(Πριν 13 χρόνια : αποχαιρετισμός, στην ΤΟΛΜΗ)
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ
(αποχαιρετισμός)

Πέμπτη καταμεσήμερο,μια είδηση στο στύλο της ΔΕΗ, σαν βλήμα από αδέσποτο πυροβολισμό- επικίνδυνο.
“Στίς 5 στον Άγιο Μηνά” αποχαιρετισμός στον Στέφανο Γοντικάκη συλλογίσθηκα, έναν συμπολίτη, φίλο από πολλές απόψεις, που ποτέ δεν βρεθήκαμε σε κοινό τραπέζι, με λίγο ψωμί κι αλάτι, ένα ποτήρι νερό.
Έπρεπε να τον δω, τον είχα στο νου μου τόσες φορές, η μικρομέγαλη πόλη μας δίνει ευκαιρίες, μα κλείνει και ερμητικά πόρτες και παραθύρια.
Τα πρόσωπα δεν τα συγκρατεί η μνήμη μα ορισμένοι άνθρωποι είναι ίσως ταυτισμένοι με τη μορφή τους, στη συνείδησή μας, η τιμιότητα η καθαρότητα , η εξυπνάδα τους, ι χαρακτήρας και το ήθος τους, καθρεφτίζονται στο πρόσωπο τους. Θυμόμουν την αθωότητα στα μάτια του, το πρισματικό πηγούνι, την τετράγωνη κατατομή, δεν μπορεί να αλλάξει στάση, ακόμα κι αν η λογική του επαναστατεί σκεφτόμουν, γύριζα στους συγγραφείς του19ου αιώνα, προσπαθούσα να τον σχεδιάσω με τ τις εικόνες που συντηρούσε η μνήμη, μα θα του ταίριαζε και θα του άρεσε ο Φαίδων (από τα αρχαία κείμενα) και ο διάλογος που αναφέρεται στην ψυχή και τα δεσμά του σώματος.
Στην μεγάλη κεντρική εκκλησία, παρακολούθησα λίγο την επίσημη τελετή, Αρχιερείς χρυσοποίκιλτοι, και κλήρος τακτικός, ο παλιός σεβάσμιος εφημέριος του Αγίου Τίτου, ο μικρόσωμος και γλυκύς Αρχιεπίσκοπος, ο εξαιρετικά καλλιεργημένος Μητροπολίτης Ανδρέας, και κόσμος πολύς από την πόλη μας.
Κυριαρχούσε η “σειρά” μας, η γενιά του 60, σκουριασμένη, γερασμένη και (ακόμα) αισιόδοξη. Μέσα στο πλήθος, προσπαθούσα να διακρίνω συγγενείς του, τα παιδιά του μαθηματικού πατέρα του , που δεν ήταν λίγα. Ξεχώρισα μια ψηλή φιγούρα, ανάμεσα σε πολλούς, αραιά μαλλιά, γαμψή μύτη, το μοναχικό, απλό ράσο, έκρυβε μια ενδιαφέρουσα μορφή, θύμιζε τον ομιλητή,που πριν από είκοσι και περισσότερα χρόνια, με είχε εντυπωσιάσει στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, “ ο Βασίλειος”, μουρμούρισε κάποιος με δέος .
“ Έφυγε ένας έντιμος” σχολίασε ένα άλλος γνωστός μου δίπλα, γύρισα και διέκρινα μια φευγαλαία λάμψη στα μικρά μάτια του, η πονηριά πόσο διαφέρει από την εξυπνάδα, αναρωτήθηκα σχεδόν μεγαλόφωνα.
Όταν με κούρασε η εξώδιος ακολουθία, προσπάθησα να να συγκεντρώσω την προσοχή μου στις τοιχογραφίες και τις εικόνες του επιβλητικού ναού, Παρατήρησα τεχνοτροπίες και ‘νέες” αντιλήψεις των κληρικών και των εικονογράφων.
Πως να του φαινόταν του θεολόγου και φιλολόγου, να του άρεσε η επιστροφή που επιχειρείται, από μάλλον ακατάλληλους κληρικούς και κοσμικούς; Χρειάζεται συζήτηση για τα μεγάλα αυτά θέματα, μα πότε και πως να γίνει; Ποιοι να μιλήσουν που είναι το σύστημα άκαμπτο κι οι υπεύθυνοι (αρμόδιοι) τυπικοί επαγγελματίες .

Έκλεισε η τελετή, με λίγες ομιλίες,όχι ενοχλητικές, θα τις ανεχόταν, αν ξαφνικά πρόβαλε με τη μηχανή του, στην άκρη του πρό-ναου, ίσως μάρσαρε λίγο την αρχαία NORTON πριν στρίψει για να απομακρυνθεί .” Αχ αυτά εγκόσμια” θα μουρμούριζε, δεν γίνεται κι αλλιώς, αλλού ίσως θα ναι καλύτερα, τουλάχιστον ως προς τις παράτες και την εθιμοτυπία και τις επίσημες ιεροτελεστίες.
Έφυγε ο φίλος, ο συμπολίτης,ο ιδανικός μηχανόβιος, ο άνθρωπος που συναντάς στον δρόμο στο δρόμο της πόλης μας και δεν ξέρεις αν είνα σημαντικός, γιατί του λείπει η παραμικρή έπαρση κι αμφιβάλλεις και για την αξία του, δάσκαλος είναι λες, στο κάτω κάτω.
Η λύπη όμως απλώνει τα δίχτυα της,πάνω στην ομορφάσχημη πόλη μας, αυτή που ξέρει να αξιολογεί και να τιμά, χωρίς (κατ΄ανάγκην) να προσφέρει διακρίσεις και παράσημα, στα καλύτερα παιδιά της (οι αποφάσεις αφορούν στην πολιτική, που ήταν πάντοτε η αχίλλειος φτέρνα της, κι οι αντίπαλοί της είχαν εύστοχα βέλη – κι οι φίλοι ήταν άσπονδοι).
Έφυγε ένας πολίτης, που τιμούσε τον πλησίον του, έδινε για να μην πάρει, από αυτούς που καθιστούν ανεκτή την καθημερινή ζωή, δίνουν κουράγιο και θάρρος με την παρουσία τους, την ύπαρξη τους -ακόμα κι όταν δεν ακούγεται ο ο ανεπιτίδευτος, ειλικρινής και σημαντικός λόγος τους.

Καλό ταξίδι καλό κατευόδιο .
Στη μεγάλη δυσκολοδιάβατη πλατεία του καθεδρικού μας ναού (πότε άραγε θα καταλάβουν ότι πρέπει να ξυλώσουν τις σκληρές κακόγουστες ανώμαλες πλάκες)οι συμπολίτες μα ς προσήλθαν για “τον τελευταίον ασπασμόν” – το βαρύ κλίμα το καθιστούσε αφόρητο η αποπνικτικλη ζέστη.
Οι χαμηλές κουβέντες , οι προσεκτικές κινήσεις, έδειχναν πένθος, ένας μεσήλικας, με αδρανές ύφος, χωμένος τελείως στον εαυτό του, απολύτως κλειστός κι απρόσιτος, μουρμούριζε. Τον είχα ξαναδεί, στην πλατεία Λιονταριών, να ωρίεται,σε πλήρη έξαψη (κρίση)εδώ ήταν τελείως ήσυχος, μισομιλούσε (ψυθιριστά) ακαθόριστες φράσεις, που έμοιαζαν ψαλμός ακατανόητος κι ατέλειωτος κι αυτός ιερέας του αγνώστου.
Το μεγάλο μυστήριο, έχει τη δική του έκφραση σκεφτόμουν, αργότερα που ξεφύλλιζα το μαθητικό μου βιβλίο του Πλάτωνα: “Φαίδων”σχολική μετάφραση, συμφώνως κ.λ.π.
χρειάζεται η λογική, το σπαθί της νικά τις προλήψεις, τους φόβους, ανοίγει τον δρόμο…Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, συνέχισα την ανάγνωση (χωρίς γεγονέναι αυτό καθ΄αυτό) η Σωκρατική διδασκαλία ακόμα κι όταν δεν μας πείθει τελείως, είναι παρηγορητική.
Θυμόμουν : “Ξαναγυρίζω στα αρχαία κείμενα” που μου έλεγε εξομολογητικά, ο Στέφανος Γοντικάκης, στην τελευταία συνάντησή μας, λίγο πιο κάτω από την Κεντρική Αγορά, σαν να ταν χτες…
Δεν χάθηκε , ταξιδεύει…στα στενά και τις γειτονιές , αντηχουν ακόμα τα βήματά του – έχει αφήσει τα χνάρια του, όπως και στην καρδια των συμπολιτών μας, δεν σβήνουν.
Δημοσιεύθηκε στις 28.8.2008