Ο ΣΙΜΙΓΔΑΛΕΝΙΟΣ
Αφιέρωση : Στην Κρήτη και τον Μιχάλη, του ρωμαντισμού και της πολιτικής
H γιαγιά μας η γριά
ξεματίζει τα κουκιά
Και στη χόβολη τα ψήνει
Κι ´ε έχουν σιδερένια γίνει
Μένα δόντι τα μασά
Κι όταν φάει τα μισά
Πίνει και κρασί γλυκό
Και θα φτάσει τα εκατό …
Και θ´ αρχίσει παραμύθι …
Ήτανε μια πριγκιπέσα όμορφη πολύ
μα δεν ήθελε κανέναν να την παντρευτεί
της εμύριζεν ο ένας κι άλλος της εβρώμαγε
όμορφος κανείς δεν ήταν της φαινότανε
τι κι αν έλαμπαν τα νέα πριγκιπόπουλα
δεν την νοιάζει που στενάζουν τα παλικαρόπουλα
δεν τσ΄αρέσουν έχει γούστο πολύ δύσκολο
κάποτε ζητά μια χάρη : “Μάνα σε παρακαλώ
φέρε μου τ΄ αμύγδαλα να ΄ναι μισό τσουβάλι
κι άλλο τόσο – πιο πολύ να ναι το σιμιγδάλι
Δέκα οκάδες ζάχαρι από την Μπραζιλία
κι άφησέ με μοναχή μέρες τριάντα μία…”
Και κλείστηκε στην κάμερα πήρε σφυρί να σπάσει
τ΄αμύγδαλα με ζάχαρη τη ζύμη να ετοιμάσει
πολύ εύκολα τον έπλασε καλόν και διωματάρη
που κάθε μια πριγκίπισσα θα΄θελε να τον πάρει …
Το γεγονός το μάθανε στη γη στην οικουμένη
σιμιγδαλένιον έφτιαξε και ζει ευτυχισμένη
Η δύσκολη πριγκίπισσα – γλυκός είναι σαν μέλι
τόσο κανείς δεν βρέθηκε στον κόσμο να τον θέλει
Κι εζούσανε χαρούμενοι μ αγάπη και ομόνοια
μα η μοίρα τους δεν έγραφε πως θα περάσουν χρόνια
Γιατί στην Άπω – Ανατολή πού άλλοι την κυβερνούνε
Πριγκίπισσα κακόγνωμη που την πολυαγαπούνε
Γονέοι επιπόλαιοι που χατήρια δεν χαλούνε
Σαν άκουσε για τον γαμπρό ζηλεύει και μαραίνεται
-”Αυτόνε θέλω γι άντρα μου,να πάτε να τον φέρετε!”
Κι ο Βασιλιάς ο κύρης της της πολύ στεναχωριέται
Κι όταν κιτρίνισε πολύ κι έγινε σαν λεμόνι
Κι απ την πολλήν αδυναμιά ο αγέρας τη σηκώνει
Η μάνα της γονάτισε στου βασιλιά τα πόδια -”
-«Έλεος άρχοντα μου και μην Φέρνεις τόσα εμπόδια
Καράβι να φορτώσουμε πλούσιο χρυσαφένιο
Να πάει σ΄ άλλα βασίλεια για τον σιμιγδαλένιο
Θα ναι γεμάτο θησαυρούς πολύτιμες πραμάτειες
Και θα πουλά πολύ φτηνά στους ξένους τους πελάτες
Θα ψάξει στην Ανατολή θα πάει και στη Δύση
και στο βοριά και τον Νότια για να τον συναντήσει
Και δεν μπορεί όσο μακριά κι αν είναι θα τον βρούμε
Θα πέσει στην παγίδα μας και θα λογαριαστούμε
… Στην πόλη όπου βρίσκεται σαν φτάσει το καράβι
όλοι θα τρέξουνε να δουν…ποιος θα πρωτοπρολάβει
Γιατί η φτήνια τον παρά τον τρώει και θα φάει
και τον Σιμιγδαλένιο μας γιατί κι αυτός θα πάει
Να πάρει δώρο στην κυρά κόσμημα διαμαντένιο
Και διάδημα ολόχρυσο και χτένι φιλντισένιο
Η κι άρωμα των λουλουδιών παραδεισένιας σέρας
Μια στάλα να μοσκοβολά η κλίνη τους κι ο αγέρας
ή φορεσιά μεταξωτή με πέρλες κεντημένη
Και ζώνη μ´ εκατό διαμάντια στολισμένη
Αν ο σιμιγδαλένιος ´ ρθει, κι ανέβει στο καράβι
Τις άγκυρες σηκώνουμε πριν να το καταλάβει
Και πριν να ξεκινήσουμε του δίνουμε Σουμάδα
Να΄χει και λίγο λάβδανο να κάνει μια βδομάδα
Για να συνέλθει μέχρι να – τον δει η πριγκιπέσα
για να του δώσει ένα ποτό που φίλτρο θα΄χει μέσα
μόλις το πιει θα την κοιτά σαν να΄ναι η Αφροδίτη
Θα παντρευτούν θα στήσουνε ευτυχισμένο σπίτι”
… Ντουχιούντισε ο βασιλιάς και φόρτωσε βαπόρι
Πολύτιμα εμπορεύματα, που δίνουν οι έμποροι
Κι όλον τον κόσμο γύρισαν και τέλος τον ευρήκαν
Μ´ άραξαν και περίμεναν, στην πόλη του σαν μπήκαν

Η πριγκιπέσα σαν πολλοί της είπανε να πάει
στο πλοίο της Ανατολής που πράγματα πουλάει
Ζήτησε απ τον άντρα να δει και να της πάρει
φόρεμα να΄χει κέντημα τον ήλιο το φεγγάρι
Κι ο “ζυμωμένος” σύζυγος αμέσως ξεκινάει
και στο καράβι ανέβηκε κι ενδύματα ζητάει
Τον είδαν κι όταν ζήτησε κέντημα με μετάξι
ο καπετάνιος πρόλαβε άγκυρες να πετάξει
και γρήγορα τον έφερε στην άλλη πριγκιπέσα
που τον επότισε νερό που΄ χεν αφιόνι μέσα
Κι αμέσως εξεχάστηκε δεν ξέρει δεν θυμάται
ποιος είναι και που βρίσκεται και τρώγει και κοιμάται
κι έτσι απ τη μια πριγκίπισσα ευρέθηκε στην άλλη
σύζυγος που τον έχουνε σ εκτίμηση μεγάλη
…
Σαν χάθηκεν ο πρίγκιπας που ήτανε πλασμένος
από την πρώτη σύντροφο ζαχαροζυμωμένος
Τον ψάξανε παντού χωρίς το ίχνος του να βρούνε
κι ο Βασιλιάς εζήτησε τελάληδες να βγούνε
πως δίνει χίλια τάληρα κι ολόχρυσά να πούνε
σ΄όσους τον εσυνάντησαν ή έτυχε τον δούνε
Κλαίει ο κι οδύρεται η μικρή δεν τρώγει και δεν πίνει
ούτε το γάλα του πουλιού που φέρνουνε για κείνη
-”Όφου και κακοντόπαθα και πως θα νταγιαντίσω
μου κλέψανε τον άντρα μου πως θα τον πάρω πίσω”
Όλη η χαρά μου είναι αυτός όσο καιρό κι αν ζήσω
παντού θα ψάξω να τον βρω τον κόσμο θα γυρίσω”
Κι όταν επέρασ ΄ ο καιρός χωρίς να μάθει κάτι
επήρε δρόμο και στρατί στρατί και μονοπάτι
Ρωτούσε μα δεν ήξεραν σε ξέφωτο σαν μπήκε
τη ρώτησε κάποια γρια καλόγνωμη που βρήκε
-«Ποιος δρόμος εδώ σ´ έβγαλε στα πέρατα του κόσμου;»
-«Ψάχνω τον άντρα μου γιατί χάθηκε από μπρος μου
Τον κλέψανε ζηλέψανε που ήταν σύντροφός μου!
Κι αφού άνθρωπος κανείς στη γη δεν είδε δεν τον ξέρει
Τον ´Ηλιο αν βρω όπου γυρνά παντού σ ´ όλα τα μέρη
Θα τον ρωτήσω αν είδε πουθενά και το δικό μου ταίρι»
-«Κόρη μου μην ανησυχείς θα ΄χεις καλό χαμπέρι
Ο Ήλιος είναι γιόκας μου, και θα ρθει σαν νυχτώσει
Για να δειπνήσει κι ύστερα στο δώμα να ξαπλώσει
Αμέσως μην πεις τίποτε πριν φάγει να χορτάσει
γιατί θυμώνει κι εύκολα σαν είναι πεινασμένος…”
Περίμενε η κοπελιά σαν ήταν ξαπλωσμένος
μπροστά του πήγε θαρρετά “ Ω πολυχρονεμένε
Ήλιε μου λαμπροστόλιστε και λαμπρογεμισμένε
Που στα πολύ ψηλά πετάς κι όλα τα βλέπεις κάτω
Μήπως είδες τον άντρα μου άσπρο και ντελικάτο
Που ναι καλός που ναι γλυκός σαν το ψωμί τ΄ αφράτο;»
-«πως να τον δω που εκεί ψηλά τρέχω, δεν προλαβαίνω
Κι ιδρώνω και κουράζομαι τον κόσμο να ζεσταίνω
Στην αδερφή μου πήγαινε τη νύχτα που γυρίζει
Αυτή χαζεύει και κοιτά τον κόσμο όταν φωτίζει »
Της έδωσε ένα αμύγδαλο αφράτο είναι αθάλι
…
Το πήρε κλαίγοντας πολύ στους δρόμους τρέχει πάλι
Και όταν ξανά κουράστηκε σταμάτησε στη βρύση
Που μια καλή νοικοκυρά τη στάμνα θα γεμίσει
-«Που πας κορίτσι μου καλό κάτσε να ξαποστάσεις »
Της είπε και τσ΄ απάντησε πως ψάχνει το φεγγάρι
μήπως γνωρίζει που θα βρει τον άντρα που έχει πάρει.
“Η μάνα του είμαι ( είπε) και νερό παίρνει να το δροσίσει
Θα φτάσει μόλις η αυγή τα ρόδα ξεφυλλίσει”
Την πήρε για να φτιάξουνε το πρωινό στο αστέρι
Που κάθε νύχτα φώτιζε όλα της γης τα μέρη
Σαν ήρθε κρύφτηκε η μικρή περίμενε να φάει
Και ρώτησε τον άντρα της αν είδε όπου γυρνάει .
-«Τη νύχτα τρέχω και ποτέ δεν στέκομαι μιαν ώρα
Πως να προσέξω πως να δω ; Στ΄ αστέρια τρέχα τώρα
Αυτά είναι τόσα πολλά που θα τον είδε κι ένα»
Της έδωσε δυο τζίτζιφα λιγάκι ξεραμένα
Στους δρόμους πάλι με λυγμούς και κοπετό κινάει
Και σε ποτάμι μακρινό δεν άργησε να πάει
Μια γριά μπουγάδα έστηνε σκουφάκια έπλενε χίλια
Την ρώτησε : -”που πας μικρή με σουφρωμένα χείλια ;”
-”Τ΄ αστέρια ψάχνω μήπως βρω γιαγιά, κανείς τα ξέρει;
-«Η μάνα τους είμαι κι εδώ θα΄ρθει το κάθε αστέρι
τους πλένω τα σκουφάκια τους, γιατί σαν κοιμηθούνε
Δεν Θέλουνε να΄ χουνε φως τη λάμψη δεν μπορούνε…»
-«Και τι τα θες τ´αστέρια μου μόνο το φως τους ´εχουν »
-«Μην είδανε τον άντρα μου ,από ψηλά που τρέχουν»
Της είπε το κορίτσι και περίμενε να φτάσουν
Κι όταν εφάγανε καλά…κι έπρεπε να χορτάσουν
Εβγήκε κι είπε : -«σας ζήτω συμπάθεια και συγνώμη
Για να ρωτήσω αν είδατε τον άντρα μου κι ακόμη
Πως είναι και που τριγυρνά τι πολεμά τι κάνει
πως να τον βρω; σ΄ αυτόν ποιος δρόμος θα με βγάνει; …
Ο Αυγερινός εθύμωσε λιγάκι και της λέει
-”κορίτσι μου κει πάνω δουλεύουμε φωτίζουμε
– το χρόνο μου δεν χάνω χαζεύοντας
– και πρόσθεσε κι η Πούλια η κουρασμένη
-«ποτέ μας δεν καθόμαστε και χρόνος δεν μας μένει
δεν ξέρουμε ανάπαυση καθημερνή και σκόλη
τον ουρανό φωτίζουμε με τη σειρά μας όλοι
Μα ένα αστεράκι τόσο δα -” τον είδα λίγο” λέει
κι απ την πολλή συγκίνηση άρχισε η μικρή να κλαίει…
-”Σε πύργο πολύ μακρινό και με μαρμαρένια σκάλα
-τον έχουν και του δίνουνε και του πουλιού το γάλα !”
και τ αστεράκι τσ΄ έδειξε το δρόμο που θα πάρει
αν δεν σ΄αναγνωρίσει να ένα σπυρί σιτάρι
κοπάνισε το κι ύστερα βάλε το στον καφέ του
αμέσως θα σε θυμηθεί, αν σε ξέχασε ποτέ του
Αν δεν μπορεί τ αμύγδαλο μα και το τζιτζιφάκι
να βοηθήσουνε πολύ κι ο σπόρος το σταράκι
Να πάρε κι ένα κάστανο – για να το καθαρίσεις
σαν βγάλεις τ΄αγκαθάκια του στο τζάκι να το ψήσεις
Αν τον ποτίσαν μαγικά ναρκωτικά – ματζούνια
μόλις το δοκιμάσει αυτός ξυπνά, σαν το μωρό στην κούνια
που πείνασε κι αναζητά το γάλα της μαμάς του
και θα βρεθείς στη ζεστασιά μέσα της αγκαλιάς του
…
Και πάλι στο δρόμο στο στρατί στρατί
και μονοπάτι και μέρα νύχτα περπατεί χωρίς να κλείσει μάτι
… και φτάνει στο πυργόσπιτο – με τη ψηλή τη σκάλα
και βρήκε και κατάλειμα ν΄αναπαυτεί μια στάλα
πρωί πρωί που ξύπνησε τ΄ αμύγδαλο της σπάει
κι αμέσως έλαμψε σταμνί χρυσό στη βρύση πάει
μα ήταν μαγικό σταμνί και το νερό παγώνει
κι ο όποιος περνούσε του δινε χωρίς να την πληρώνει
Το μάθαν όλοι κι ο καθείς -θαύμαζε κι απορούσε
κι η πριγκιπέσα έστειλε μια δούλα και ρωτούσε
Ποσό πουλάει το σταμνί, της δίνουν τόσα κι άλλα
Όσα ζητήσει δηλαδή, ποσά πολύ μεγάλα..
-Δεν σας το δίνω για φλουριά, μα τον σιμιγδαλένιο
Για μια βραδιά και πάρτε το κι ας είναι χρυσαφένιο…
Τους είπε και το σκέφτηκαν πολύ και τονε δώσαν
Αφού τον πότισαν της λησμονιάς ποτό και τον ξάπλωσαν…
… Ότι κι αν έκανε η μικρή δεν ξέρει δεν μιλάει
Κι ας μάλλιασεν η γλώσσα της να τον παρακαλάει
Τον πήραν πίσω ξύπνησε, σαν να χε πιεί λιγάκι …
Κι η κοπελιά τα τζίτζιφα τα επέταξε στο τζάκι
Κι απ τη φουνάρα μια στιγμή έβγήκεν <αργαστήρι>(1)
Τους στύλους έχει όλο χρυσούς περβάζια από μπακίρι
Το χτένι από φίλντισι και δυο αντιά ξυλένια
σαΐτα με πετράδια και Ποδάρια μεταξένια …
Το ´δανε κι απομείνανε το΄παν στην πριγκιπέσα Και τό θελε
…
Της έφεραν τον άντρα της- πάλι ήταν ποτισμένος
με φίλτρο λησμονιάς γλυκό – καθόλου δεν τον νοιάζει
κι ας κι ας κλαίει κι ας οδύρεται κι ας βαριαναστενάζει
Τον πήραν πίσω κι ύστερα έριξε το κορίτσι
στην παραστιά το κάστανο – και πριν το καλοψήσει
έναν φούρνο ολόχρυσο μπροστά της είχαν στήσει
κι ήταν γεμάτος με ψητά με μπαχάρια και πιπέρι
κι οι μυρωδιές τους έφταναν – στου παλατιού τα μέρη
Μόλις το καταλάβανε τους τρέξανε τα σάλια –
και τα πηρούνια ψάξανε και τα χρυσά κουτάλια
και πήγαν δούλοι- παραγιοί από την πριγκιπέσα
-που θέλει οπωσδήποτε ότι έχει ο φούρνος μέσα
και πάλι ζήτησε η μικρή τον άντρα της το βράδυ
τρίτη φορά λαχτάρησε ένα δικό του χάδι
Τον πήγαν πάλι σηκωτό και δεν καταλαβαίνει
-μα έλειωσε κι ένα σπυρί σταριού- και τον καφέ πηγαίνει
και με την πρώτη τη γουλιά κι εξύπνησε την βλέπει-
αμέσως τη θυμήθηκε στην αγκαλιά της πέφτει…
Την κοίταξε στα μάτια
και η καρδιά του ράγισε κι έγινε δυο κομμάτια
αγκαλιαστήκαν κι έτρεχαν τα μάτια τους ποτάμια
-”Ξύπνα καλέ μου μίλα μου άκουσε τη καρδιά μου…
σ’ έπλασα με τα χέρια μου και με τα όνειρα . μου..
Ολόσγουρε βασιλικέ θα σε βαγιοκλαδίζω
Θα στρώνω κλίνη ολόχρυση για να σε νανουρίζω…
ότι θελήσεις θα στο βρω ότι ζητάς θα γίνει
η αγάπη όλα τα Μπορεί- όλα ή καρδιά τα δίνει!” …
Ό νέος σαν να ξύπνησε,από τον λήθαργόν του
-” Στ΄όνειρο σου είμαι γλυκιά μου…
δες πως λάμπω απ΄ τη χαρά μου
με ΄πλασες μα ποιος να ξέρει
αν εζούσα σ΄άλλα μέρη
στων παραμυθιών τους τόπους
με παράξενα τελώνια
που είχαν σουβλερά σαγώνια …
Είμαι δίπλα και κοντά σου στων ονείρων μας τη χώρα
με τσ’ αγάπης μας τα δώρα
…
Κι η άλλη η πριγκίπισσα ; – άργησε μα θα μάθει
“ο ψεύτης κι ο κλέφτης
– τον πρώτο χρόνο χαίρονται”
γιατί αγαπά ο Θεός τον κλέφτη μα πιο πολύ τον νοικοκύρη
και κει που έστρωσε ο καθένας μας θα γείρει…
Μα δεν ήμουνα εκεί,
κι η γριά τρώει κουκί
Και με δόντι σιδερένιο,
το Τσουκάλι μαντεμένιο …
κι είπε το το παραμύθι
κι έγειρε κι απεκοιμήθη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
- Αργαλιός (για ύφανση )
Διωματάρης=εμφανισιμος , όμορφος (από την αρχαία ιδίωμα)
Αγ.Νικόλαος καλοκαίρι 2017
υπεροχο Βασιλη! Συναρπα-χ-τικά ερωτικό, τοσο που βουρκωσα στο τελος!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!