Η ΧΑΛΒΑΔΕΝΙΑ – ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Φθινόπωρο, ο καιρός άρχισε να κρυώνει (ακόμα και στην Κρήτη) τα παιδιά γύρισαν στα θρανία…οι γιαγιάδες ετοιμάζουν τα παραμύθια τους.

Η  ΧΑΛΒΑΔΕΝΙΑ

                                   αφιέρωση: φωτογράφο -γεωπόνο Κώστα Φλέγκα,

                                                       των χρωμάτων μιας ιδανικής χώρας

Το γουρούνι κάνει ούι

Και μου …μου κάνει το βούι

Κι η γατούλα νιάου, νιάου…

 Το σκυλάκι γάου, γάου..

 Κι η γιαγιά μας η καλή

Κρύβει τ´άσπρο της μαλλί

Στο κατάμαυρο τσεμπέρι

Βάζει στο λαγό πιπέρι

Είναι τόσο ζαρωμενη

Σαν σταφίδα ξέραμένη

Και στιφάδο θα ετοιμάσει

Κύστερα θα μας διαβάσει

Η γιαγια μας τι και πως

Πριν να κλείσουμε το φως

 

Δεν θ΄ αργήσει να μας πει

Παραμύθι πι και φι

Αχ γιαγιά μου πάρε με

Στο κρεβάτι βάλε με

Και το παραμύθι πες μου …

18944956_10211106177043577_1374094883_n

 

 

 

 

Mιαν φορά κι έναν καιρό …

Σ΄ένα πανέμορφο νησί σε πόλη τειχισμένη

ο Γιώργης κι η Μαρίκα ζούσαν αγαπημένοι

όμως τους τρώει ο καημός το μαύρο το σαράκι

επέρασαν τα χρόνια τους μα δεν έχουν παιδάκι

 

Τι κι αν ταξίματα ακριβά σ΄αγιους έκαναν τόσα

κι αν ξόδεψαν στις μάγισσες πολλά ως χίλια γρόσα

ποτέ δεν ήρθε πελαργός στο φτωχικό τους σπίτι

δεν κτύπησε το τζάμι τους ούτε μικρό σπουργίτι

Κλαίει συχνά και κρύβεται στην κάμαρη η Μαρίκα

τη βλέπει και μαραίνεται απ΄τη μεγάλη πρίκα

Η Χαλβαδένια
Η Χαλβαδένια

Το νου του στίβει ψάχνοντας και θέλει να μπορέσει

να βρει κάτι όμορφο πολύ καλό να της αρέσει

Κι επειδή ξέρει από γλυκά είναι για το νησί του

αυτός που φτιάχνει τον χαλβά με συνταγή δική του

 

Επήρε την απόφαση να πλάσει μια κοπέλα

με σιμιγδάλι ζάχαρη μυρωδικά κανέλα

Σαν άρχισε δεν άργησε σαν κούκλα να την κάνει

κορίτσι που στην ομορφιά κανένα δεν το φτάνει

 

Την έντυσε τη στόλισε σαν να ταν πριγκιπέσα

κι ύστερα τη γυναίκα του φώναξε να΄ρθει μέσα

-”Γυναίκα να την κόρη μας για να ΄ χεις συντροφιά σου

μπορεί να ναι αμίλητη μα πήρε την ομορφιά σου

έτσι ήσουνα στα νιάτα μας έλαμπες σαν αστέρι

με θάμπωνες – στον ουρανό νόμιζα μ΄έχεις φέρει

Έτσι ήταν ο παράδεισος με χρώματα και φώτα

κι εγώ μονάχα ήθελα να σε κοιτάζω πρώτα”

Σαν μάνα από χαρά πολλή σαν να τανε αλήθεια

η κόρη που λαχτάρησε, την έσφιξε στα στήθια

 

Την χτένισε την έβαλε απάνω στο χαγιάτι

και κέντημα της έδωσε σαν για να κάνει κάτι

έτσι φαινόταν η μικρή σκυμμένη να κεντάει

και πέρασε ο πρίγκιπας και τηνε χαιρετάει

UALORH-0096

Αδιάφορη καθότανε μα τ΄άρεσε περίσσα

πανέμορφη του φάνηκε πως τύμπανα κτυπήσα(ν)

γιατί η καρδιά του έγινε ταμπούρλο και θα σπάσει

τη Χαλβαδένια δεν μπορεί καθόλου να ξεχάσει

 

Και ζήτησε απ τον βασιλιά να πάει να τη ζητήσει

γιατί δεν κάνει δίχως της δεν ημπορεί να ζήσει

-”Καλά να το σκεφτείς γιατί δεν είναι στη σειρά μας”

ο κύρης του είπε πως – καλοί ναι για Κολήγοι στη δουλειά μας”

Ο πρίγκιπας επέμεινε δεν τρώγει και δεν κοιμάται

στην κάμαρα του κλείνεται κι όλο παραπονάται

 

Φοβήθηκεν ο Βασιλιάς για τον μοναχογιό του

τον υπουργό του έστειλε σαν αντιπρόσωπό του

Και πήγε και τη γύρεψε – για νύφη τη ζητούσε

Του πρίγκιπα που δίχως της να κάνει δεν μπορούσε

 

Σαν είπεν ο πατέρας της πως είναι χαλβαδένια

εγύρισε άπρακτος μ΄ αυτός δεν έχει άλλην έγνοια

Αυτήν ο νέος σκέφτεται κλεισμένος στον όντα του

Ζητάει να του τη φέρουνε τη θέλει εκεί κοντά του

Ότι κι αν λέει ο κύρης του ,στο βρόντο στον αγέρα

Και καϊναντίζει καίγεται τη νύχτα και τη μέρα…

Scan 11

Η μάνα του δεν άντεξε στο βασιλιά, προσπέφτει

-”Έλεος άρχοντα μου πια, κι αν λόγος δεν μου πέφτει

Ωστόσο και δικός μου γιος είναι και στην οργή σου

Να δώσεις τόπο – την ευχή μονάχα στο παιδί σου!

Ας παντρευτεί όποια αγαπά – κι από χαλβά φτιαγμένη

Ας είναι , κι ας το μάθουνε σ όλην την οικουμένη:

Η αγάπη που όλα τα μπορεί κι ´ολα τα υπομένει

Θα βρει το δρόμο να γεννούν κι αυτοί ευτυχισμένοι”

Ο βασιλιάς σε συλλογή εμπήκε και δεν βγαίνει

θ΄ αργήσει μα τη διαταγή την είχε πια βγαλμένη

-«Ας φέρουνε την κοπελιά γρήγορα στο παλάτι»

Και , πήγαν να την φέρουνε με πλουμισμένο το άτι

Που’ χε τα γκέμια ολόχρυσα την ασημένια σέλα

Και μεταξένια κεντητά να κάτσει η κοπέλα.

horse-3317004__340

Κι όταν στον δρόμο πέρασαν ποτάμι θυμωμένο

ΕΦοβήθηκαν τ άλογα και τ’ άτι ξιπασμένο

Στα πόδια του σηκώθηκε το ΄ριξε στο ποτάμι

το κοριτσάκι, βράχηκε κι έτρεμε σαν καλάμι …

 

Το στοιχειό του ποταμού μίλησε σιγά

σιγά χωρίς ν’ακουστεί καλά

 -«Στο νερό που θα βρεθείς τη ζωή σου θα τη βρεις

Και θα παίζεις θα γελάς Μα ποτέ δεν θα μιλάς

Μέχρι κάποιος να βρεθεί και «νιζεστέ» για να σου πει»

Τη βγάλανε την σκούπισαν κι αποχασκώσαν όλοι

Γιατί ΄ταν τώρα ζωντανή κι έδενε το φακιόλι

Γελούσε και περπάταγε κι έλαμπε σαν αστέρι

Και λαχταρούσε να βρεθεί στου πρίγκιπα τα μέρη …

 

Της έκαναν υποδοχή σαν να’ ταν πριγκιπέσα

Και γρήγορα χωρίς μιλιά ταιριάξανε κι εδέσα(ν)

Κι οι γάμοι- που δεν άργησαν -κράτησαν δέκα μέρες

Γλέντια πολλά τρικούβερτα στους κήπους και τις σέρες

Και γίνηκε πριγκίπισσα η νύφη η χαλβαδένια

Μα δεν μιλεί στον άντρα της κι έχει μεγάλη έ(γ)νοια

20180612_111328

Και στη αρχή σκεφτότανε, πως έχει τόσες χάρες

Που δεν εχρειαζότανε τα λόγια κι οι φανφάρες

Μα η σιωπή δεν σταματά κι αυτός δεν την αντέχει

Δεν ήτανε κουφή κι αυτό εξήγηση δεν έχει

Κι ότι κι αν είπε ο πρίγκιπας αυτή δεν αντιδράει

Και λέξη δεν της ξέφυγε όσο κι αν λαχταράει

Γιατί της δένει το στοιχειό τη γλώσσα και τη σκέψη

Δεν την αφήνει μια στιγμή μονάχα να σαλέψει

 

Και δεν εμπόρεσαν να βρουν το δρόμο το δικό τους

κι εκλάψαν για τη μοίρα τους και για το ριζικό τους

Και κάποτε τους χώρισαν κι ας αγαπιούνται τόσο

Κι ο βασιλιάς εσκέφτηκε -«αρχόντισσα θα δώσω

Στον κανακάρη μου γιατί δεν γίνεται κολήγοι

Να παίρνουν και να χαίρονται τα πλούτη που ´εχουν λίγοι!

Νοιώθει γαλαζοαίματος και δεν θα καταλάβει

Κόκκινο αίμα έχουνε κι οι πρίγκιπες κι οι σκλάβοι

Και βρήκε μιαν πριγκίπισσα από σόι μεγάλο

Για ν´ αρραβωνιαστεί κι ο γιος αφού δεν έχει κι άλλο

Για ναποκτήσει διάδοχο κι αυτός να μην τελειώσει

Η δυναστεία του να αντέξει να στεριώσει

Οι πρίγκιπας αδιάφορος δέχτηκε να την πάρει

δεν ήταν πολύ όμορφη μα είχεν κάποια χάρη

 

Κι όταν αρραβωνιάστηκαν ζηλεύει η πριγκιπέσα

φοβόταν πως ο άντρας της είχε στο νου του μέσα

Την πρώτη τη γυναίκα του που λέγαν Χαλβαδένια

Και πήρε όλες τις δούλες της τη ρόκα και τα χτένια

Και πήγανε στης κοπελιάς το σπίτι στα Μπεντένια

Της πόλης της ήταν κοντά, και ζήτησε να κάνουν

Γνεψίματα μα και φαντά κι όλα να τα προκάνουν

Για να φανεί πως είναι αυτή αρχοντογεννημένη

Κι η Χαλβαδένια αδέξια και ταλαιπωρημένη

 

Και φτάσανε στο φτωχικό της πόλης το σπιτάκι

Τις υποδέχτηκε σεμνά στο χαμηλό ονταδάκι

Τους πρόσφερε γλυκά πολλά σερμπετια μυρωδάτα

Κι αρχίσανε γνεψίματα σαν αδειάσαν τα πιάτα

Αμίλητες δουλεύανε κλωστές κι ήτανε κρίμα

Κάποια στιγμή της κόπηκε της Χαλβαδένιας νήμα

Αμέσως αν δεν κόλλαγε, η άλλη θα γελούσε…

 

Μένα σουγιά τη μύτη της έκοψε και κολλούσε

Πολύ εύκολα το νήμα της, η πρώτη του γυναίκα

Κι όλες την εθαύμαζανε άριστα είπαν δέκα…

 

… Μια μέρα η πριγκίπισσα στην κάμερα κλεισμένη

να ξεπεράσει επιθυμεί την χαλβαδοπλασμένη

κι επήρε ρόκα και μαλλιά και γνέθει με μανία

της είπανε με τη δουλειά θα χει την ευκαιρία

της είπαν να εξασκηθεί κι όλες να τις κερδίσει

και προσπαθεί με κάθε τι το νήμα ν’ αβγατίσει

μα η κλωστή της κόπηκε και για να την κολλήσει

την έκοψε τη μύτη της  κι αυτή  να συνεχίσει

όπως η Χαλβαδένια- μα δεν θα τα καταφέρει

η δούλα της της έφερε τη στάχτη γιατί ξέρει

το αίμα μα και την πληγή πως να το σταματήσει

κι αυτή απ την τρομάρα της σαν να; χει κιτρινίσει

Σαν την εμαντηλόδεσαν στο βασιλιά πηγαίνει

Να κάνει τα παράπονα η κουτσοαυτισμένη

-«Η Χαλβαδένια μου ΄φταιξε «λέει μα ποιος ακούει

Τη ζήλια της κατάλαβαν -το άσχημο της χούι

Και βέβαια δεν έγινε η κουτσομύτα νύφη

Ο βασιλιάς εθύμωσε και την ευχή του αρνήθη

 

Kι ο πρίγκιπας εζήτησε ξανά τη Χαλβαδένια

πάντα την είχε στο μυαλό πάντα την είχε έγνοια

Και την παρακαλεί θερμά με δάκρυα στα μάτια

Μια λέξη μόνο να του πει κι ας γίνει δυο κομμάτια

Μα τίποτα δεν έγινε καθόλου δεν μιλάει

Στο βρόντο πάει ότι κι αν πει σαν την παρακαλάει

Μα δίπλα της πολύ κοντά συχνά παρακατσεύει

Να δει τι κάνει πως περνά τι θέλει τι γυρεύει

Και κάποια μέρα έστειλε η κόρη για τη βρύση

Τη χύτρα μ΄ένα μπρίκι της νερό για να γεμίσει

 

Στο δρόμο μάλωσαν πολύ κι είπανε χίλια λόγια

Και στην κυρά τους γύριζαν – μαζί ήτανε και χώρια

Ζητούσαν να τους πει αυτή ποια το λάθος έχει κάνει;

-«Πως όμως που το στόμα της ποτέ μίλια δεν βγάνει;

» Το μπρίκι ρώτησε κι αυτή η χύτρα η παινεμένη

Που τις μπουγάδες ήξερε πολύ καλά να πλένει

Απάντησε»- πως μέρες πριν, έπλεναν στο ποτάμι

Και ένα στοιχειό της ζήτησε μια πλύση να του κάμει

Τα,λερωμένα ρούχα του σιχάθηκε να βάνει

Κι όταν καθάρια γίνανε και για να την τιμήσει

της δίνει “λόγια”- σαν κλειδί τα μάγια που θα λύσει

Σε ποταμών δεσίματα μα και τη Βασκανία ….

-«ας πάμε τώρα ας δώσουμε καιρό στην ευκαιρία » …

Την κοπελιά πλησίασαν μίλησε η χύτρα δυνατά:

-«Το δίκιο κρίνε το και το πια ναι λάθη πια σωστά:

Μα τον παππού σου Νιζεστέ

και την γιαγιά Δαντέλα

Τον κύρη σου τον Χαλβατζή

τη μάνα την Κανέλλα «

Ο πρίγκιπας σαν τ άκουσε κρύφτηκε στην κουρτίνα

Και μόλις έφυγαν αυτά  Τα’ πε ωραία , φίνα:

-«Μα τον παππού σου Νιζεστέ

και την γιαγιά Δαντέλα

Τον κύρη σου τον Χαλβατζή

τη μάνα την Κανέλα

Το στόμα σου άνοιξε και πες

μες θέλεις πια η δεν με θες;»

-Σε θέλω πρίγκιπα καλέ μου

δεν σε ξέχασα ποτέ μου

Με μάγια μ’ είχανε δεμένη μα για σένανε πλασμένη

Κι ο ένας στου άλλου την αγκάλη -Έχουνε χαρά μεγάλη

Τραγουδούσαν κάθε στίχο – Στης αγάπης τους τον ήχο

Κι ο Βασιλιάς πίκρα γλυκά όλα τα τρώγει τελικά

Πάντρεύτηκαν και γέννησαν πολλά παιδιά

σαν τη μανα τους γλυκά

Κι είπε η γιαγιά σιγά

και κοιμήθηκε μετά:

<Είναι η ζήλεια ένα φιδάκι κι έχει κοφτερά δοντάκια

στήνει ξόβεργα και κόβει το μυαλό μας κομματάκια>

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s