
–ΠΑΝΩ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΑ Η ΝΥΦΗ –ΤΑ ΔΥΟ ΣΥΓΓΕΝΟΛΟΓΙΑ
–Ο ΜΠΟΣΤΕΙΟΣ ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ –ΤΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ ΑΟΡΑΤΩΣ ΣΤΕΦΑΝΑ
–Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΨΑΛΤΗΣ –ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΝΤΗΛΑΝΑΦΤΗ
–Η ΕΓΚΥΟΣ ΧΗΡΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ –ΟΙ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΕΣ
–Ο ΠΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

Τριανταδύο χρόνια κουβαλάω στα χαρτιά μου την καρτ-ποστάλ με τη γελοιογραφία του Γιάννη Ανδρεαδάκη. Έσπευσα να την προμηθευτώ μόλις την κυκλοφόρησε ο Δήμος Ηρακλείου το 1978 στη σειρά «Το Ηράκλειο όπως το βλέπουν συμπολίτες ζωγράφοι». Ισόχρονη είναι και η επιθυμία μου να την υπομνηματίσω εν είδει εκτεταμένης λεζάντας. Σκεφτόμουν να προσθέσω τα δικά μου –πολλά λόγια- σε μια γελοιογραφία «χωρίς λόγια».
Είχα από την πρώτη στιγμή την περιέργεια να προσπαθήσω να κάνω μια λεπτομερειακή εξέταση των μερών του επίμαχου σκιτσαρίσματος. Να δω στη μικροκλίμακα ένα-ένα τα πρόσωπα, τις μεταξύ τους σχέσεις και τη στάση τους απέναντι στο κεντρικό γεγονός. Ύστερα με είλκυσε η ικανότητα του καλλιτέχνη να μετατρέψει μια κοινότοπη και βαρετή σκηνή ενός γάμου σε εικόνα πολυεπίπεδης ανάγνωσης.
Ο Ανδρεαδάκης απογυμνώνει την τελετή από τα θρησκευτικά της συμφραζόμενα. Της δίνει εντελώς συμβατικές διαστάσεις στήνοντάς την σαν σκηνικό θεατρικής παράστασης. Κινεί τα πρόσωπα έξω από τους τελετουργικούς ρυθμούς και τα αποξενώνει από τον περιβάλλοντα χώρο, καταργώντας το φόντο των εικονισμάτων και ότι άλλο θα παρέπεμπε σε εσωτερικό ναού. Όλος ο κόσμος λουσμένος στο αίθριο φως, στριμώχνεται για να ποζάρει μπρος στο φακό, που φαίνεται να ’ναι τοποθετημένος πίσω από την πλάτη του ιερέα. Εξάλλου οι επιφορτισμένοι να τελέσουν το υποτιθέμενο μυστήριο –παπάς, ψάλτης και καντηλανάφτης- περί άλλα τυρβάζουν.
Ο παπάς, με κοτσιδάκι και αυτιά σαν φραγκόσυκα, σκιτσάρεται εκ των όπισθεν, είναι σκυμμένος πάνω στις λευκές σελίδες ενός ογκώδους τόμου, που τον υπερβαίνει και του κρύβει τη θέα. Ο αριστερόχειρ γηραιός ψάλτης αναπέμπει ύμνους ξεφυλλίζοντας την ανοιγμένη πάνω στο αναλόγιο παρτιτούρα. Χαρούμενος, αμέριμνος, η μόνη του ανησυχία είναι να μην του ξεκολλήσει η αραιή φράντζα απ’ το μέτωπο. Ο νεωκόρος με το κοκοράκι στα μαλλιά, το μουστάκι τύπου Σαρλό και το παντελόνι αναβάτη, τον έχει πάρει στιγμιαία, υπό την επήρεια του θυμιάματος.
Στο κέντρο, ο ευκατάστατος, περασμένης κάπως ηλικίας γαμπρός, ο μοναδικός με γραβάτα, σηκώνει τα μάτια και βλέπει να έρχεται από ψηλά το ιπτάμενο στεφάνι.

Το κρατάει με την αριστερή του παλάμη, γιατί έχει προλάβει να σταυρώσει τα στέφανα, όπως δείχνει η θέση του αντίχειρα, ο καλοντυμένος κουμπάρος, φιγούρα του Μποστ. Ο γαμπρός ξεχωρίζει και με το ύφος και την αμφίεσή του. Στους ώμους του γυαλίζουν κάτι σαν σιρίτια. Φοράει χοντρά δίχρωμα σκαρπίνια, κάπως ντεμοντέ, που δεν επιδέχονται όμως, ούτε γι’ αστείο, το παραδοσιακό πάτημα από τη γόβα της νύφης. Εκείνη, χαμηλοβλεπούσα, με το ένα χέρι τον κρατάει αγκαζέ, ενώ με το άλλο λίγα λουλούδια και μια τσάντα(!). Απ’ τους ώμους της κρέμονται δυο λεπτές μακριές πλεξούδες, ένας φιόγκος στολίζει την ανύπαρκτη μέση της και στα πόδια της τα αναμενόμενα ψηλά τακούνια.
Οι παρευρισκόμενοι, πλην του ξέμπαρκου καντηλανάφτη και των δυο λειτουργών, σχετίζονται συγγενικά ή φιλικά με τον ένα εκ των δυο πρωταγωνιστών. Με βάση αυτή τη σχέση έχουν κατανεμηθεί στο χώρο. Οι άνθρωποι του γαμβρού κατέλαβαν όλη τη δεξιά πλευρά και από τις εκφράσεις τους δεν φαίνονται να ’ναι και τόσο ευχαριστημένοι. Οι δυο γυναίκες, στο μέσον, γελούν και σχολιάζουν με κακεντρέχεια.

Πίσω τους ο άνδρας σκεπτικός κάνει μελαγχολικές σκέψεις, ενώ η γυναίκα δίπλα του απορεί, σα να μην μπορεί να το χωνέψει. Άλλα συναισθήματα διακατέχουν τους συγγενείς της «τυχερής» νύφης. Στα πρόσωπά τους διακρίνεται συγκίνηση και προσδοκία. Αριστερά, στην πρώτη σειρά, η πολύτεκνη χήρα –εγκυμονούσα- κρατάει το μωρό στην αγκαλιά και γύρω παίζουν πέντε μικρά σαν σε παιδική χαρά. Αν και μαυροφορεμένη, λόγω πένθους, έχει τυλίξει τα μαλλιά της με άσπρο μαντίλι γιατί παρευρίσκεται σε χαρμόσυνη εκδήλωση, έθιμο που τηρούν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Η χήρα, με τα μεγάλα βάρη στις πλάτες της, είναι μάλλον αδελφή της νύφης αν κρίνουμε από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Έχουν και οι δυο ακριβώς την ίδια γραμμή που διαγράφει μάγουλα και πηγούνι. Στο πλάι της ο μπάρμπας με την κρητική φορεσιά, τη βράκα, τα μπαλωμένα στιβάνια και την μυτερή κατσούνα, θα μπορούσε να ‘ναι ο φτωχός πατέρα της χαμηλοβλεπούσας νύφης. Το ντύσιμό του μαρκάρει το νησί που τελείται η γαμήλια γιορτή. Πιο πίσω η ευτυχής μαυρομαντιλούσα μητέρα(;) κλαίει συγκινημένη χωρίς να χάνει απ’ το οπτικό της πεδίο το ζεύγος. Τα δυο μικρά παρανυμφάκια έχουν αρχίσει ένα ¹παιχνίδι κινήσεων και βλεμμάτων.

Ο μπόμπιρας με τα μπαλωμένα ρούχα, με τη σφεντόνα έμβλημα κυνηγού στην κολότσεπη και φορώντας μποτάκια του μεγαλύτερου αδερφού, αλληθωρίζει από χαρά και σφίγγει την ίση με το μπόι του λαμπάδα σαν να παρουσιάζει όπλο. Το κοριτσάκι με το φιόγκο στα μαλλιά, το κεντημένο γιακαδάκι και τα καλτσάκια, έχει στραβώσει σκερτσόζικα τα πέλματα. Η φλόγα του πρώτου σκιρτήματος έχει λυγίσει το αναμμένο κερί.

Η παρουσίαση των προσώπων, η πιθανολόγηση των σχέσεων και η αντιστοίχηση με ρόλους άφησαν απ’ έξω την προξενήτρα. Αναζητήθηκε αλλά τα χαρακτηριστικά της δεν ανευρέθηκαν σε καμία από τις παρούσες γυναίκες. Θα ήταν όμως αδύνατο να απουσιάζει. Τότε ήρθε στο νου μου το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Πανδρολόγος»¹ με άνδρα προξενητή. Ο Γιάννης Ανδρεαδάκης διέθετε καλλιτεχνική φαντασία, είχε βαθύνει στον ανθρώπινο ψυχισμό και ήταν ένας εξαίρετος και λεπτολόγος σκιτσογράφος. Εκείνος λοιπόν έκανε το προξενιό. Μεθόδευσε την προσέγγιση των δυο πλευρών, άμβλυνε τις διαφορές, προχώρησε το συνοικέσιο και ήταν ο αφανής σκηνοθέτης της γαμήλιας στέψης
Μια συμβατική κοινωνική εκδήλωση στην εκκλησία, με τα στερεότυπα της και τα επαναλαμβανόμενα τελετουργικά μοτίβα, δεν άφηνε πολλά περιθώρια έμπνευσης και αλλαγών στον καλλιτέχνη για να παίξει στην εικονογράφηση. Ο Ανδρεαδάκης ήξερε καλά το χώρο και βρήκε τους τρόπους να ελαφρύνει το κλίμα. Έκανε μετατοπίσεις και αφαιρέσεις για να στήσει τη μελαγχολική, εν πολλοίς, παράσταση. Η υπονόμευσή του έγινε με σεβασμό και διακριτικότητα. Η αφαιρετική παρέμβαση του Ανδρεαδάκη εξαφάνισε και το δάπεδο κάτω από τα πόδια του κόσμου. Μόνο η υπογραφή του παρέμεινε, συμπιεσμένη σε μια γραμμούλα. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά έχουν ακινητοποιηθεί για να απαθανατίσουν τη στιγμή. Ο καλλιτέχνης δεν κάνει διακρίσεις και παραχωρεί σ’ όλους μια θέση στο μέλλον.

Ο Γιάννης Ανδρεαδάκης σκιτσάροντας πορτρέτα αφηγείται αληθοφανείς ιστορίες ταπεινών, μέσα από ένα λόγο που αναμιγνύει λύπη και χαρά, απάθεια και ένταση, σοβαρότητα και ίντριγκα, αμαρτία και αθωότητα. Ο καμβάς του λειτουργεί σαν μια ιδιότυπη ημιπερατή μεμβράνη. Συγκρατεί όσα πρόσωπα ταιριάζουν στις επιλογές και τις προτιμήσεις του και τα διαιωνίζει. Η ιδιότυπη ευθυμογραφική τέχνη του είναι κρυμμένη μέσα στα μυστικά της κατασκευής των πορτρέτων του. Στον προσωπικό τρόπο που χρησιμοποιεί το πενάκι και τη σινική για να σκιτσάρει τα πρόσωπα και να υπαινιχθεί τις ιστορίες τους. Σπάνια ένα έργο –ολιγάριθμων σκίτσων- φιλοτεχνημένο στη μονότονη μαυρόασπρη κλίμακα, παραμένει για κάποιους ενδιαφέρον μετά από πολλές δεκαετίες. Προκαλεί σχόλια και προσφέρεται για νέες αναγνώσεις.
¹«Ο Πανδρολόγος», το περίφημο διήγημα του Παπαδιαμάντη, δημοσιεύτηκε στο ημερολόγιο του Σκόκου του 1902. Ο καπετάν-Στέλιος(ανύπανδρος προξενητής) αναλαμβάνει, ανεπιτυχώς, να μεσολαβήσει για να νυμφευθεί τη χήρα Κρατήρα(το όνομα παραπέμπει σε στόμιο ηφαιστείου) ο γέρο-Σάββας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1.Υπογραφή , υπάρχει σε κάποιο εντίγραφο του έργου, από την έκδοση του Δήμου Ηρακλείου – για τυπογραφικούς λόγους.
2.Το κείμενο είναι του Γ. Ζ. και μπορεί να το βρει κανείς στο μπλογκ των Γελοιογράφων
Πράγματι σπάνια σχολιάζεται σε τέτοια έκταση η δουλειά ενός εικονογράφου. Η εικονογράφηση που γνωρίζει μεγάλη άνθιση παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, ήταν μια υποτιμημένη εφαρμοσμένη τέχνη στη σκιά των «καλών». Το χιούμορ της, η αμεσότητα και ο σχολιασμός της επικαιρότητας την κράτησαν ψηλά στο νου πολλών αναγνωστών. Ευτυχώς, με την συνεχή κατάρριψη των στεγανών ορίων της τέχνης η εικονογράφηση απομακρύνθηκε από το στερεότυπο εμπορική τέχνη (όπως λεγόταν στην Αμερική παλιότερα). Η εικονογράφηση είναι ακόμα είδος υποτιμημένο στην Ελλάδα και άνθρωποι όπως ο Γιάννης Ανδρεαδάκης αξίζουν εκτενή παρουσίαση!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!