντησε η γυναίκα του -”εγώ σαλεύω (*)γειά σου”

(σιγά μιλά: άσε τα πολλά τρελά και τα καμώματά σου) …

Νύχτωσε πάνε όλοι για ύπνο…

Ο Δράκος σκέφτεται: αγόρασα κάπες για ύπνο στα δεντράκια

τ΄ αγόρια μαύρες θα ΄χουνε άσπρες τα κοριτσάκια

θα΄ρθω βαθιά μεσάνυχτα το σκότος σαν πυκνώνει

τρώγω τ΄αγόρια στη σειρά με πρώτο τον Τσιρτσώνη

Ο Τσιρτσώνης συλλογίζεται δεν κλείνει μάτι

τι να συμβαίνει δεν μπορεί να διαπιστώσει κάτι:

-Γιατί ο αφέντης έδωσε δυο χρώματα τις κάπες;

Αφού ναι Δράκος άνθρωπο γυρεύει μες τις στράτες

Πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν, άργησε η σκέψη να’ μπει

το άσπρο χρώμα φαίνεται μέσα στη νύχτα λάμπει

Χωρίς ν΄ ανάψει τίποτα δίχως να μας ξυπνήσει

ένανε μ΄ έναν θα γευτεί μ΄αγόρια θα δειπνήσει …

Μόλις όλοι κοιμήθηκαν Ο μικρός : θα αλλάξει κάπες

τα παιδιά λευκές θα σκεπαστούνε κι

οι μαύρες για των κοριτσιών τις κοιμιθιές θα μπούνε

κι όλα τα αδέρφια ξύπνησε τους είπε:

-”σηκωθείτε και τρέξετε του ποταμού τις όχθες να διαβείτε

Ο Δράκος δύναμη πολλή δεν έχει στην πέρα μπάντα(1)

ίσως ποτέ κανείς δεν έμαθε το γιάντα (2)

Μα βάλετε πριν φύγετε πέτρες στην κάθε θέση

να μην φανεί πως λείπετε …

με μας δεν θα μπορέσει να εφρανθεί το δείπνο του…

 

Κι έφυγαν όλα τα παιδιά έμεινε ο Τσιρτσώνης

Κι ο Δράκος αφού έφαγε τις κόρες κατά λάθος

εχώνευε και φώναζε πως ήταν σαν το μέλι

το κρέας του μικρού -”εκείνο το κοπέλι

ούτε κατσίκι να΄τανε πρόβατο η ελάφι

οι κόποι του κι η πονηριά ίσως δεν πήγαν στράφι!

– Τι γλύκισμα λαχταριστό το κρέας του Τσιρτσώνη!

-”Το κρέας των παιδιών σου είπε ο μικρός το στόμα σε τυφλώνει

ποτέ δεν εξεχώρισες τα πρόβατα απ΄ τα ρίφια!

Ο Δράκος θυμώνει, τρέχει να τον πιάσει :

-”δεν είναι αλήθεια Τον πλησιάζει του λέει

-”μες την κοιλιά μου μπαίνεις”

-”Κι αν με φας (απαντά ) τρυπώ την κοιλιά πεθαίνεις!”

Ο Δράκος μιλά φωνάζει:-” Τι μου΄κανες Τσιρτσώνη

έφαγα τα κορίτσια μου που τανε σαν το χιόνι!”

Απαντά -”ακόμα πίσω η πληρωμή για τα πολλά σου λάθη

είναι τόσα τα κρίματα απ’ τα δικά σου πάθη

Η Δράκαινα
Η Δράκαινα

 

Και πήγανε σε τόπο κοντινό και τακτοποιημένο

που είχενε γέρο βασιλιά σοφό και τιμημένο

Κι ένας τελάλης φώναζε -”ακούσετε μικροί μα και μεγάλοι

«Άγγλοι Γάλλοι Πορτογάλοι Ακούσετε στην Ανατολή ακούστε και στη Δύση

του Δράκου όποιος ημπορεί το κάστρο να πατήσει

και πάρει το ποτήρι του που σαν τον ήλιο λάμπει

θ΄ανοίξει η τύχη του γιατί μες το παλάτι θα΄μπει

Ο βασιλιάς την κόρη του γυναίκα του την δίνει

κι αργότερα τη χώρα του παίρνει αυτός και κείνη!»

 

Ο Τσιρτσώνης αποφασίζει να μπει στον πύργο έχει ο Δράκος ξαπλώσει

αρπάζει το ποτήρι του πριν να το καλονοιώσει…

Ο Δράκος ξυπνάει-” ποιος μπήκε; άνθρωπος μου μυρίζει

τ ΄ολόχρυσο ποτήρι μου ποιος τόλμησε ν΄ αγγίζει;”

Τον βλέπει τον Τσιρτσώνη ο θυμός τονε κεντίζει

θέλει κάθε κομμάτι του να κάνει σαν το ρύζι

Τρέχει πλησιάζει τον μικρό, που πλησιάζει το ποτάμι να πηδήξει στην άλλην όχθη ο Τσιρτσώνης του λέει:

-”Κι αν με φας (απαντά ) τρυπώ την κοιλιά πεθαίνεις!”

Ο Δράκος μιλά φωνάζει:

-” Τι μου΄κανες Τσιρτσώνη έφαγα τα κορίτσια μου που τανε σαν το χιόνι

και τώρα πάλι μου΄κλεψες το πιο όμορφο στολίδι

που ΄φεγγε μες το κάστρο μου στης νύχτας το σκοτίδι!”

Απαντά -”ακόμα πίσω η πληρωμή για τα πολλά σου λάθη

είναι τόσα τα κρίματα απ’ τα δικά σου πάθη”

Και πάλι σταμάτησε ο Δράκος, ο μικρός πήδηξε το ποτάμι,

πήγε στο παλάτι Ο βασιλιάς τον φίλησε του ΄δωσε το πουγγί του

κι αρνήθηκε γυναίκα του να δώσει, το παιδί του.

Είπε πως είμαι μικρός γιαυτό κι άλλαξε γνώμη

και ζήτησε να του φέρει το χαλί του Δράκου ακόμη

Και ξανά ο Τσιρτσώνης στον πύργο θα φανεί

Δράκος κοιμάται πάνω στο χαλί

Αν θα τραβήξω το χαλί σκέφτεται θ΄αναποδογυρίσει

το παίρνω και πριν καλοξυπνήσει…

Κι έτσι το΄κανε…

ο Δράκος νομίζει πως τρέμει η γης κι ο κόσμος γυρίζει…

Όταν καταλαβαίνει λέει -”Μου κλέψαν το στολίδι

του πύργου το πιο μαλακό μεταξωτό στρωσίδι

Και τρέχει να προλάβει τον Τσιρτσώνη πριν τον πιάσει ενώ πολύ σιμώνει:

-”Κι αν με φας τρυπώ την κοιλιά σου και πεθαίνεις!”

Ο Δράκος μιλά φωνάζει:-” Τι μου΄κανες Τσιρτσώνη

έφαγα τα κορίτσια μου που τανε σαν το χιόνι

και τώρα πάλι μου΄κλεψες το πιο όμορφο στολίδι

που ΄φεγγε μες το κάστρο μου στης νύχτας το σκοτίδι

και τώρα πήρες το χαλί μου το πιο καλό στρωσίδι!”

Απαντά -”ακόμα πίσω η πληρωμή για τα πολλά σου λάθη

είναι τόσα τα κρίματα απ’ τα δικά σου πάθη”

Και πάλι σταμάτησε ο Δράκος, ο μικρός πήδηξε το ποτάμι, πήγε στο παλάτι μοναχός Μόλις του πήγε το χαλί στα διαμερίσματα του

ο βασιλιάς εχάρηκε γελούσαν και τ΄αυτιά του

Τον φίλησε και του δωσε φλουριά με το τσουβάλι

του είπε οι παρατρεχάμενοι κι οι βοηθοί του οι άλλοι

συμβούλεψαν να πάει τον Δράκο ζωντανό να φέρει

κι απάντησε ο μικρός θα βρει τον τρόπο που τον ξέρει

-”Μα είναι δυνατό θεριό κι όλους θας σασε φάει

και δεν θα βρίσκεται μετά κανείς να με ρωτάει”

Εθύμωσε ο βασιλιάς και του ΄τρεμε το χείλι

θα τον φυλούν σαν αστακοί στρατιώτες θα ναι χίλιοι

Και πήγε πάλι ο μικρός να κάνει το χατήρι

του βασιλιά η κεφαλή σίδερο και μπακίρι

Εσκέφτηκε σχεδίασε και βρήκε κάποια λύση

Ο Δράκος να παγιδευτεί, να τον να παραπλανήσει

Και μασκαρεύτηκε πολύ φαινότανε σαν γέρος

και πήγε και στον πύργο του – το ήξερε το μέρος

Στον κήπο του βρήκε κορμό που ήταν πολύ μεγάλος

και με μανάρι τον έκοβε σαν να΄ταν κάποιος άλλος…

-” Γκαπ Γκουπ ,εφώναζε ,παλιοΤσιρτσώνη πάρε

Γκαπ γκουπ βρε παλιοτόμαρο καλα΄του΄καμες Χάρε!

Ο Δράκος μόλις ξύπνησε βλέπει τον ξυλοκόπο

και θυμωμένος του μιλά , δεν ξέρει κι άλλο τρόπο

-” Τι κάνεις βρε παλιόγερε ποιος σου΄δωσε την άδεια;

Ο γέρος γρήγορ΄ απαντά τρέμει η φωνή του σαν μιλά:

-”Τι να σου πω αφού΄ψαξα στα δάση στα λιβάδια

δεν τα κατάφερα να δω κορμό που να μου κάνει

που να χωρά τον πιο κακό, που τώρα έχει πεθάνει.

Έναν της φύσης άχρηστο πολύ κακοτερένιο

απόβρασμα που΄χε κακό χέρι και σιδερένιο”

Ο Δράκος πάλι ρώτησε : -” Πως λεν το μακαρίτη;”

ο Γέρος τώρα ψύχραιμα: -” Τον άθλιο κοπρίτη Τσιρτσώνη

τον φωνάζανε κι ήτανε σαν μαϊμούνι

κοντός που τα κορδόνια του φτάνανε το πυγούνι …

Να φανταστείς πως κάποτε τον έφαγε ένας Δράκος

και την κοιλιά του τρύπησε σαν να ταν άδειος σάκος…”

… Πολλοί φοβούνται πως αυτός αν είναι γραντισμενος(3)

από τον τάφο του θα βγει κι ας είναι αποθαμένος

Γι αυτό το σιδερόδεντρο ευρήκα που φυτρώνει

στον κήπο σου και θα θελα κάποιος να μου συντράμει

μέσα στην κάσα τίποτα να μην μπορεί να κάμει”

-”Θα βοηθήσω τον κορμό θα τονε καθαρίσω

με το σκερπάνι σκάβω τον, μετά καπάκι αρχίζω

λέει ο Δράκος και πολύ γρήγορα το τελειώνει

κι ο γέρος μέσα βάζει τον και μετά το καρφώνει

“Άφησε το καπάκι πιο καλά να το καρφώσω

να δω αν είναι δυνατό πριν τον Τσιρτσώνη χώσω

στη δύναμή σου μοιάζει αυτός ας είναι και μπασμένος

στ΄ αθλήματα τα πιο σκληρά καλά ναι μαθημένος”

Ο Δράκος δεν κατάλαβε θέλει πολύ ακόμα

πως κλείστηκε οριστικά στο ξύλινο το στρώμα

-”Εμπήκα μέσα και καθόλου δεν φοβούμαι…

μά τέλειωσε το κάρφωμα να μην καθυστερούμε” …

…Μα βγάλε μου το σκέπασμα να πάρω μιαν ανάσα

πολύ στριμώχτηκα σ΄αυτήν τη νεκρική την κάσα..

Στην τρύπα σαν τον άρκαλο να μεχουν ταπωμένο…”

Ο γέρος αμέσως απαντά: “-σ έχω φυλακισμένο…”

ο κλεισμένος λέει του: “τελώνι ξυπασμένο

γιατί με φώναξες που μ΄είδες που με ξέρεις;

-” είμαι ο Τσιρσώνης τρυγητή θέλησες να με φέρεις “

ο γέρος συνεχίζει ” υπομονή στο παλάτι σε πηγαίνω

λίγο ακόμα στον κορμό θα σε έχω καρφωμένο”

Ο Δράκος παραπονιέται: -”…αλίμονο πνεύμα με κυνηγάει

πως να γλιτώσω τι να πω που δεν με παρατάει

Ώφου και κακοντόπαθα…

τι μου΄κανες Τσιρτσώνη

έφαγα τα κορίτσια μου

που τανε σαν το χιόνι

και πήρες το ποτήρι μου κι ύστερα το χαλί μου

τώρα στην κάσα μ΄έβαλες και θέλεις τη ζωή μου;”

-”Επλήρωσες για τα πολλά τ΄ απαίσιά σου λάθη

ήταν τόσα τα κρίματα και τα δικά σου πάθη

Μα το παιγνίδι τέλειωσε ξόφλησες τα σπα σμένα

τίποτα για να φοβηθείς δεν έχεις από μένα”

Ο Τσιρτσώνης τον ησύχασε τον πήγε στο παλάτι

Κι έσκυψε μπρος τον βασιλιά και του ΄πε και σπολάτι

Κι αυτός τον υποδέχθηκε -”Καλώς το παλικάρι

τον Δράκο , μας τον έπιασες – δεν σου κανε τη χάρη;”

-”Μπροστά σας είναι εδώ στην ξύλινη την κάσα

τον στρίμωξα τόσο πολύ δεν παίρνει μιαν ανάσα”

Απάντησε ήσυχα ο μικρός κι ο βασιλιάς σκερπάνι

διάταξε να φέρουνε να ν΄ανοιξουν μάνι μάνι…

Του΄πε ο μικρός -”σκέψου λίγο σταμάτα

να μην τ΄ ανοίξουνε και βγει στης αγορά τη στράτα

Γιατί θα τρώει στη σειρά μικρούς μα και μεγάλους…”

-”Ανοίξτε το λέει ο βασιλιάς αυτό δα παραπάει…”

Εμένα αφήστε με να φύγω αν και φοβάται να με φάει…

είπε ο μικρός και πήρε την πριγκίπισσα και πάει

Η μικρή πριγκιπέσα
Η μικρή πριγκιπέσα

Το παραμύθι μας αυτό εδώ λοιπόν τελειώνει

τα φώτα όλα κλείσανε το σκότος σαν σεντόνι

ετύλιξε τους άρχοντες τους παραγιούς την πόλη

δε ξέρουμε αν χαθήκανε ή αν σωθήκαν όλοι

Ο Δράκος ήταν ζωντανός ή πέθανε στην κάσα

αφού στριμώχτηκε πολύ δεν έπαιρνε μια ανάσα;

Κανένας δεν μπορεί να πει δεν έμαθε δεν ξέρει

το μόνο που έγινε γνωστό: βρήκε ο μικρός μας ταίρι

εφύγανε κι επήγανε μακριά απ το παλάτι

από τα πλούτη τσ΄αρχοντιές προτίμησαν αλάτι

να τρώνε και ξερό ψωμί και να χουν στην καρδιά τους

αγάπη μέχρι τα πολύ βαθιά γεράματά τους

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Το παραμυθι αυτό γράφτηκε στην πενταετια 1990 -1995 σε μορφή θεατρικού διαλόγου, διορθώθηκε από τον Δημήτρη Ξηριτάκη και τυπώθηκε πρόχειρα σε 30 αντίτυπα. Περίληψη παρουσιάζεται στις 12.3.2018

Δημήτρης Ξηριτάκης, γείτονας και φίλος του Νίκου Βιδάκη
Δημήτρης Ξηριτάκης,Πλατεία διακστηρίων (Δασκαλογιάννη)2002(;)

 

ΕΙΚΟΝΕΣ: Σπύρος και Βασίλης Ζ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s