
ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ ΝΑΖΩΡΑΙΕ…(*)
Η νύχτα ήτανε βουβή, θλιμένη. Πυκνό το σκοτάδι, κρεμότανε πάνω από τη βαρυπενθούσα πόλη.Παράξενη τούτη η νύχτα, πλανεύτρα – τη νόμιζες κοιμισμένη, μα μέσα στην ησυχία της ένοιωθες κατάψυχα τα στοιχειά της ζωής – τη λύπη τη χαρά, την κίνηση, τη δύναμη κι όλα τ΄άλλα-να μάχονται μεταξυ τους αγριεμένα/δεν ήταν φίλοι πια, δεν ενώνονταν χωνεμένα να κάμουν ζωή, είχαν διαλύσει- στρατός που οπισθοχωρεί-και τώρα ήθελαν ν αφανίσουν το ένα το άλλο.
Και η Ιερουσαλήμ είχε μαζευτεί καταφοβισμένη-κουράστηκε ολημερίς να φωνάζει και να βρίζει τον Ναζωραίο. Κατάφερε να τον σταυρώσει, μα σαν της έφυγε η πολλή μανία, ένοιωσε τι είχε κα΄μει, ψυχανεμίζονταν πραγματα φοβερά κι έτρεμε.
Την ώρα τούτη ο Πιλάτος, αδύνατος, κτλαχλωμος, με ασπρισμένα τα μαλλιά, πηγαινοερχότανε νευρικά μ έσα στο παλάτι του, ψιθύριζε ακατάληπτες λέξεις, κουνο΄θσε τα χέρια του. Από την ώρα που παράδωσε στους Εβραίους τον Χριστό, δεν μπορεί να βρει ησυχία. Κάποιος μέσα του μουγκρίζει ακούει τις μυστικές κατάρες που του φέρνει ο άνεμος(…)
Ανήμπορος να σταθεί ο Πιλάτος έπεσε εξαντλημε΄νος πάνω σ ένα ντιβάνι. Εκει του ρθε ευεργετικό το κλάμα. Τρέχανε ώρα πολλή τα μάτια του, ‘ωσπου ησύχασε (…)
Κα είδε ένα όνειρο που του φάνηκε ατέλειωτο. ¨ητανε λέεισ΄ένα πυκνοσκόυ=τεινο μέρος, ολομόναχος. Άγρια μακρόνυχανυχτοπούλια σκιζανε τον πηκτό αερα και ύαινες πουρλιάζανε φρικτά. Αυτός προχωρούσε αργά-αργά, δεν ήξερε που πήγαινε μια δύναμη ακατανίκητη έννοιωθε να τον τραβά(…)
Είδε τον Ναζωραίο ολόϊδιο, όπως τον είχε δει και πριν λίγες ώρες, πάνω στο σταυρό.
Μα δεν ήταν λυπημένος, ένα αχνό χαμόγελο ξάνοιγε τα λεπτά του χείλια.Τα μάτια του είχαν μια απέραντη συμπόνια και αντί αγκάθινο στεφάνι, είχε ένα χρυσοφώτεινο κύκλο.(…)

Απέναντι ένα πρωτόφαντο μυθικό τέρας τον έβλεπε αγριεμένο και σιγα σιγά κοντοσίμωνε. Είχε το σώμα του τίγρη, το κεφάλι του αετού κια την ουρά του φιδιού – κι αο τις πλευρές του ξεφύτρωναν δυο ζευγάρια μαχαιρωτές φτερούγες.
– Η Ρώμη, σκέφτηκε ο Πιλάτος και γέμισε η καρδιά του τρόμο. Περίμενε. Να τώρα θα σπαράξει τον Σταυρωμένο, σκεπτόταν και ένοιωσε δυο καφτά δάκρυα να πετιούνται ακράτητα. Μα ξαφνικά είδε τον Ναζωραίο να κατεβαίνει από τον σταυρό και να προχωρεί ήσυχα γελαστά ρος το στοιχειό. Σαν έφτασε κοντά, άπλωσε το χέρι του καιτουχαϊδεψε το κεφάλι. Τότε εκείνο του δωκεμια με το μυτερό ράμφος του, τίναξε τα νύχιατου να τον ξεσκίσει.Ένα κράχ ακολυστηκε, είδαν το θεριό να διαλύεται και να σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους.
-Χριστέ μου, έκανε να φωνάξει ο Πιλάτος κι έπεσε σα γόνατα Χριστέ μου…μα εκείνη τη στιγμή ξύπνησε.
Είχε τρομάξει, η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Χίλιες διάφορες σκέψεις περάσανε από το μυαλό του (…)
μια ιδέα σαϊτεψε τον ταραγμενο νου του, την έδιωξε ξανάρθε. Στο τέλος το πήρε απόφαση. (…)πήγε μέσα από τα χωράφια προς τον Γολγοθά. Τα αγκάθια ξεσχίζανε τα αμάθητα πόδια του, τοπανωφόρι μπέρδεψε κάτω κι έπεσε(…) βιαζόταν, έφτασε στους πρόποδες κι άρχισε να ανεβαίνει. Κάτω από τα πόδια του τριζανε φρικτα τα πεταμ΄να κόκαλα,πιο,πέρα γελούσε απαίσιαμια νεκροκεφαλή. Όταν έφτασε στην κορυφή έιδε τους τρεις σταυρούς, λαχανιασμένος, ματωμένος , κατακίτρινος.Γύρω, τριγύρω μεθυσμενοι στρατιώτες παραμιλούσαν μέσα στο οχαλήτο τους. Το βλέμμα του καρφώθηκε στον μεσαίο Σταυρό. Εκεί πάνω ήτα ο Χριστός , με το στεφάνι που ο ίδιος τους είχε βάλει,πεθαμένος.
Ο Πιλάτος από τη λύπητου κοίταζε, κοίταζε.
Δυνατός αέρας σηκώθηκε, πήρε μια στάλα αίμα του Σταυρωμένου και την έφερε στο στόμα του Πιλάτου.
Ένοιωσε να τον καίει, έβγαλε ένα ουρλιαχτό,,έεσε και αγκάλιασε τη βάση του σταυρού. ¨Ολοι οι ήχοι της φύσης ενώθηκαν στη φοβερή λέξη πυ του βίτσιζε τ αυτιά : Σταυρωτή ! ¨Εβαλε τα κλάματα.
-Συγχώρα με Χριστέ μου μουρμούρισε, συγχώρα με. Τόλεγε πολλές φορές στον ίδιο πάντα σκοπό, σαν όλοι οι αμαρτωλοί. Και τότε κάτι άλλαξε, ο Χριστός έχασε τη ματωμένη αγριάδα του, ο τόπος έχασε τη θανατερή όψητου, ο Πιλάτος άκουσε μια γλυκειά, απόκοσμη φωνή, καμωμένη από τους ανέμους.
– Ας είσαι συγχωρεμένος. Πολύ πόνεσες για το λάθος σου το ανθρώπινο, τόσβησες. Πήγαινε και πίστευε.
Η ψυχή του Πιλάτου γέμισε ευτυχία. Σήκωσε τα μάτια το στον ουρανό και είδε ένα αστέρι να στριφογυρίζει τρελά και ύστερα να σβήνει και να χάνεται.

(*) Δημοσιέυθηκε στο μαθητικό περιοδικό » ΜΑΘΗΤΙΚΟΙ ΠΑΛΜΟΙ» το Β΄Γυμνασίου Ηρακλείου στα 1957. Ο Συγγραφέας του διηγήματος Γιώργος Ροζακής, δεκαοκτάχρονος τότε, θα ξενιτευθεί, θα εγκαταλείψει την λογοτεχνία, θα σπουδάσει οικονομικές επιστήμες θα ζήσει χρόνια πολλλά στο εξωτερικό, ποτέ δεν θα τον συγκινήσουν οι μπίσνες και τα χρήματα, θα μείνει πάντα αγνός και ανιδιοτελής, σκεπτόμενος, προσφερόμενος, ιδανικός διανοούμενος.