
Ο αποχαιρετισμός είναι ένα στεγνό μαντήλι που τρέχει στον άνεμο- η Ουρανία Γιγουρτσή δεν κοίταξε πίσω, άφησε πολλά και δεν αντέχει. Τα παιδιά, τα εγγόνια οι μαθητές κι οι φίλοι της μαζεύτηκαν στην προκυμαία. Δεν φάνηκε και δεν υπάρχει το ΑΓΓΕΛΙΚΑ, μια βάρκα την περίμενε, ρηχή κι αυτή- κι ο βαρκάρης δεν είναι της θάλασσας- ήρθε από μακριά για να την παραλάβει, κάτω απ’ το Κρητικό Πέλαγος για τη λίμνη της Αχερουσίας.
Ο Γιάννης (ο φιλόλογος γιος της) πρόλαβε, γιατί είναι ο μόνος που ήξερε, της έδωσε το νόμισμα- ο αυστηρός μεταφορέας δεν κάνει πιστώσεις, στους άτακτους και τους αφηρημένους.
Ο αποχαιρετισμός δεν έχει απολογισμούς, έχει περιστέρια λευκά και πλήθος πεταλούδες υφάλμυρες
Και ήχους του ουρανού και των αγέρηδων
Αναπαύσον Κύριε….

Εμείς οι περιλειπόμενοι, οι ζώντες, θα τη θυμόμαστε – με το γλυκό χαμόγελο την απαλή ανάσα στα παιδιά και στα δάση των συλλογισμών έδωσε από το υστέρημά της καρδιάς της, πρόσφερε ως το τέλος.
Η ανταμοιβή δεν είναι δώρο ούτε χάρισμα, μα αποτέλεσμα της αδήριτης ανάγκης να υπάρχουμε, ως είδος σ’ αυτον τον (μάταιο ίσως) κόσμο.
…
Η Ουρανία (Νίτσα) Πολυχρόνη γεννήθηκε σε μια προσφυγική οικογένεια από τα Βουρλά της Σμύρνης και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, στην Αθήνα. Ορφανή από μικρή (από πατέρα), κατάφερε παρά τις οικονομικές δυσκολίες να εισαχθεί από τις πρώτες στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου σπούδασε Κλασική Φιλολογία. Διακρίθηκε ως φοιτήτρια και τελείωσε με άριστα, ενώ έλαβε
υποτροφία από το Ινστιτούτο Γκαίτε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Δεν τις πραγματοποίησε, έμεινε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε (πολύ νέα) τον Δημήτρη (Τάκη) Γιγουρτσή και βρέθηκε στην Κρήτη διορισμένη στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε ως φιλόλογος στο Γυμνάσιο της Πόμπιας. Στη συνέχεια για χρόνια στο Β’ Θηλέων, στο Φαλτέ Τζαμί (έτσι λέγαμε τον Ναό του Σωτήρος) και στο νέο κτήριο στη Δημοκρατίας και κατόπιν, για πολλά χρόνια, στην Εμπορική Σχολή. Τελείωσε την καριέρα της ως γυμνασιάρχης.
Πέρα από την επιστημονική της επάρκεια και τη διδακτική της ικανότητα, αυτό που τη χαρακτήριζε ως καθηγήτρια ήταν η παιδαγωγική μέθοδος που ακολουθούσε, η οποία έβαζε στο κέντρο της διδασκαλίας τον μαθητή και επικεντρωνόταν στο να επιλύσει τα προβλήματά του μέσα, αλλά συχνά και έξω από την τάξη. Έχοντας ένα ύφος και έναν τρόπο παιδαγωγικής προσέγγισης που ήταν πρωτοποριακός για την εποχή, η αντιαυταρχική εκπαίδευση έβρισκε μια υποδειγματική εφαρμογή, τη βοηθούσε να δημιουργήσει πολύ δυνατές σχέσεις με τους μαθητές της – πολλοί τη θυμούνται και εκδήλωναν αισθήματα σεβασμού και αγάπης όταν την συναντούσαν.

Δραστήρια στη ζωή του Ηρακλείου, υπήρξε για πολλά χρόνια ενεργό μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων, την εποχή που ήταν ένας από τους ελάχιστους πολιτιστικούς συλλόγους της πόλης μας, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του πρώτου ΔΣ της ΕΦΝΗ (Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου), του πρώτου αντίστοιχου συνδέσμου φιλολόγων στην Ελλάδα.
Γνώριζε άριστα αγγλικά και γερμανικά.
Απέκτησε δυο γιους και τρία εγγόνια.
…
Η Νίτσα Πολυχρόνη δεν έφυγε ξαφνικά, είχε από καιρό ετοιμαστεί, μα δεν είπε “αντίο”…
“σαν έτοιμη από καιρό
Σαν θαρραλέα…
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
Τους ήχους της πόλης μας…”
Δεν χρειαζόταν τίποτα να πει πια, σε κανέναν, έτρεξε στην προκυμαία να προλάβει, δεν είχε πια καθόλου καιρό…
Σημείωση 1.:
Ο Στίχος του Καβάφη που κλείνει το σημείωμα θα της άρεσε, αλλά θα μας μάλωνε: “Δεν αλλάζουμε καμιά λέξη, είναι ιεροσυλία” θα ‘λεγε.
Σημειωση 2.: το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτα στην ΠΑΤΡΙΔΑ, τοπική εφημεριδα , λογω τεχνικών δυσκολιών του ΑΛΚΜΑΝΑ
